Πολύ όμορφη συνήθως νεαρά γυναίκα η οποία ξυπνάει άγρια αισθήματα και επιθυμίες.
Γυναίκα ατίθασο άτι.
- Τί έγινε με την φίλη της Mαρίας ρε καλή;
- Ποπό φίλε, είναι ένα αγριόμουνο, τί να σου λέω!
Πολύ όμορφη συνήθως νεαρά γυναίκα η οποία ξυπνάει άγρια αισθήματα και επιθυμίες.
Γυναίκα ατίθασο άτι.
- Τί έγινε με την φίλη της Mαρίας ρε καλή;
- Ποπό φίλε, είναι ένα αγριόμουνο, τί να σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Σακαφιόρα είναι το χαλασμένο σύκο. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη σκάρτη γυναίκα.
Αει μωρή σακαφιόρα!
Got a better definition? Add it!
Αρβανίτικη έκφραση που χρησιμεύει στη θέα μιας μεγάλης ομάδας από γαμάτες γκόμενες.
- Ρε Γιώργη, κοίτα τα μουνιά που αριβάρουνε ρε.
- Καλά, το μουνί το δίφορο παίρνει τον κατήφορο, δικέ μου.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για τατουάζ πάνω από τα οπίσθια έκλυτων γυναικών. Πολλοί σπεύδουν να το ερμηνεύσουν ως σαφή πρόσκληση για αξέχαστες στιγμές εκεί που δεν πιάνει ήλιος.
Γνωστό και ως τσουλόσημο ή ξεκωλοτυπία.
- Μπρέ σύντεκνε, ίντα γρικούν τα μάθια μου;
- Ξεκολώσημο, Μανούσο, πιάσε την λύρα επειγόντως!
- Ωωωωωω ... είδα το ξεκωλόσημο κι εζήτηξά του χάρη, πριν βασιλέψει εγώ και συ να γίνουμε ζευγάρι... Ωωωωω...
Got a better definition? Add it!
Κατηγορία γκόμενας που έχει αφομοιώσει και μετεξελίξει την έννοια του φεμινισμού. Δυναμική και γλωσσοκοπάνα, παίρνει τον αέρα από το πρώτο δευτερόλεπτο από οποιονδήποτε άντρα συναναστρέφεται και προσπαθεί αέναα να αποδείξει πως μία κοπέλα μπορεί να κάνει με άνεση και τα πιο δύσκολα πράγματα που μπορεί να κάνει ένας άντρας. Κατά συνέπεια, ορισμένες από τις πλέον χαρακτηριστικές συμπεριφορές αναγνώρισης της girl power γκόμενας είναι:
- πάει μόνη της διακοπές με σκηνή και συφιλιάζεται όταν κάποιος άντρας της υποδεικνύει πώς να τη στήσει (ακόμη κι αν βάζει τους πασσάλους πριν τις μπανέλες),
- σε κάθε περίπτωση επιμένει να οδηγάει αυτή αμάξι και παίρνει ανάποδες όταν κάποιος άντρας προθυμοποιείται να της κάνει κουμάντο για να παρκάρει,
- ενώ έχει την κατατομή της Όλιβ, προσπαθεί να σηκώσει βάρη που σηκώνει στο ζετέ ο Καχιασβίλι και (φυσικά) δαιμονίζεται όταν κάποιος άντρας προσφέρεται να τη βοηθήσει στο κουβάλημα.
- Ρε Γιάννη, δεν τη βοηθάμε λίγο τη Μαιρούλα να παρκάρει να φεύγουμε;
- Τρελός είσαι, κουμάντο στη Μαίρη την girl power;;; Τη θέλω τη ζωή μου…
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιούν οι φυλακόβιοι για κάποιον που γαμιέται.
- Τον είδα να χει πολλά πάρε δώσε στα ντους με τον Σέσουλα.
- Αφού, μάγκα μου, του το ζμπρώχνει το κουράδι του...
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που άκουσα από την γιαγιά μου και μεταφράζεται ως αυτός που κουνάει τον κώλο του δεξιά και αριστερά, σαν καμπάνα, όταν περπατάει.
Για τηράτε τον μουρλοθοδωρή τον καμπανόκωλο, πως τον πάει τον κώλο του πέρα δώθε ο άτιμος. Ου στου διούλου...
Got a better definition? Add it!
Σύνθετη λέξη. Σέξυ, πουτάνα, μπουρδέλο. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τις γυναίκες που είναι άσχημες και ντύνονται προκλητικά για να δείχνουν σέξυ.
- Ρε μαλάκα, κοίτα αυτή στο απέναντι πεζοδρόμιο!
- Τι είναι αυτό ρε; Πού πάει έτσι το σεξοπουτανομπούρδελο;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που λικνίζει (λιχνίζει, όπως λένε κάποιοι κρητικοί) τη μέση του, δηλαδή ο κουνιστός, ο τοιούτος, ο ομοφυλόφιλος, η αδελφή, ο πούστης, η λούγκρα και όλα τα λοιπά.
- Γαμώ τους γκόμενους ο Γιώργος, ρε πούστη μου...
- Ε όχι και «ρε»...
- Δηλαδή;;;;
- Ε, ολίγον τι λιχνομέσης μου φάνηκε...
- Λες νά;...
- Μπα, δεεε(ν)...
- Κι αν ναι;…
- Ε τόοτε!...
Got a better definition? Add it!
Γκόμενα κατίνα, τελευταία, ούτε για τον πούτσο δεν είναι!
Τι πουτσόκαρο είναι αυτό που μας κουβάλησες πάλι;!
Got a better definition? Add it!