Further tags

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέει κάποιος μια ομάδα από άτομα που μισεί πάρα πολύ.

Από τις λέξεις «μουνί» και «ποτάμι». Δηλαδή, το ποτάμι που αποτελείται από πολύ νερό, σ' αυτή τη περίπτωση από πολλά «μουνιά» με την έννοια της ύβρης, όχι του γεννετικού οργάνου της γυναίκας.

Οι μισοί συμμαθητές μου είναι μαλάκες. Μιλάμε για μεγάλο μουνιάμι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανατικός άντρας είναι ο μάτσο, ο πολύ άντρακλας, ο αντρούτσος. Η έκφραση λέγεται περισσότερο όταν κάποιος την τρίζει την όπισθεν, οπότε είτε ειρωνευόμαστε φανατικός άντρας ο χ, είτε απλώς διαπιστώνουμε δεν είναι και φανατικός άντρας ο χ.

Καλά, αυτό το γκαρσόνι με τον δίσκο είναι φανατικός άντρας, τι να σου πω...

- Αυτές τις φανατικές να φοβάσαι αγάπη μου... (από Khan, 20/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η οποία φλερτάρει αλλά αποφεύγει τις ερωτικές επαφές.

Aπό Wikipedia.

- Ρε μαλάκα αυτή η Νάντια στη δουλειά αποδείχτηκε πολύ cock-teaser. Δε παίζει να μου κάτσει. Μου ζάλιζε τα παπάρια να την πηδήξω για ένα μήνα και κάθε φορά που κανονίζαμε κάτι μου το ακύρωνε, βρίσκοντας δικαιολογίες.

(από Kotsolis, 30/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γκομενάκι.

- Μάριε, Αντώνη... Που πάτε τέτοια ώρα;;;
- Πάμε για πιπίνια, μάνα...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αντίθεση με την κλασσική ένοια της παντόφλας, η οποία αναφέρεται στη γυναικεία γκρίνια, με τρώει η παντόφλα είναι υπέρτατη απειλή άντρα-σατράπη-αφέντη, προκειμένου να επιβληθεί η τάξη. Δεν διευκρινίζεται αν η παντόφλα είναι απλή, ενισχυμένη, γούνινη ή στρινγκ, αν και το τελευταίο αποφεύγεται γιατί δεν συνάδει με τον ενδυματολογικό κώδικα ενός ξηγημένου γαμάω.

- Δεν πάαααω! Την άλλη φορά έπλενα τρία τέταρτα. Ξέρεις πόσες κατσαρόλες θέλει η μπεσαμέλ;
- Μαράκι λογικέψου γιατί με τρώει η παντόφλα! Να μπεις στην κουζίνα και να μη βγεις άμα δεν κρατάς ένα ταψί μουσακά!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος.

-Ναι μωρό μου! Αχ, τι πίπα είναι αυτή;
-Έχεις τεράστια ψωλή. Και νόμιζα πως ο αδερφός σου την είχε μεγάλη.
-Ο αδερφός μου;
-Ωχ, μου ξέφυγε αυτό!
-Ξεκωλιάρα πουτάνα. Θα σε σκοτώσω!!! Αφού τελειώσεις με την πίπα...
-Ευχαρίστως.
(5 ΛΕΠΤΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ)
-Ωραία, έχυσε η ψωλή μου. Τώρα σήκω.
-Τώρα την γάμησα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλοι οι άντρες είναι ίδιοι. Αγαπημένο σεξιστικό σχόλιο των γυναικών. Τόσο ίδιοι που είναι σα να τους γέννησε μία και μόνο μάνα.

Αντίστοιχο του όλες είναι πουτάνες εκτός από τη μαμά. Ο λόγος για τον οποίον ο πατέρας δεν εξαιρείται από την γυναικεία αυτή έκφραση (ενώ στην άλλη έχουμε το «εκτός από τη μαμά»), είναι μάλλον το ότι δεν είναι πρόστυχη έκφραση, άρα μπορούμε να βάλουμε και τον πατέρα μέσα στον κορβά, δεν θίγουμε τα ιερά.

- Χθες ο δικός μου, πάνω που του μίλαγα αποκοιμήθηκε στο δεύτερο και ροχάλιζε αμέσως.
- Κι ο δικός μου δεν παραδέχεται ποτέ ότι είναι δικές του οι τρίχες στο μπάνιο.
- Κι ο δικός μου λέει πως μ' αγαπά αλλά το μόνο που θέλει είναι να γαμήσει.
- Κι ο δικός μου θέλει την ησυχία του και εκνευρίζεται όποτε τον θέλω κάτι.
- Κι ο δικός μου διαβάζει εφημερίδα και μετά δεν πλένει τα χέρια του και γεμίζει το σπίτι μαύρες δαχτυλιές.
- Κι ο δικός μου δεν θέλει να πηγαίνουμε θέατρο.
- Κι ο δικός μου νευριάζει όταν ο σκύλος ανεβαίνει στο κρεβάτι.
- Κι ο δικός μου έχει λυσσάξει να του δώσω κώλο.
κλπκλπκλπκλπ
- Μία μάνα τους έχει γεννήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως από κορίτσια τα οποία περιγράφουν ένα πολύ ωραίο αγόρι / άντρα. Διότι συνήθως τους αρέσει ένας μεγαλύτερος.

- Κοίτα, κοίτα τον θεό!!!!
- Μαναρομάναρο λέμε το κουκλί!!

βλ. μανάρι και μανουρομάναρο ή μανουλομάνουλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάνα του Μήτρου. Και του Μητρούση. Και του Κίτσου η μάνα κάθονταν στον λάκκο με τις πούτσες. Γενικά η γυναίκα που θέλει να έχει συνέχεια κάτι μέσα στη μήτρα βαθιά, η μητρομανής/νυμφομανής, η λυσσάρα που χρειάζεται ένα στρατόπεδο φαντάρους για να την ικανοποιούν και που, αν έκανε παιδιά με τον ρυθμό που θέλει πήδημα, θα γινόταν μάνα πολλών λόχων και μάλιστα στην κυριολεξία. Ξεπατώστρα του άντρα της και χαρά του κουμπάρου, του ηλεκτρολόγου, του υδραυλικού, του γείτονα και όλων γενικά των αρσενικών γύρω της, εντελώς ανεπηρέαστη από αλεξικέρατο οποιουδήποτε είδους.

  1. - Πω ρε φίλε, πήγα χθες στο σπίτι εκείνης της βυζαρούς... Σιλικόνη φουλ... Στο δίλεπτο της είχα βγάλει τα ρούχα και για τρεις ώρες γινόταν το έλα να δεις, τσόντα σκέτη η γκόμενα! Τα έκανε όλα, τελείωσε καμιά τριανταριά φορές και ήθελε κι άλλο!
    - Τι λες ρε μαλάκα! Και άντεξες τόση ώρα να γαμάς;
    - Έπεσε και δάχτυλο πολύ... Και τα πέντε δάχτυλα για την ακρίβεια! Δεν γινόταν αλλιώς, αυτή θέλει δέκα για να την κάνουν καλά ρε!
    - Άπαπα, τι μητρομάνα είναι αυτή!!

  2. (από αγγελία)
    «eimaste treis filoi penintarides psaxnoume mia ginaika mitromana gia partouza .
    tha prepei na antexeis poli to pidima giati kai oi treis eimaste barbatoi .
    na eisai etoimi gia kseskisma apo pantoy.
    i ilikia den exei simasia simasia exoun oi antoxes soy.
    den einai toso efkolo prepei na eisai axortago kai etoimi gia ola.»

  3. (από επικολυρικό ποίημα)
    «Τα χείλια σου τα κόκκινα, που μοιάζουν σαν μπουμπούκι
    θέλουν κι αυτά να γαμηθούν, με 'να καλό τσιμπούκι.
    Τρόποι υπάρχουνε πολλοί, όρια και Sex να ζήσεις
    είναι στο χέρι σου, αν θες, τη καύλα σου να σβήσεις.

Αν δεν σε φτάνουν όλα αυτά, του γαμησιού τα πλάνα τότε,
με συγχωρείς κυρία μου, θα είσαι μητρομάνα.
Για συμβουλή σου συνιστώ, να ψάξεις αραπάδες
ν' ανοίξει η μουνάρα σου, με τέτοιους ψωλαράδες»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified