Η μεγάλη σε μέγεθος κλειτορίδα, το γλωσσίδι. Ο όρος διασώζεται από τον Ηλία Πετρόπουλο.
Πάσα: Στέφανος.
Η μεγάλη σε μέγεθος κλειτορίδα, το γλωσσίδι. Ο όρος διασώζεται από τον Ηλία Πετρόπουλο.
Πάσα: Στέφανος.
Got a better definition? Add it!
Πέρα από σαχλή προσφώνηση μωρού κοριτσιού (τ. «μπέμπα» κι έτς), ή όνομα κατοικιδίου, σημαίνει και την τροφαντή (αλλά όχι απαραιτήτως νόστιμη) κοπέλα, η οποία επί πλέον δίνει την εντύπωση της μπεμπέκας.
Λέγεται γούτσικα, πειρακτικά ή/και υποτιμητικά. Μπορεί επίσης να ειπωθεί (ειρωνικά πάντα) και για καμιά ξεμωραμένη μιλφ.
Επίσης λέγεται και από μηχανόβιους για τις μηχανές τους (οι οποίοι ως γνωστόν έχουν ένα θέμα φροϋδολιμπιντικό με δαύτες, το οποίο υποθέτω πως κατάγεται από την εποχή των φοράδων), όπως βλέπουμε εδώ...
Εν μέρει συνώνυμο με την λολίτα.
Αρσενικό: μπουμπούκος - καμία σχέση.
- Ωραίο το μουνάκι που χτύπησε ο Ισίδωρας;
- Νταξ, λίγο μπουμπού αλλά θα στρώσει.
Τι το παίζεις μπουμπού μωρή ξεκωλόγρια, δε σε παίρνει αφού ...
- Έλα μωρούλι μου, έλα μπουμπού μου, κάτσε πάνω στο παπί μου.
μπουμπου στη μεσογειων:
σε είδα,ησουν στην μεσογείων σε χτύπησε ένα μηχανάκι και έσπασες το προφέσιοναλ κινιτο σου (νοκια).αντεδρασες γρηγορα-τρομερα αντανακλαστικα αλλα εισαι λιγο αδυναμος και εχεις παχυνει λιγο,σα βαρελακι εχεις γινει.εισαι τρελλη μπουμπου. η κοπελια απο τα φλοκα.
(από το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα (νεαρή συνήθως) που υπερβάλλει (από φυσικού της όμως) τόσο πολύ στις χαρακτηριστικά γυναικείες κινήσεις και νάζια, που θυμίζει κραγμένη αδελφή.
Ως εκ τούτου δεν την παρομοιάζω με τον νταλικέρη.
πάσα: Χαλικού (και Βράστα) από το σχόλιό του στο μπάι.
Είναι βέβαια και δε ρεαλ θινγκ, βλ. εδώ.
Got a better definition? Add it!
Η ψώλα, (ως γνωστόν το τσόλι) και ενίοτε το ξεψώλι (με την αρνητική έννοια πάντα), σε συνδυασμό με την ταμπλέτα η οποία, στο πέρασμά της, καθαρίζει τα πάντα αδιακρίτως.
Το εν λόγω υβρίδιο βγαίνει σε όποιο χρώμα επιθυμείτε, αλλά για καλύτερα αποτελέσματα προτιμήστε το μπλε (η καλύτερη απομίμηση της CALGONIT-ταμπλέτας). Το συνιστούν οι μεγαλύτεροι κατασκευαστές καλτσοδέτων.
Πώ ... πώ... τί ψωλοκαυλέτα είσ' εσύ μάνα μου!!!! Βγαίνεις και σ' άλλα χρώματα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται από την πράξη παρασκευής μπιφτεκιών, συγκεκριμένα από το τελευταίο στάδιο όπου, με το ένα μας χέρι, κάνουμε κυκλικές κινήσεις στον κιμά και τελικώς του δίνουμε μερικά σκαμπιλάκια για να πατικωθεί λίγο. Ο παραλληλισμός είναι προφανής και δεν χρειάζεται περαιτέρω εξήγηση. Συνήθως χρησιμοποιείται μειωτικά για άσχημες λεσβίες.
Γέμισε το μαγαζί μπιφτεκούδες, πάμε να πάρουμε τον πούλο;
Got a better definition? Add it!
Είδος μακαρίτη/-ισσας, ή συγχωρεμένου/-ης, δηλαδή πρώην γκόμενου/-ας. Το αντικείμενο της μεταφοράς είναι ο ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου (αγγλιστί Emeritus), δηλαδή ο Καθηγητής Πανεπιστημίου που έχει πάρει σύνταξη και έχει τελειώσει την ενεργό του καριέρα, πλην απολαμβάνει ίσες τιμές με τους εν δράσει καθηγητές και του δίνεται και η διακριτική ευχέρεια να παρεμβαίνει στην πανεπιστημιακή ζωή, λ.χ. για να παρακολουθεί κάποιο ΠουΤσουΝτου που τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα.
Με αυτήν την λογική, ομότιμη γκόμενα (επικεντρώνω στο αντρικό βλέμμα) είναι μια πρώην γκόμενά μας, με την οποία έχουμε χωρίσει χωρίς να την θάψουμε οριστικά, μνημόσυνα κιετς όπως στην περίπτωση της μακαρίτισσας, αλλά διατηρούμε καλές αναμνήσεις και της επιτρέπουμε φού και φού να διεκδικήσει κανένα φιλικό (πλέον) for ol' times' shake δίκην ΠουΤσουΝτου.
Συχνά είναι μιλφού την οποία ο άντρας σφύριξε κι έληξε, χάριν κάποιας πιπινωτέρας. Όμως διατηρεί όλες τις τιμές της σχέσης. Λ.χ. αν ο άντρας λέγεται Γιώργος, μια ομότιμη θα συνεχίσει να λέγεται Γιώργαινα, καθώς θα έχει παγιωθεί η ταύτισή της μαζί του. Επίσης, παρ' όλο που την έχουμε συνταξιοδοτήσει, της αποδίδουμε τις πρέπουσες τιμές που της αξίζουν, εξίσου όσο και στην καινούργια γκόμενα. Μια γυναίκα είναι πιο δύσκολο να κάνει κάτι αντίστροφο, καθώς οι γυναίκες αγαπάνε και θάβουν πιο οντολογικά, πλην στην εποχή που θάλλουν οι γυναίκες πούστηδες όλα είναι δυνατά.
Σημείωση για τον Fritz Slang: τον χρησιμοποιώ μόνο εγώ αυτόν τον όρο, απλώς ως μια σλανγκάζ διάκριση από την μακαρίτισσα, η οποία κάπως πρέπει να γίνει.
- Τι γίνεται ρε Γιώργο, θα βγούμε το βράδυ;
- Δεν μπορώ ρε συ, θα περάσω από την Γιώργαινα...
- Χαλάλι, αν πρόκειται για το καυλοράπανο...
- Δεν λέω για την πιπινέζα ρε συ, για την ομότιμη μιλάω, τον τσολιά.
- Ακόμα με το μιλφ τραβιέσαι ρε πόντιε;
- Τι να κάνω, χρειαζόταν ένα σέρβις η κοπέλα... Έλα και στην θέση της...
Got a better definition? Add it!
Το σημείο του γυναικείου στέρνου ανάμεσα στα δύο βυζιά, το οποίο νοητώς τα χωρίζει. Περισσότερο παραπέμπει σε γυναίκα με μεγάλες βυζούμπες, οπότε αποτελεί βυζοχαράδρα, ωστόσο σε σχέση με τον τελευταίο αυτό όρο, το βυζοχωρισιά είναι πιο ουδέτερο, δηλαδή αποδίδει λιγότερη έμφαση στο ευμέγεθες των βυζιών και απλά δηλώνει το ανατομικό σημείο.
Πάσα: Έλεκτρον.
...άρα η μύγα συνεθλίβη στην βυζοχωρισιά της Μαρίας.... (κόντρα πλακέ).
Έχω ένα ρολόϊ, που γράφει ότι λειτουργεί και σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας. Λες να πάω να το χώσω σε καμιά βυζοχωρισιά;
Got a better definition? Add it!
Λήμμα επηρεασμένο σαφώς από τον Ρώσο αριστερό φιλόσοφο Mikhail Bakunin. Είναι ο τύπος αριστερόμαγκα, ο οποίος σε συγκεντρώσεις της κνε απαγγέλει τσιτάτα από Μαρξ, Τρότσκι, Μπακούνιν, φυσικά, έως Κροπότκιν για να εντυπωσιάσει αξύριστες ζεμπιλοφορούσες αριστερών φρονημάτων κορασίδες. Έτσι, ενώ ακούγεται γοητευτικός σε κομματικές πανεπιστημιακές συγκεντρώσεις, είναι πολύ ανιαρός αν βγει ραντεβού και γι' αυτό καταλήγει μπακούρι. Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ο τύπος αυτός κάνει την μπακουριά ιδεολογία για να δικαιολογήσει πως πάλι είναι ρέστος. Και εν τέλει αναλίσκεται σε φραστικά πυροτεχνήματα του ρωσικού σοσιαλισμού για την αγαμία του, όπως οι αφορισμοί της Κάρι Μπράντσο από την σειρά «συνουσία εις το άστυ».
- Ο 902 κάνει πάρτυ κορίτσια, θα πάμε;
- Μέσα, μόνο μην το πεις στον Ναπολέοντα, θα μας ζαλίσει αν έρθει μαζί μας.
- Ναι ρε, εννοείται ο Μπακούριν θα φάει άκυρο.
Got a better definition? Add it!
Δείχνω αδερφή, αν και, τύποις τουλάχιστον, δεν είμαι. Κάτι όμως, εκεί στο βλέφαρο μάλλον, προδίδει όλη την αλήθεια -την οποία πιθανόν να αγνοώ και γω ο ίδιος και να χαραμίζομαι σε λάθος στόχους.
Συνώνυμο: πουστοφέρνω - ε, και όλα τα σχετικά με το το πνίγει το κουνέλι.
Τι σκατά, πόσα μούσια να αφήσω για να μην αδερφοφέρνω;
Στις 29.12.10 ο κ. Γιακουμάτος πρώην υπουργός εργασίας επί Ν.Δ δήλωσε στις ειδήσεις των 8 του τηλεοπτικού σταθμού Mega για την παραπάνω αρθρογραφία «Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και δεν μοιάζω με ντιντή και τα μαλάκια μου είναι άσπρα, αφού δεν αδερφοφέρνω ας ψάξουν οι άλλοι να βρουν».
(αμφότερα και τα δύο (sic) από το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Παρατηρώντας μια πρόσφατη εμμονή σε βυζολήμματα -και... ενίοτε βυζολύματα- στον ορίζοντα, είπα να καταγράψω αποφατικώς την γλαφυρώς ήδη εκτεθείσα γυναίκα, η οποία μπορεί να πάει στα μπεν μιξ. Κοινώς να εμφανιστεί στην παραλία φορώντας στο στήθος γυαλιά κολύμβησης και να καλύψει ικανοποιητικότατα τα (ανύπαρκτα) μεμέ της. Αντίστοιχο με την επικράτηση τοπωνυμίων τύπου «Λευκός Πύργος» (που είναι σκέτο μπατάκι ένα πράμα) ή Εύοσμος Σαλλονίκης (πρώην Βρωμούσα, σκουπιδότοπος) έτσι η Σπανιόλα είναι η άβυζος καλλονή, η οποία κυκλοφορεί με ένα ζεύγος ρώγες εκεί που θα πρεπε να φυτρώσει βύζος.Το θέαμα καθίσταται ειδεχθέστερο στην περίπτωση που η Σπανιόλα μας είναι ολίγον τροφαντή. Διότι νταρντανοκάπουλη ά-μεση κορασίς που είναι δίπλατη δεν λέει!
Σαφέστατη Σπανιόλα είναι η γνήσια Μαδριλένα Ιζαμπέλα ντε λα ρώγες μονάχα, ιδιοκτήτρια τσιπουράδικου στον τρίτο μαχαλά δεξιά της Μαδρίτης που ο έμμπρατσος αδερφός της σηκώνοντάς την στο ένα χέρι χρησιμοποιεί σαν δίσκο το στήθος της για να σερβίρει τάπας με ρακή και παέγια με ρέγκα και σέσκουλο τζιτζιριστό
Got a better definition? Add it!