1. Υποτιμητικός όρος για την γυναίκα που επιβλέπει την καθαριότητα στις τουαλέτες δημοσίων χώρων, νυχτερινών κέντρων, κλπ.

  2. Γενικά, η γυναίκα που υποτιμούμε.

  1. Ήθελα να πάω στην τουαλέτα, αλλά με σταμάτησε η σκατού λέγοντάς μου να περιμένω λίγο να τελειώσει το σφουγγάρισμα.

  2. -Είδες τι του έκανε, η σκατού, του ανθρώπου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός όρος στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων, για τις δύο βασικές υπηρεσίες που προσφέρει μια κορασίς σε ένα στριπτητζάδικο. Το θέμα έχει περιγραφεί επαρκώς στο λήμμα «χορός, ο». Απλώς, να πω ότι ο τεχνικός όρος του φαινομένου είναι «πουτό-χουρός», όπως το προφέρουν με βαριά ανατολική προφορά οι κορασίδες. Και πως υπάρχει ένα δίλημμα ποια από τις δύο υπηρεσίες θα προτιμήσει ο στριπτητζόφιλος, αν και τις δύο, με ποια σειρά κ.ο.κ. Με λίγα λόγια το «πουτό-χουρός» υπήρξε το μεγάλο δίλημμα του Νεοέλληνα στα '90ς και '00ς, όπως το «Κιθαρίστας ή ντράμερ;» του Γιοκαρίνη το μεγάλο δίλημμα των '80ς.

Γενικά, είναι αξιοσημείωτο ότι ο χουρός είναι πιο φτηνός, και με κάτι εξτρά περιλαμβάνει και το περίφημο φραπέ. Ενώ το πουτό είναι γενικά πολυέξοδο και άχρηστο. Οπότε δεν θα έπρεπε να υπάρχει δίλημμα. Πλην πολλοί το σκέφτονται σύμφωνα με την αρχή του Αριστοτέλους ότι ο σκοπός κάθε όντος είναι η ειδοποιός διαφορά του. Και το πουτό είναι ακριβώς η ειδοποιός διαφορά του στρηπτιτζάδικου απ' το μπορντέλο (που θα μπορούσες εξαρχής να είχες πάει). Οπότε γενικά το δίλημμα παραμένει, ή μπορεί να λυθεί πραγματώνοντας και τα δύο σκέλη, εις βάρος βέβαια της τσέπης.

Συνώνυμα: «Κεράσει πουτό καυλιάρη;» (εντάξει, λέγεται μόνο από τις πλέον χυδαίες και ανένταχτες των κορασίδων, απλώς έχει μείνει ως πάγια έκφραση).

Τα κορίτσια όμορφα αλλά λίγο με υφάκι και σπασαρχίδες για να τις πάρει κάποιος με το ζόρι για χουρό ή πουτό.
(από το γνωστό bourdela.tv)

Λίλιαν! (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοελληνικός χαρακτηρισμός που αποδίδουμε σε γυναίκες που δεν είναι ούτε πολύ χοντρές ούτε κανονικές. Σε γκόμενες δηλαδή που είναι λίγο χοντρές, αλλά ντρεπόμαστε να πούμε ότι πήγαμε με χοντρή.

Βασίζεται στην σχηματική, λεκτική ουσιαστικά, μετεξέλιξη της λέξης Χοντρή. Χοντρή- Χοντρούλιτς- Ντρούλιτς (ουδεμία σχέση με τον παλιό σέντερ-φορ της Καβάλας και του ΟΦΗ).

- Πω! τι παιδί είναι αυτό το ξανθό;
- Ποια ρε μαλάκα η χοντρή; Τα βυζιά της φτάνουν μέχρι τους χιαστούς...
- Έλα ρε μαλάκα, δεν είναι χοντρή... Ντρούλιτς είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα η οποία έχει ως κύριο τρόπο διασκέδασης τα μπουζούκια. Όσο πιο σκυλέ το μπουζούκι τόσο καλύτερα! Ακούει κατά κύριο λόγο Έφη και οποιονδήποτε άλλο έχει κάνει γαργάρα με ξυλόπροκες. Συνήθως συνοδεύεται από κάποιο κάγκουρα στυλ Βαρδινογιώργο.

Τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι:

  • Τακούνι 19 πόντων+
  • Φορεμομπλουζάκι 2 πόντους κάτω από το μουνί της αλλά τι την νοιάζει.
  • Δίχτυ.
  • Το αναγκαίο πάστωμα.

    Στο μαγαζί την πάει ο Βαρδινογιώργος της με τα της Alpha Romeo του, όπου και περνάει και το 90% της βραδιάς χορεύοντας απά στο τραπέζι με το τσιγάρο στο χέρι και το Φορεμομπλουζάκι της 2 πόντους πάνω από το μουνί της. Καμιά φορά βγάζει και τα τακούνια.

Αυτήν είδε ο βιαστής και είπε ότι δεν φταίει.

- Η μπουζουκόβια η Πετρούλα πάλι πήγε στον Καρρά;

Η Χρονοπούλου ως μπουζοκόβια παλαιάς κοπής στην ταινία: Μια κυρία στα μπουζούκια  (από GATZMAN, 09/11/10)

βλ. και μπουζουκομούνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του ξεψώλι.

Τι να κλάσει οποιοσδήποτε νέος ορισμός μπροστά στα όσα γράφει το τιτανοτεράστιο poniroskylo στο παραπάνω λήμμα. Απλά σιωπώ και σάς παραπέμπω αυτού.

  1. Αντε να ερθει η τζίνα το ξέψωλο να το φυτιλιάσουμε στη πούτσα και στο σπέρμα γιατί μας έλειψε πολύ.

  2. Έ, λοιπόν η Seriana αυτή ακριβώς τη φαντασίωση προσφέρει, έστω και για περιορισμένο χρόνο. Δεν είναι ούτε το ξέψωλο, ούτε το θεϊκό και συνάμα πρόστυχο μωρό που μας βγάζει από μέσα μας το «κτήνος» να το ξεσκίσουμε. Είναι η φυσιολογικά (όχι δηλ. εξωπραγματικά) όμορφη, γλυκειά, χαμογελαστή, ευχάριστη, πολύ έξυπνη, επικοινωνιακή (με πολύ καλά Αγγλικά)...

(Κρας τεστ γυναικών της περιπατητικής σχολής από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλτέρνατιβ μορφή του ξέκωλου (συνομοταξίας xecoliaricus xepatomunus), τόσο με την καυλή όσο και με την κακή έννοια.

Κάθε ξεκωλάκι που σέβεται τον εαυτό του φοράει ξεκωλτέ, τόσο για να δέχεται κέρματα όσο και για να προβάλει το ξεκωλόσημό του.

- Πάρτε ένα μπουκαλάκι κρασί ... τεντωθείτε και απολαύστε τη Fergie από τους Black Eyed Peas στο ρόλο της πόρνης... Μιλάμε παιδιά για φοβερό ξεκώλι!!! Κάτι βυ$&^%)ρες , κάτι μπ#&^%ρες* , μια κω@(*%&ρα!!!

-Πανεπιστήμιο ...; ευνουχιστήρια κρίσης, φυτώριο κοματόσκυλων. Μια μάντρα προπτυχιακών προβάτων ...; αφίσες για το πάρτυ της ΠΑΣΠ με το ξεκώλι γκεστ-σταρ, εκπαιδευτική της ΔΑΠ στη Μύκονο για παρτούζες, οι άλλοι με τα κόκκινα κολημένοι στα υπόγεια με το Βασίλη να σκούζει «Πρώτη Μαϊου» κλπ κλπ

Μαυρομάτικο ξεκόλι (από σφυρίζων, 31/01/13)Πράσινα Χecol-mas (από σφυρίζων, 31/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ψωνίσματος (χωρίς να αποκλείεται σαφής ή υπόγεια και μεταφορική σχέση μεταξύ των δύο).

  1. Να γίνεις ψώνιο, δηλαδή να την δεις κάπως, να την ψωνίσεις, να αρχίσεις να θεωρείς ότι έχεις πολύ μεγάλη αξία και είσαι ο γκραν γαμάω, και να το δείχνεις με ανάλογη συμπεριφορά και εμφάνιση, όπως λ.χ. για τους διανοουμενέ βέλτσιστο υφάκι και στόμφο, ή για τα γουαναμπή σελεμπριτόνια ένα φάσμα ακκισμών από Γιάννα Αγγελοπούλου μέχρι Τζούλια Αλεξανδράτου μέσω Paris Hilton. Το ρήμα ψωνίζομαι περιγράφει περισσότερο την διαδικασία και τη μετάβαση σε ένα στάδιο που έχεις πλέον γίνει ψώνιο, τα οποία μπορεί και να συμβούν ανεπαίσθητα. Μία πολύ ενδιαφέρουσα σχετική έκφραση είναι το ψωνίστηκαν τα τσόκαρα και την είδαν γόβες (δες). Γενικότερα το ψωνίζομαι εκφέρεται συχνά μαζί με το την είδα.

  2. Το παθητικό του ψωνίζω κάποιον, δηλαδή εκπορνεύομαι, καθίσταμαι αντικείμενο σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Το ενδιαφέρον κττμγ είναι ότι ενώ η αρχική σημασία φαίνεται να αφορά στο επί πληρωμή σεχ, ορισμένες φορές χρησιμοποιείται ευρύτερα ακόμη κι όταν δεν υπάρχει χρηματικό αντίτιμο. Σε αυτές τις περιπτώσεις σημαίνει το να εκθέτει κάποιος τον εαυτό του σε ερωτικά βλέμματα, ώστε εβέντσουαλjυ να γίνει νταραβέρι. Επίσης, μπορεί να ειπωθεί και για τον εραστή και για τον ερώμενο ότι «ψωνιστήκανε» χωρίς σαφή αντιδιαστολή ψωνίζοντος και ψωνιζομένου. Κυρίως σε ομοφυλόφιλες σχέση που τα δύο είναι δυσδιάκριτα.

1. α) Οι stars ψωνίζονται άσχημα! Φαίνεται πως το να είσαι παγκοσμίου φήμης αστέρας δεν είναι εύκολο πράγμα. Έπειτα από την άφιξή της με ιδιωτικό ελικόπτερο στο Λονδίνο, όπου θα πραγματοποιήσει συναυλία στην O2 Arena, η Μπιγιονσέ απαιτεί μεγαλύτερα καμαρίνια, απειλώντας ότι δεν θα βγει επί σκηνής αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά της!

β) Τα ψώνια με τα ψώνια τους ψωνίζονται...

2)α) ΨΩΝΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK.
Στα καλά κορίτσια αρέσει το Facebook γιατί μπορούν να κρύβουν όσα θέλουν να κρύψουν, αλλά τα κακά κορίτσια είναι αυτά που αξιοποιούν καλύτερα το μεγάλο κοινωνικό δίκτυο.
Σύμφωνα με έρευνα οι εκδιδόμενες γυναίκες στη Νέα Υόρκη χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο το Facebook για να βρουν πελάτες εγκαταλείποντας τις παραδοσιακές αγγελίες. Το Facebook επιτρέπει στις γυναίκες να πάρουν τον έλεγχο της εικόνας τους, να θέσουν τιμές και να ξεπεράσουν τους “προαγωγούς” και τις “μαντάμ” ελέγχοντας οι ίδιες τη δουλειά τους.

β) Ο Καμπουράκης με τον Οικονομέα κοιτάζονται σαν να μόλις ψωνιστίκανε στα τζουρά και πανε να ζησουνε τον έρωτα τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ρωσίδα χορεύτρια σε σκυλάδικο (και δευτερευόντως σε στριπτιζάδικο)

Μπαλαλάικα = παραδοσιακό έγχορδο μουσικό όργανο

Η λέξη επεκράτησε λόγω της μουσικής χρήσης της, της εθνικότητας του οργάνου και την κατάληξης λάικα (που σχετίζεται με τα λαϊκά μαγαζιά αλλά και με την σκυλίτσα Λάικα από την Ρωσία.

- Πως θα γίνει να γνωρίσουμε καμιά μπαλαλάικα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε σένα μιλάω κυνηγέ ψωλαρά. Πόσες φορές είδες στον δρόμο μια αφίσα με κλαμπ-μπαρ-κτλ που γράφει με μεγάλα τεράστια γράμματα Ladies Night κάθε Πέμπτη; Πόσες φορές πήγες; Τί αντίκρυσες κάθε φορά; Εσύ ξέρεις...

Για τους υπόλοιπους, ψωladies night είναι το μεγαλύτερο όπλο των κεφαλιών του μάρκετινγκ για να αποπλανούν τον φτωχό πλην τίμιο ψωλαρά και να τον κάνουν να επισκέπτεται συγκεκριμένα μαγαζιά τάζοντάς του λαγούς με πετραχήλια ή έναν χώρο με γυναίκες-υποψήφια θηράματα. Φυσικά κανείς δεν σκέφτεται ότι το δωρεάν ποτό που συνήθως τάζουν οι αχόρταγοι μαγαζάτορες οι περισσότερες γκόμενες το βρίσκουν σε όλα τα υπόλοιπα μαγαζιά από κεράσματα μόνων και μπάκουρων. Το τελικό θέαμα που αντικρύζει κανείς είναι αυτό ενός στρατοπέδου που ετοιμάζεται για άσκηση ή κοινώς αρχιδόκαμπος. Μην πείτε μετά ότι το slang.gr δεν σας προειδοποίησε...

Δημήτρης στην πόρτα του μαγαζιού: - Σήμερα θα γίνεται χαμός, έχει ladies night.
Χρήστος μέσα στο μαγαζί: - Ναι βλέπω... Ψωladies night!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κορίτσια, οι ιερόδουλες που κάνουν πιάτσα. Λέγονται έτσι γιατί άραγε; Μα φυσικά από την ορθοστασία τους!

  1. - Καλά ε, δεν είμαστε καλά. Χθες είδα όρθιες στη Μιχαλακοπούλου...
    - Ώρε πού πάαααμε... πού πάααμε...

  2. Προσοχή παιδιά! Όλες οι όρθιες πίσω από το δημαρχείο και πέριξ είναι Ηπατίτιδες με πόδια! (Κοινωνικό μήνυμα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified