Όταν ο ενεργητικός άντρας συνουσιάζεται με άλλον άντρα με πρωκτικό σεξ ή αλλιώς τον κολομπαρεύει. Είναι επίσης έκφραση απειλής του τύπου «θα τον γαμήσω!»
Καλά, άμα τον πετύχω πουθενά θα του φάω το κουλούρι!
Όταν ο ενεργητικός άντρας συνουσιάζεται με άλλον άντρα με πρωκτικό σεξ ή αλλιώς τον κολομπαρεύει. Είναι επίσης έκφραση απειλής του τύπου «θα τον γαμήσω!»
Καλά, άμα τον πετύχω πουθενά θα του φάω το κουλούρι!
Got a better definition? Add it!
Είναι μια έκφραση που θέλει να τονίσει τις μεγάλες ικανότητες μίας γυναίκας στην ερωτική πράξη.
- Τελικά τι έγινε χθες με την γκόμενα που χτύπησες; Περάσαμε καλά;
- Δεν σου λέω τίποτα, με ξετίναξε. Μου τον πήρε μαλλί και τον έβγαλε πουλόβερ!
Got a better definition? Add it!
Ανήκεια στην μεγάλη και γνωστή οικογένεια των -μούνα, -γκόμενα.
Είναι συνώνυμο της χαζομούνας. Αναφέρεται σε όμορφες γυναίκες (μούνες) με χαμηλό δείκτη IQ (τούβλα).
Αυτό άλλωστε είναι σύμφωνο με το εξής (σεξιστικό) αξίωμα: το άθροισμα ομορφιάς και νοημοσύνης σε κάθε γυναίκα είναι σταθερό.
- Η τηλεόραση έχει γεμίσει με γλάστρες και τουβλομούνες. Ανοίγουν το στόμα τους και δεν μιλάνε, φτύνουν βλακείες. Άι κιου ραδικιού.
- Μα φυσικά, η τηλεόραση είναι τόοοοσο γενναιόδωρη. Μας προσφέρει την αποχαύνωση απλόχερα!
Got a better definition? Add it!
Η πατρότητα του όρο ανήκει στον Χάρρυ Κλυνν. Χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κι απ' τον Γιάννη Ζουγανέλη.
Είναι κυρίως ο όμορφος ομοφυλόφιλος, ο σέξι, ο χοτ, η πουστάρδα.
Καταχρηστικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί όλως αντιθέτως, για να δηλώσει τον στρέιτ άντρα, που φιλεί το όμορφον φύλον, δηλαδή το θηλυκό (απλώς οι γκέι έχουν εναλλακτική άποψη για το ποιο φύλο είναι το ωραίο).
Κάπως πιο κυριολεκτικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη λέσβω/λεσβόγκα που φιλεί το όμορφο γυναικείο, αντί για το άσχημο αντρικό φύλο.
- Αχ, πώς μ' αρέσει ο Σάκης! Τι κορμί, τι κίνηση, τι μπράτσα!
- Δεν το ξέρεις, λοιπόν, πως το γρασάρει το ρουλεμάν; Ο άνθρωπος είναι ομοφυλόφιλος!
- Αλλά τι ομοφυλόφιλος! Ομορφυλόφιλος!
- Να βρεις κι εσύ ένα παλληκάρι να καλοπαντρευτείς...
- Γιατί; Για να 'μαι ασχημοφυλόφιλη; Προτιμώ να είμαι ομορφυλόφιλη!
Got a better definition? Add it!
Η λέξη νταούλι παραπέμπει στο θηλυκό το οποίο ντύνεται (ή μάλλον δεν ντύνεται) και βάφεται υπερβολικά κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας (στις περισσότερες περιπτώσεις) ή μόνο σε βραδινή έξοδο (κυρίως σε μπουζούκομάγαζα), θεωρώντας πως έτσι ελκύει το αντίθετο φύλο.
Χαρακτηριστικό το οποίο βοηθά στο να αναγνωρίσουμε ένα νταούλι είναι το φουσκωμένο / κρεπαρισμένο μαλλί. Τα νταούλια χαρακτηρίζονται πολλές φορές πως ντύνονται κίτς βλ. κιτσαρία.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Το επίπεδο μόρφωσης δεν παίζει ρόλο για να χαρακτηριστεί νταούλι ένα θηλυκό.
- Ρε φίλε, πού μ' έφερες εδώ μέσα, το μέρος παίζει σκυλάδικα.
- Εκτός αυτού είναι και γεμάτο νταούλια... πάμε να φύγουμε!
Got a better definition? Add it!
Βλ. και σχετικά λήμματα που περιγράφουν και τους υπόλοιπους βαθμούς πουστάκι, το, πουστανελάς, ο, πουσταρέλι, πούσταρχος, ο, πουστέρι, λούγκρα, πουστόμωρο, το, πουστρίγκος, πουστρίτσα, η, πουστρόνι, πουστρόνιο, πουστρώνι, το
Got a better definition? Add it!
Παράφραση της επιθανάτιας ρήσης του Ιούλιου Καίσαρα, όταν είδε τον στενό φίλο και προτεζέ του Βρούτο μεταξύ των δολοφόνων του.
Λέγεται από μάτσο, ομοφοβικό άντρακλα, όταν ανακαλύπτει ότι ένας υπεράνω πάσης υποψίας επίσης μάτσο και άντρακλας φίλος του, τελικά την σηκώνει την χλαμύδα. Ο πρώτος φίλος είναι φυσικό να αισθάνεται προδομένος, καθώς μαζί είχαν φάει ψωμί κι αλάτι, είχαν πιει το ίδιο κρασί, καψουρεμένοι για τα ίδια γκομενάκια, και τώρα πέφτει απ' τα σύννεφα, γιατί όλα τα κοινά τους οράματα αποδεικνύονται ένα ψέμμα...
- Σου άνοιξα την ψυχή μου, σου είπα για τις γκόμενες που με κατάστρεψαν! Κι εσύ μου αποδείχθηκες ντιγκιντάγκας! Έ όχι, να με προδώσεις κι εσύ ρε Βρασίδα! Όχι κι εσύ με τεκνό Βρούτε!
Got a better definition? Add it!
Το άθλημα που όποιος πάσχει από τουκανισμό βλέπει beach volley, ενώ όποιος είναι υγιής βλέπει bitch volley.
(Στην παραλία)
- Ήρθε εδώ χτες ο πατέρας σου κι έβλεπε Μπιτς Βόλει.
- Μπα; Ήταν εδώ ο πορνόγερος;
(Απ' την ταινία του Νίκου Περάκη «Ψυχραιμία, όλα παίζουν», όθεν και μερικές απ' τις φωτογραφίες).
Got a better definition? Add it!
Η πουστιά. Αλλά το «πουστρηλίκι» φανερώνει μια λίγο πιο μόνιμη ιδιότητα (κατά τα «προεδριλίκι», «παραγοντιλίκι»), είναι τουρκογενής λέξη, οπότε παραπέμπει στα έθιμα της οθωμανικής περιόδου, και είναι κάτι που το ασκεί ως οιονεί εξουσία ο γκέης.
Τι τσατσιές και πουστρηλίκια είναι αυτά, γαμώ το φελέκι μου!
Got a better definition? Add it!
Με την ευρύτερη έννοια, η γυναίκα γλάστρα. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για μπουζουκομούνες.
(Το κλασικό παράδειγμα. Ο Χάρρυ Κλυνν ως Ελληνάρας «Βασίλης» είναι με τον επίσης Ελληνάρα φίλο του Γιώργο Παρτσαλάκη, και τρώνε τον αγλέουρα μαζί με δύο γκομενίτσες- γλάστρες. Τότε έρχεται στον «Βασίλη» η φαεινή ιδέα να πάνε για μπουζούκια):
-Πάμε ν' ακούσουμε Διγενή Αντύπα;
-Και δεν πάμε;
-Να πάρουμε και τα έπιπλα μαζί;
(Τις δείχνει μ' ένα νεύμα κι αυτές απελπισμένα):
-Αχ, ναι, πάρτε μας, πάρτε μας!
Got a better definition? Add it!