Further tags

Αρρώστια η οποία συναντάται σε γυναίκες οι οποίες έχουν μανία να αυνανίζουν άντρες που το πέος είναι η προέκταση του χεριού τους (ενίοτε προσβάλλονται και οι άντρες από αυτήν την αρρώστια, κυρίως οι gay παρασυρόμενοι από πρότυπα στν TV).

Ρε Μαρία όλο σπίτι σου θες να πάμε, τι σε έχει πιάσει; Πεοφιλίαση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός άγνωστης προέλευσης / ρίζας για τους ομοφυλόφιλους, αντίστοιχος των πισωγλέντης, συκιάκλπ.

- Καλάαα... Είναι αυτός μία... Μιλάμε για πολύ κουλιντρόκωλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως παρτιτούρα , ορίζεται η γυναίκα που εμφανισιακά ακροβατεί ανάμεσα στα όρια του χαρακτηρισμού της πατούρας (στο εν λόγω site έχει καταχωρηθεί ως κατι θετικό, αλλά αντιθέτως υπάρχει και αρνητική σημασία δίνοντας έμφαση στο - μεγάλο ομολογουμένως - μέγεθος των οπισθίων ) και της πατσόλας.

(_!_) = regular ass (___!___) = fat ass

Σε σύγκριση όμως με τα παραπάνω λήμματα, η έννοια της παρτιτούρας δεν κάνει επίκληση μόνο στην εξωτερική της εμφάνιση, αλλά αντίθετα σκιαγραφεί και τις ενδόμυχες πτυχές του χαρακτήρα της. Δηλαδή ΘΕΛΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΤΗ ΤΗΣ, η απόλυτη παρτάκιας.

Συνοψίζοντας: χοντρό μπάζο που τα θέλει όλα για πάρτη της, δηλαδή:

ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΑΡΤΗ ΤΗΣ + ΠΑΤΟΥΡΑ = ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ

- Άκουσα ότι σε γουστάρει η Μαρία...
- Άσε ρε... Ποιος είναι να μπλέκει τώρα με την παλιοπαρτιτούρα... Τελειώσαν οι εκπτώσεις. Ας βρει αλλού θύμα!

(από ktinodia, 19/02/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης.

- Καλέεεε, δες τον ντιντίκο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης.

- Δες τον πως κουνιέται την τσαχπινογαργαλόπουστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για τον ομοφυλόφιλο άντρα ο οποίος περπατάει καμαρωτός και αεράτος σαν ζαρκάδι.

- Πω-πω, κοίτα μαλάκα, κοίτα τη ζαρκαδόπουστα πώς κουνιέται!

Ομοφυλόφιλος σε στιγμές βουκολικής ευτυχίας. (από patsis, 22/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάζο, καθώς και η αξύριστη.

Κόψε ρε μαγκίτη τον βαμβακούλα;! Μαλωμένη με το ξυράφι, κουμούνα και φεμινίστρια!

(από Khan, 23/09/10)Πνίχτε Λούγκρες τα Κουνέλια - Βαμβακούλας (από Cunning Linguist, 23/03/12)

Από τον υπερ-cult 80s ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Βαμβακούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυρία η οποία δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της.

- Για δες την, κλαψομούνα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τύπισσα η οποία: 1. δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της και που
2. κλαίγεται συνεχώς γι αυτό.

Άσ' την αυτήν, μια παλιο-αγάμητη κλαψομούνα ειναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σεξουαλικά ακόρεστη γυναίκα, η τσούλα, η πόρνη.

Λέξη της κρητικής ιδιολέκτου -σε μικρή χρήση σήμερα- προερχόμενη από τη λέξη καμπανός (παλαιός τύπος φορητής ζυγαριάς, αποτελούμενης από μία μακρυά μεταλική ράβδο, δύο γάντζους -έναν για να κρεμιέται από ένα σταθερό σημείο και έναν για να κρεμιέται το προς ζύγιση αντικείμενο- και ένα αντίβαρο) + ψωλή. Κατά κυριολεξία σημαίνει την γυναίκα που συνεχώς και αδιαλείπτως ασχολείται με ποικιλία ανδρικών μορίων, τα ζυγίζει, τα αγοράζει και έχει εν γένει ενδιατρίψει επαγγελματικά στο αντικείμενο.

- Καλή κοπελιά η Χ;
- Ναι, ήντα να σου πω, καλή ψωλοκαμπανίστρα είναι και του λόγου τζη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified