Further tags

Είναι συνθετικό του «λινάτσα» και πούστης. Επειδή όμως είναι πολύ δύσκολο στην προφορά, έγινε «λιτσανόπουστα». (σύνηθες στην ελληνική (όπως πχ το «πάστα φρόλα» έγινε «πάστα φλόρα»).

Σημαίνει άτομο ιδιαζόντως ανάξιο.

Έλα μωρή παλιολινάτσα, λιτσανόπουστα, άμα έχεις έντερα έλα, έλα να δούμε ποιος είναι ο άντρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δείξει το επικό άνοιγμα κώλου το οποίο έχει δημιουργηθεί έπειτα από έντονο πρωκτικό έρωτα. Παρότι το 2 ευρώ δεν είναι αρκετά μεγάλο για να υποδείξει το πραγματικό μέγεθος της κωλότρυπας, δεν παύει να είναι το μεγαλύτερο νόμισμα!

Η χρήση του γίνεται κυρίως για να υποδείξει μια πουστάρα η οποία τον παίρνει συνεχώς με την όπισθεν τόσο που της έγινε ο κώλος 2 ευρώ!

Βασίλης: - Από χτες μου έχει γίνει ο κώλος 2 ευρώ! Ούτε να κάτσω δε μπορώ! Το μόνο καλό είναι ότι ξεπέρασα το πρόβλημα της δυσκοιλιότητας μου! Να ναι καλά ο Τάκης! ΦΡΑΠ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε βραχύσωμο - συνήθως - θηλυκό με φλογερή ματιά και σπάνιο ταμπεραμέντο. Υποδηλώνει πόθο και/ή λαγνεία προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Πιθανολογείται πως προέρχεται από το καύλα και την κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών -όνι που προσδίδει τσαχπινιά αλλά και μεγαλείο (από το ιταλικό υπερθετικό πληθυντικού -oni).

Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πρόκειται για πάντρεμα του όρου καύλα με το αηδόνι.

  1. Καυλιδόνι είναι το μικρό και χαίρεσαι να είσαι μέσα του.

  2. Άσε το Σάββατο γνώρισα ένα καυλιδόνι...

Αρχαίο καυλιδόνι (από Vrastaman, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καμπαρετζού ή, επί το ορθότερο, κονσοματρίς. Ο όρος προέρχεται από το τσάι και οφείλεται στο γεγονός ότι οι κονσοματρίς έπιναν ως επί το πλείστον τσάι, το οποίο και έχει χρώμα παρόμοιο με το ουίσκι και άρα μπορούσε να καλυφθεί η απάτη. Επειδή βέβαια μερικές φορές ο πελάτης (κονσομίστας) δεν ήταν πάντα βλίτο, στα καλά μαγαζιά υπήρχε και μια υποψία ουίσκι στο τσάι. Πρέπει επίσης να πούμε ότι η αντικατάσταση του ουίσκι από τσάι δεν γινόταν μόνο για κερδοσκοπικούς λόγους. Πολλές φορές ήταν αδύνατο για τις καμπαρετζούδες να καταναλώνουν μπουκάλια ουίσκι κάθε βράδυ γιατί δεν άντεχαν, οπότε και εφευρέθη το τσάι!

Ο όρος μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορικός, διότι σπανίως χρησιμοποιείται σήμερα. Έχει τις ρίζες του στα καμπαρέ της Τρούμπας τα οποία και εφάρμοσαν πρώτα την πατέντα τσάι-ουίσκι. Είμαι αυτήκοος μάρτυρας του όρου μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 80, αλλά έχω όντως χρόνια να τον ακούσω.

Ο όρος απαντά και στον πληθυντικό αριθμό ως «τσαγούδες».

Μία ενδιαφέρουσα χρήση του όρου έχει να κάνει με την αναφορά του ως «παρατσούκλι» που συνοδεύει κύριο γυναικείο όνομα (Λίτσα ή τσαγού). Σε πολλές περιπτώσεις οι καμπαρετζούδες ήταν κορίτσια από χωριά ή μικρές συνοικίες πόλεων, οι οποίες δούλευαν την νύχτα κρυφά. Είχαν εφεύρει μια ιστορία ότι δουλεύουν πάντα νυχτερινή βάρδια σε βιοτεχνία για να δικαιολογήσουν τις ώρες εργασίας, αλλά «το χωρίο» υποτίθεται δεν ήξερε τίποτα. Κάποια στιγμή όμως κάποιος θα μάθαινε κάτι οπότε η κοπέλα αποκτούσε το παρατσούκλι «τσαγού».

Εκτός από προσωνυμία της καμπαρετζούς, ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρκετά σε κλειστές κοινωνίες και για να χαρακτηρίσει γυναίκες οι οποίες δεν ήταν κατ' επάγγελμα ούτε καμπαρετζούδες ούτε πόρνες. Στην περίπτωση αυτή ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως επί το πλείστον από άλλες γυναίκες, αναφερόμενες υποτιμητικά σε (συνήθως αρκετά όμορφες) γυναίκες, οι οποίες είχαν μια αίσθηση αυτοπεποίθησης και χαρακτηρίζονταν επίσης από υψηλό δείκτη στροφοκεφαλής στο αντρικό κοινό και ως εκ τούτου τις ζήλευαν οι άλλες.

  1. Πάλι στις τσαγούδες τα έφαγες τα λεφτά ρε φίλε!

  2. - Τι τρέχει ρε φιλενάδα με τη Μαρία και όλο νυχτερινή βάρδια δουλεύει;
    - Ποια Μαρία;
    - Η Μαρία του κυρ Βαγγέλη καλέ.
    - Αααααα, την Μαρία την τσαγού λες...

  3. - Αυτή η Νίκη ρε παιδί μου, έχει έναν αέρα, ένα τουπέ, μια ομορφιά. Όλοι οι άντρες αυτή κοιτάνε μόλις θα σκάσει μύτη.
    - Α ρε την τσαγού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εντυπωσιακή, προκλητική, πρόστυχη και λάγνα θηλυκή ύπαρξη.

- Καλά χτες στο μπαράκι γνώρισα μια βρωμερή. Ήθελα να την δαγκώσω σου λέω. Αλλά με περίμενε η δικιά μου στο σπίτι...
- Άστο φίλε, γενικά κυκλοφορεί πολλή βρωμιά εκεί έξω τώρα που καλοκαίριασε. Πόσο να αντέξει ένας άντρας;

Dirty Girls - Courtney Love  (από tryager, 29/07/10)Το «Subbacultcha» απο Πίξιζ. (από vikar, 29/07/10)(από GATZMAN, 31/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κυριολεκτικά είναι «η πίτα της κυρίας» (τούρκικο). Συνήθως το χανούμ μπουρέκ αναφέρεται σε ένα είδος ατομικού γαλακτομπούρεκου, αλλά πολλές φορές ονομάζονται ως χανούμ μπουρέκ διάφορα φαγητά (είναι γεγονός ότι επικρατεί μεγάλη σύγχυση για το ποιο φαγητό ή γλυκό είναι το χανούμ μπουρέκ και θα μπορούσα να απλώσω σεντόνι αλλά θα κατηγορηθώ ότι δεν είναι σλάνγκ).

  2. Ως χαρακτηρισμός είναι η παχιά και αφράτη γυναίκα συνήθως κοντού αναστήματος και με ιδιαίτερα μεγάλη περιφέρεια. Ο χαρακτηρισμός αυτός υπονοεί ότι το χανούμ μπουρέκ είναι ένα είδος γαλακτομπούρεκου και ως εκ τούτου η γυναίκα χανούμ μπουρέκ είναι παχιά και αφράτη όπως η κρέμα του γαλακτομπούρεκου. Το χανούμ μπουρέκ με αυτή την έννοια δεν χρησιμοποιείται υποτιμητικά αλλά χρησιμοποιείται από άντρες που τους αρέσουν οι γυναίκες με πολύ μεγάλες περιφέρειες για να εκφράσουν θαυμασμό. Πρέπει να αναφερθεί ότι η γυναίκα χανούμ μπουρέκ ΔΕΝ είναι η νταρντάνα ανδρογυναίκα αλλά η, κατά αυτούς που τους αρέσει, ερωτική χοντρούλα.

  3. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει συλλήβδην γυναίκες από την Μέση Ανατολή.

  4. Ο όρος αναφέρεται επίσης και σε τραγούδια ανατολίτικης προέλευσης, συνήθως τσιφτετελοειδούς ρυθμού.

  1. Πήγα χθες στον Χατζή και πήρα ένα χανούμ μπουρέκ, μόλις το είχε σιροπιάσει! Ναρκωτικό σκέτο σου λέω!

  2. - Κοίτα η Μαιρούλα κούνημα, σαν κρέμα τρίζει το κωλομέρι της! - Άστα, χανούμ μπουρέκ είναι η Μαιρούλα. Να τη βάλεις κάτω, να χωθείς μέσα στα βυζιά της και τα κωλομέρια της και να χαθείς μες στον παράδεισο!

  3. ...Τελικά το αποφάσισα, είμαι ανατολίτισσα χανούμ μπουρέκ κι ας με πέταξε η μοίρα μου στα ανατολικά παράλια του Ατλαντικού... (απόεδώ).

  4. Ένα από τα προβλήματα που έχω με την Ελλάδα είναι αυτή η μόνιμη αλλοιθώρια στην ανατολά. Τα χανούμ μπουρέκ κωλοτράγουδα, τα ντέφια και οι λαϊκούρες που τις χαίρεται ο Αμπντούλ στην Βαγδάτη και την Δαμασκό... (από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που ηλικιακά ανήκει στην τάξη των υπερήλικων, παρόλ' αυτά εξακολουθεί να καλλωπίζεται σε υπερβολικά αηδιαστικό βαθμό.

Σε ορισμένες περιπτώσεις ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άτομο αρσενικού γένους.

Συντομογραφία: Τουτάγχα.

- Είδες; Μόλις πέρασε μία τουταγχαμών.

(από Khan, 10/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεκαπέντε + Βρωμερός + Πούστης

Αυτός που είναι πολύ «πούστης», μεγάλο λαμόγιο, τσάτσος.

- Είσαι ένας ελεεινός δεκαπενταβρωμόπουστας!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με ωραίο, πεταχτό και μεγάλο κώλο. Πορτοκαλίζεται από το «αυτή έχει έξω λέμε όλο της το βιος».

Πάσα: Χαλικούτης.

- Ώπα ώπα πάρε το μεναγκό! Εξωλέμβιος η δικιά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τέλος του γνωστού ανέκδοτου, που παρέμεινε σαν αμηχανοαυθόρμητη απάντηση στο σχόλιο «Καλό μουνί!!!!!». Επίσης λέγεται για οποιοδήποτε αντικείμενο χαρακτηρίζεται ως καλό.

Η απάντηση έρχεται αυθόρμητα και ως αστεϊσμός, αφού μηχανικά το μυαλό των συνομιλούντων πάει στο ανέκδοτο που παραθέτω:

Πέμπτος όροφος, κτίριο κάπου στη 765746η λεωφόρο της Νάβα Γιόρκα. Νταβατζής, κάργα στη μαστούρα οργιάζει με τις υπαλλήλους του. Βγαίνει στο μπαλκόνι με μία από αυτές και επιδίδεται σε ακροβατικά σεξουαλικά. Εκεί, σε μια πιρουέτα, η γκόμενα γλιστράει και καταποντίζεται. Ο νταβατζής τύφλα και απορημένος μπαίνει μέσα στο δωμάτιο και συνεχίζει με άλλη παρτενέρ. Η προηγούμενη γκόμενα πέφτει από τον πέμπτο όροφο -γυμνή εννοείται- και καρφώνεται με το κεφάλι σε κάδο σκουπιδιών, σε σκυλίσια στάση.
Εκεί παραδίπλα γυρίζει ένας αλκοολικός άστεγος, που ψάχνει τους διπλανούς κάδους. Ξαφνικά γυρνάει, βλέπει την γκόμενα. Γδύνεται γρήγορα και αρχίζει να την γαμάει. Τελειώνει, κατεβαίνει και συνεχίζει τον δρόμο του. Χαμένος όπως είναι ο δρόμος τον ξαναβγάζει από το ίδιο στενό, οπότε αφού έχει ξαναγεμίσει, ρίχνει άλλο ένα στα γρήγορα. Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται, και κάποια στιγμή, μονολογεί:
- Καλό μουνί... δε λέω, αλλά γιατί το πετάξανε;

- Κοίτα τι περνάει....
- Καλό μουνί!!!!
- Ναι, αλλά γιατί το πετάξανε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified