Sexy θηλυκό που προκαλεί σεισμό στο πέρασμά του.
- Πήγα με μια σεισμομούνα όλα τα λεφτά. Μου τον πήρε λαμπάδα και μου τον επέστρεψε καμένο φιτίλι!
Sexy θηλυκό που προκαλεί σεισμό στο πέρασμά του.
- Πήγα με μια σεισμομούνα όλα τα λεφτά. Μου τον πήρε λαμπάδα και μου τον επέστρεψε καμένο φιτίλι!
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Το πρόσωπο που συμπεριφέρεται σαν διακοσμητικό είδος.
Χρησιμοποιείται πολύ για κάποια μοντέλα και άλλες όμορφες παρουσίες στα τηλεοπτικά πλατό, που δεν μιλάνε και δεν κάνουν κάτι άλλο. Είναι εκεί μόνο για να ομορφαίνουν τον χώρο.
Πλέον το λέμε γενικά για κάποιον, που δεν μιλάει και δεν συμμετέχει.
- Θα πάω για καφέ με την Μαρία, θες να έρθεις; - Τι να έρθω να κάνω, θα λέτε πάλι ιστορίες για τις διακοπές σας, θα κουτσομπολεύετε άτομα που δεν ξέρω και εγώ θα κάνω την γλάστρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Υποδεικνύει ομοφυλοφιλία. Προέρχεται από τον τρόπο που κάθονται ή και καπνίζουν οι ομοφυλόφιλοι, με τον καρπό γυρισμένο προς τα έξω.
- Ρε κοίτα εκεί στην γωνία, η Ρούλα με έναν τύπο. Λες να βρήκε γκόμενο; - Τι γκόμενο ρε συ, δεν τον βλέπεις τον τύπο πως τον σπάει τον καρπό, φιλενάδες είναι.
Δες επίσης και καίω τη βάτα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ομοφυλόφιλος άντρας. Χρησιμοποιείται ως ύβρις.
Τι λες μωρή λούγκρα; Ποτέ έμαθες εσύ από μπάλα και θα μας πεις και για τον Ολυμπιακό τώρα;
βλ. και πούστης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γνωστή και σαν μουνοθύελλα.
- Είχε καθόλου γκομενίτσες στο «La hoja»;
- Μόνο είχε; Σκέτη θεομουνία ήτανε. Όλα τα ποτά πάνω μου τα έχυσα για να κοιτάω.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Μελαχρινή.
Δεν είναι γνήσια ξανθή. Είναι μαυρομούνα βαμμένη.
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη γυναίκα, η ελεεινή, αυτή που δε βλέπεται. Χρησιμοποιείται περισσότερο για να προσβάλει, παρά για να χαρακτηρίσει / περιγράψει. Φυσικά χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά από άντρες και δη από άντρες που είναι το αντρικό ανάλογο της πατσόλας.
Παραλλαγή: πατσόλι.
Got a better definition? Add it!
Πολύ ανδροπρεπής (επίθετο). Συνήθως χρησιμοποιείται με αρνητική έννοια. (Σημειωτέον: η λέξη δεν είναι ελληνικής πρόελευσης, αλλά ισπανικής. Χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες λοιπόν, γραφόμενη ως macho.)
Δες ακόμη: αριδάς, χέζω στο δάσος.
Got a better definition? Add it!
Η κακάσχημη γυναίκα, η σαύρα, η πατσαβούρα, η γυναίκα που και αν δεν έχεις γαμήσει για χρόνια δεν της τον δίνεις, και στο δίλημμα αν προτιμάς να την γαμήσεις ή να τον πετάξεις στα σκυλιά διαλέγεις το δεύτερο. Η ρίζα είναι από την αγγλική λέξη lizzard (=σαύρα).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified