Further tags

Από το κρητικό αναμαζώνω, δηλ. μαζεύω κάτι, συμμαζεύω κ.λ.π.

Η αναμαζωξιάρα /- ες (πάνε συνήθως σε γκρουπάκια) είναι τα νυμφίδια που μαζεύονται μόλις μυριστούν παρέες με αξιαγάμητους άντρες (του καλλιτεχνικού σιναφιού, ισοδυναμούν και με τις λεγόμενες groupies) χωρίς να έχουν καμιά ιδιαίτερη φιλική σχέση με την εκάστοτε παρέα. Απλά «κολλάνε» για να ξεκοκαλίσουν ό,τι μπορούν, ή τις γάμησε κάποιος απ' τη παρέα και έχουν ξεμείνει στη παρέα κρατώντας διακοσμητικό ρόλο γκομενακιού, προσθέτοντας εξτρά βυζιά στη παρέα για τις δύσκολες ώρες...

  1. - Ρε, σεις ποιες είναι αυτές που έχουν πάρει όλο το τραπέζι ρε ;
    - Κατέω γω μωρέ με τις αναμαζωξιάρες που μαζώνει ο Αρτέμης ...

  2. - Πάρε τηλέφωνο ρε καμιά γκόμενα να πάμε φουλ στο Μύλο..
    - Κάτσε ρε κ όπου να 'ναι θα φανούν κι οι αναμαζωξιάρες !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που το λυσσάρα και το τσιμπούκια ο τίγρης είναι ανεπαρκή για να περιγράψουν. Η περίοδος κυνηγιού της αρχίζει από τα μεσάνυχτα και τραβάει μέχρι πρωίας. Όποιος πέσει θύμα της, έχει τις συνέπειες του κατασπαράγματος, στραγγίσματος μέχρι τελευταίας σταγόνας και υπερκόπωσης ημερών.

- Μαλάκα τι κομμάτι είναι αυτό;
- Γάμησέ τα φίλε, μαύρη πίπα μες στη νύχτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίαν ελκυστικό και ορεκτικότατο θηλυκό. Παλαιάς κοπής ορολογία, περιφρονημένη από την ημιμαθή σε γενική κουλτούρα νεολαία μας.

– Το είδες το γκομενάκι στο ταμείο; Πολύ καυλιάρικο, με τα σέα του τα μέα του...
– Ναι, ρε. Ψωλομεζές!

βλ. και πουτσομεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Καναδός Justin Drew Bieber γεννημένος την 01/03/1994 (τουτέστιν μόλις ενηλικιώθηκε) είναι από το 2009 διεθνώς υπερπετυχημένος ποπ (τι άλλο) τραγουδιστής, τραγουδοποιός και ηθοποιός.

Το κοινό του είναι ορμονόπληκτα γουαναμπί πιπινάκια της ίδιας πάνω - κάτω (κυρίως κάτω) ΕΣΣΟ. Τα οποία βρίσκονται, βεβαίως – βεβαίως, στο πεοσκόπιο των εξίσου ορμονόπληκτων γουαναμπί γαμιάδων συμμαθητών, συναθλητών και γενικά των πέριξ γαμικών αρσενικών δυνάμεων.

Από τη μια λοιπόν, ο Justin με το μπέιμπυ – φέις και την αντίστοιχη φωνή, σαν ταλαντούχος, πάμπλουτος και διάσημος από τότε που μάλλιασε η δική του, επισείει ταυτοχρόνως φθόνο και θαυμασμό.

Απ’ την άλλη, η κατηγορία «είναι πούστης» αποτελεί πάγια τακτική αναντάμ παπαντάμ κάθε πούστη άντρα σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, στον πόλεμο για την κατάκτηση του εξκάλιμπερ κάθε αξιαγάμητης.

Κάπως έτσι, προέκυψε στα εφηβικά σινάφια ο πολύ κοντά στο φλωρόπουστας όρος: σαν λογοπαίγνιο του Bieber (μπιμπερό) συν το «πούστης» (στο υποτιμητικότερό του) που, δυστυχώς, αφορά πλέον όχι μόνο το συγκεκριμένο σελεμπριτόνι, αλλά κάθε έφηβο που φατσικά τουλάχιστον, απηχεί το ίδιο φλώρικο στυλάκι, ως προς το λουκ, αν μη τι άλλο.

Επιπλέον, στα χείλη πιο ψαγμένων μουσικά, πάντα της ίδιας ηλικιακά συνομοταξίας, απηχεί και μια απέχθεια για όσους γουστάρουν μια ξενέρωτη πλην πιασάρικη ποπ, υπεύθυνη για τον μουσικό εκμαυλισμό πολλών εφήβων.


Με προτροπή του Nick Sinister απ’ το ΔΠ, αφιερωμένο στην τρόικα alexismpolis – ΜΧΣ - Vrastaman για το αποφασιστικό stimulus στα εδώ σχόλια.

- ♪♪♪♪♪♪Μπέιμπε, μπέιμπε, μπέιμπε ΩΩΩ!! Μπέιμπε, μπέιμπε, μπέιμπε, ΩΩΩ!! ♪♪♪
- Σκάσε πια και μας τα ‘πρηξες με τ’ άπαντα του μπιμπερόπουστα!!
- Θα το πω στη μαμά που λες έτσι τον Justin!! - Αϊ παράτα μας με τον γκέουλα.
- Δεν είναι!!
- Είναι!!
- Δεν είναι είπα!!!
- Γιες σι ιζ!!
- Μαμάάάά!!

ν\'αγιάσ΄του χεράκισ\' ντουλάπαμ\'! (από MXΣ, 23/03/12)(από Vrastaman, 23/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιέμαι (όχι εγώ, η έκφραση το λέει) τόσο πολύ και με τέτοια ένταση, ώστε εξουθενώνω το πέος του εραστή μου, και οριακά του το αφαιρώ, λειτουργώντας έτσι ως μια ιδιότυπη vagina dentata. Λαδή τον «ευνουχίζω» με το να κορεστεί απολύτως από την ποσότητα του γαμησιού που μου έχει ρίξει, ώστε μετά να φύγει και να μην του σηκώνεται πια, να έχει εκλείψει η ερωτική του επιθυμία. Φωτορεαλιστικώς, φανταζόμαστε μια τέτοια δύναμη της κίνησης φίκι-φίκι, ώστε να επισυμβαίνει αποκόλληση της πούτσης. Το α' συστατικό ξε- παραπέμπει στο ξεσκίζω, αλλά με την έννοια ότι η/ο ερωμένη/-ος ξεσκίζει τον εραστή με τον κώλο. Βεβαίως, ακόμη και αν δεχτούμε ότι ο εραστής «ευνουχίζεται» ψυχολογικώς (το τσαμένο), ή κατσιάζεται, σε καμία περίπτωση δεν τον χάλασε, οπότε από την μεριά του ερώντος η έκφραση έχει θετικό πρόσημο.

Η έκφραση μπορεί να σημαίνει και μια αντιστροφή του διπόλου ενεργητικός-παθητικός, ώστε να εμφανίζεται ως ενεργών ο δεχόμενος το γαμήσι. Πλην μάλλον δεν πρόκειται για κάποια προοδευτική έκφραση νέας κοπής τ. ρίχνω δυο μουνιά, που δείχνει την θαυμαστή πρωτοβουλία της ερωμένης, παρόλο που και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μια ενεργητικότητα του θήλεος που λειτουργεί ευνουχιστικά για το άρρεν. Ούτε και πρόκειται για κάποια εναλλακτική υπέρβαση της μονοτροπίας του φις - πρίζα. Στην έκφραση ξεπουτσιάζω έχουμε περισσότερο τον κλασικό σεξιστικό στιγματισμό της/του ερωμένης/-ου που δρα ως αδηφάγα μητρομάνα. Χαρακτηριστικό ότι η έκφραση χρησιμοποιείται συχνά για μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες χήρες, ζωντοχήρες, παπαδοξηλώτρες, που υποθέτουμε φαντασιωτικώς ότι θα μας ξεπουτσιάσουν λόγω στέρησης.

Χρησιμοποιείται, επίσης, για να πούμε ότι κάποιος είναι κωλόφαρδος, τυχερός, λ.χ. σε αθλήματα.

  1. - Ρε συ, πού είσαι χαμένος τόσους μήνες;
    - Έχω βρει μια ζωντοχήρα και μ' έχει ξεπουτσιάσει φιλαράκι.
    - Τι άλλο να πω, παρά ΚΑΛΑ ΓΑΜΗΣΙΑ! (Βλ. ζωντοχήρα).

  2. Κατάλαβα πως τον είχε ξεπουτσιάσει. Η γυναίκα αυτή έκρυβε ένα ηφαίστειο μέσα της. (Εδώ για ενήλικες).

  3. ξερει κανεις καμια εμπειρη στην ποδομαλακια!!! που να μπορει να με ξεσκισει η αλλιως να με ξεπουτσιασει;;;; (Εδώ).

  4. Μπορεί παράδειγμα να του τα έκανε και επίτηδες ο αντίπαλος ενώ αυτός με τα 16/16 σουτ τους έχει ξεπουτσιάσει. :-D (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα συνήθως ηλικίας 50+ με παιδιά ήδη ενήλικα ή και ήδη παντρεμένα. Προέρχεται από την αγγλική λέξη «mature» που σημαίνει ώριμη. Συνήθως το επόμενο στάδιο από τη μιλφ γυναίκα είναι αυτό του ματσουριού... Επίσης χρησιμοποιείται σαν πιο ευγενικός όρος της λέξης σιτεμένη, γρέτζω κτλ.

Την είδες αυτή που πέρασε ρε;Τ ρελό ματσούρι από Κηφισιά... έχει πάρει όλο τον δήμο στα νιάτα της, από μικρή καλογαμιόταν!

Εκ γενετής ματσούρι ο πρωταγωνιστής της ταινίας:Δημήτριος και Μουνομάχοι (από GATZMAN, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που πριν καν κλείσει τα 18 της οδηγάει το αμάξι του μπαμπά πηγαίνοντας με τις ξεκωλιάρες φίλες της που αλλού;Στις καφετέριες...

Επίσης υποδηλώνει την μικρή σχετικά σε ηλικία γυναίκα που δεν κατάφερε κάτι συγκεκριμένο στη ζωή της παρά μόνο να μάθει να οδηγεί και να κάνει πίπες.

- Κοίτα με τι αέρα και υφάκι παρκάρει αυτή εδώ η αυτοκινούμενη πίπα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από το παππούς + πούστης. Υποδηλώνει τον πούστη που σε βάθος χρόνου παρέμεινε αναλλοίωτος στα πιστεύω και στα γούστα του! Ομάδες ευσεβών παππούστηδων μπορούν να βρεθούν ολημερίς στο Κολωνάκι κυρίως την Ελληνική πόλη της μόδας. Συζητούν θέματα αδιάφορης κοινωνικοπολιτισμικής αξίας στο Perro's, στο da Capo και στα στενά του Κολωνακίου γενικότερα, έτσι για να περνάει απλά η ώρα μέχρι να πλησιάσει ο υποψήφιος νεαρός επιβήτορας που θα του γίνει αργά ή γρήγορα αν δείξει ενδιαφέρον, πρόταση από τον παππούστη. Κυρίως σεξουαλικής φύσεως.

- Ρε αυτός δεν ήταν ο Φιλήμονας που πέρασε;
- Καλός παππούστης είναι κι αυτός!

Φιλήμονας (από Remedios Varo, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από γυναίκα που το μόνο γυναικείο της χαρακτηριστικό είναι τα μακρυά μαλλιά (εξού κι ο αγαπητός cult ποδοσφαιριστής) σημαίνει το τραβέλι / τρανς με ανδροπρεπή χαρακτηριστικά και μοναδικό θηλυκό στοιχείο τα μακρυά μαλλιά / περούκα.

- Ρε την είδες την τραβέλω ;
- Έλα ρε μαλάκα, σαν τον Βαμβακούλα είναι, έλεος!

Βαμβακούλας (από Remedios Varo, 03/04/12)(από Khan, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οφθαλμοφανώς θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι ακριβώς το ίδιο με τον καριόλη. Δεν είναι όμως! Ο καριόλας είναι κάτι ανάμεσα σε καριόλη και καριόλα. Είναι ο ομοφυλόφιλος καριόλης άντρας με θηλυκή συμπεριφορά / εμφάνιση.

Κάποιος τηλεθεατής κάποτε σε παλαιότερη εκπομπή του Ευαγγελόπουλου / Εθνικού Σταρ αποκάλεσε έτσι έναν θηλυπρεπέστατο ομοφυλόφιλο καλεσμένο (βλ. σχετικό μήδι).

- Κοίτα φάτσα ο καριόλας!

(από Remedios Varo, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified