Further tags

Αλήθεια έχει αναρωτηθεί κανείς τί μπορεί να κάνει ένας gay όταν περάσει τα 60 και είναι πια ηλικιωμένος;;

- Δεν μπορεί να κυκλοφορεί σε club και να χορεύει
- Δεν μπορεί να γαμήσει αλλά ούτε και να γαμηθεί
- Δεν μπορεί να «παίξει μπάλα» γιατί θα τον πουν παιδεραστή
- Δεν μπορεί να κάνει γκομενότσαρκα
- Δεν μπορεί να ντυθεί με επώνυμα ρούχα
- Δεν μπορεί να κουνιέται πολύ γιατί θα σπάσει κανένα κόκκαλο

Ποιά είναι λοιπόν η λύση στο πρόβλημα;

Η Ένωση Π.Ε.Ο.Σ. φυσικά!

Είναι μάλιστα στο πρόγραμμα να ανοίξει και ειδικός οίκος ευγηρίας αποκλειστικά για ηλικιωμένους gay. Στον χώρο θα εργάζονται μόνο άντρες - αδελφές νοσοκόμες και φυσικά θα οργανώνονται gay events με strip show και πολλά δώρα (πολύχρωμες πάπιες κ.α.)

Επίσης μπορεί να εγκαινιάσει τα gay καπί ακόμα και gay καφενεία τα οποία θα λειτουργούν κάτω απο την επίβλεψή της.

Δικαιολογητικά για να γίνεις μέλος στην Ένωση:

- Μια φωτογραφία γυμνή
- Απολυτήριο στρατού με συνημμένη επιστολή απο ταξίαρχο ότι φασώθηκες τουλάχιστον 5 φορές στο στρατόπεδο
- Βεβαίωση εργοδότη απο μαγαζί στο Γκάζι ότι έχεις δουλέψει εκεί στο παρελθόν
- Βεβαίωση ότι δεν είσαι παντρεμένος.

Ουδέν σχόλιον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.

-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.

Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.

-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!

(από Khan, 21/05/14)(από Khan, 21/05/14)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνάθροιση ανδρών (σβέρκων) αποκλειστικά ή ανδρών σε υπερβολικό αριθμό συγκριτικά με τις γυναίκες.

Συνώνυμα: καραπουτσαριό, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, ψωλαρία, πουτσοπανήγυρος.

- Πήγαμε στο μαγαζί να χαζέψουμε κανένα γκομενάκι, αλλά μαλακίες!
- Τι, σβερκαρία;
- Αρχιδόκαμπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακός ομοφυλόφιλος. Με άλλη σημασία, χρησιμοποιείται υποτιμητικά απέναντι σε ομοφυλόφιλα άτομα. Και τουλάχιστον σε μια περίπτωση (πρόκειται για την cult ελληνική ερωτική ταινία Πάρτα όλα μωρό μου, αγνώστου χρονολογίας), χρησιμοποιείται ως δείκτης οικειότητας κατά την σεξουαλική πράξη...

- Να, κοίτα! Αυτός είναι ο Βαγγέλης!
- Ναι, τον ξέρω... Μεγάλος βρωμόπουστας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποια που (σχεδόν) παρακαλάει να δεήσει κάποιος να την τσιμπουκώσει (αν την πηδήξει δηλαδή κιόλας, θα κάνει Ανάσταση!). Συναντάται πολύ συχνά και σε γένος αρσενικό (βλέπε φωτό).

- Είδες πώς μου χαμογέλασε το μπάζο;
- Μεγάλη τσιμπουκοζητιάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαθητική Οργάνωση Υποστήριξης Νέων Ιδεών.

Εμπρός λαέ
μη σκύβεις το κεφάλι
μόνο με Μ.Ο.Υ.Ν.Ι.
αντίσταση και πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του παγωτού CALIPPO γνωστής γαλακτοβιομηχανίας... Αιτία η περίεργη κίνηση που απαιτείται για να βρωθεί... Βλέπε σπρώξε-γλύψε.

-Τι παγωτό να πάρω;
-Πάρε ένα καυλίππο...

Υποδειγματικό γλείψιμο καυλίππο (από poniroskylo, 25/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σε υπερβολικό βαθμό φανερά ομοφυλόφιλος, ο κραγμένος.

- Αμ ο άλλος που έκανε να πούμε την παρουσίαση; Τι τελειωμένη αδερφάρα είναι αυτή ρε;; Ούξω πούστη κι άσχημε, γαμώ την τρέλα μου γαμώ!! Τι 'ν' αυτά ρε;; (ελεύθερη απόδοση δηλώσεων του μέγιστου Γιώργου Γεωργίου στην εκπομπή του μετά τη Eurovision 2006)

απ\' τα χειρότερα σεξιστικά παραληρήματα που έχω ακούσει. (από jesus, 25/09/10)μέρος 2ον. (η ξανθιά πάντως είναι μούναρος) (από jesus, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ομοφυλόφιλος.

Συνώνυμα: το πάει το γράμμα, το σηκώνει το σακάκι, βάζει την κρέμα στο παστίτσιο.

Ο Χ το γεμίζει το κανελόνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified