Further tags

1) Είμαι μάγκας ρε παιδί μου, πως να το κάνουμε; Με θέλουν όλες! Μα όλες! Η κόρη του γείτονα κόβει φλέβα, η διπλανή μου στην τάξη με βλέπει και λιώνει, την ανηψιά του κυρ-Κώστα όσο την φτύνω τόσο κολλάει ... Ε, τώρα πώς καταλήγω κάθε φορά με την χείρα με τα πέντε ορφανά είναι άλλο θέμα ... Ατυχία, ρε παιδί μου...

Φυσικά, κάτι πρέπει να βάλω κι εγώ ως motto είτε στο hi5 είτε στο MSN ώστε να δουν οι άλλοι τι δεινός πιπινοκυνηγός είμαι ... Έτσι βάζω την παραπάνω φράση, συμβουλεύοντας απαξάπαντα τα πιπίνια να προσέχουν μην παραφυλάω σε καμιά ... σκοτεινή γωνία. (Ψυχολογικό προφίλ του χρήστη)

2) Χρήση η οποία μου ήρθε πρόσφατα: μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε τριολέ με δύο ή περισσότερες κοπέλες, την στιγμή της κορύφωσης. Έτσι, δηλαδή, νομίζω - εκτός κι αν κάνω μόνον εγώ περίεργους συνειρμούς με το συμπυκνωμένο γάλα ...

Έκανα ολόκληρη περιγραφή των ατόμων που χρησιμοποιούν συνήθως την φράση και από τα οποία την άκουσα, έγραψα τους διεστραμμένους μου συνειρμούς, θέλουμε και παράδειγμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα εκατοντάδες συνώνυμα του πούστη. Από σλανγκική παραλλαγή του δύσμοιρου οικολόγου Jacques-Yves Cousteau, που μετατράπηκε σε Pousteau για τις σλανγκικές ανάγκες των Ελλήνων. Κι επειδή κατά βάθος η οικολογία και η γαλλική κουλτούρα δεν μπορούν παρά να καταστήσουν κάποιον ύποπτο για οικωλογία. Ο Πουστώ είναι κατά βάση ένας ευαίσθητος και συμπαθητικός πουστρίγκος, παρόλο που οι ομοφοβικοί θα τον αποκαλέσουν «η οικωλόπουστα». Είναι ο γκέι που εκτός από το να την τρίζει την όπισθεν, επίσης: Το βυθίζει το υποβρύχιο, την σώζει την καρέτα-καρέτα, την μοιρολογάει την φώκια, την βυθίζει την Καλυψώ(λη) (βλ. οπωσδήποτε το λήμμα Calypso lit- καλή ψωλή...), την έχει την οικωλογική ευαισθησία κ.ο.κ.

- Πολύ γκρηνιάρης έχει γίνει ο Σάκης τώρα τελευταία!
- Άσε μας μωρέ με τον Ζακ-Υβ Πουστώ! Δεν τό'χεις καταλάβει ότι την βυθίζει την Καλυψώ!

Την βάζει την Καλυψώ στο λιμάνι! (από Hank, 13/01/09)Θα το βυθίσουν το υποβρύχιο; (από Hank, 13/01/09)Πάντως Jacques Poustis υπάρχει και είναι τραγουδιστής! (από Hank, 14/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα από τα εκατοντάδες συνώνυμα του πούστη, προφανώς από μία σλανγκική συγχώνευση του «αδελφή» και του «δελφίνι». Το αδελφίνι είναι ο εύχαρις συμπαθής πουστρίγκος, με κοινωνικές τάσεις, που ακολουθεί τους ναύτες και παρεμφερή επαγγέλματα, λ.χ. νταλικέρηδες κτλ., όπως το δελφίνι τα καράβια. Έχει μοναδικές ικανότητες στην ευκινησία και την κολύμβηση, κυρίως την παθητική. Είναι ο γκέι που αρέσει και στα παιδάκια, και γενικά, που εκτός από το να την τρίζει την όπισθεν, επιπλέον: το χαστουκίζει το δελφίνι, ή αν είναι πιο ακραίος, το μαστιγώνει το δελφίνι, το κολυμπάει το ύπτιο κ.ο.κ..

  1. - Φοβερός ο Σάκης! Τι ευκινησία! Τι κωλοτούμπες στον αέρα! Και τι χάρη! Τι χαριτωμενιά!
    - Σωστό αδελφίνι!

  2. - Αδελφίνι, αδελφινάκι, πάμε πιο γρήγορα, πάμε πιο γρήγορα,
    να δω τα σφαλιχτά του τα ματοτσίνορα, τα ματοτσίνορα...
    (σλανγκική παραλλαγή άσματος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κι αν ο Ζακ-Υβ Πουστώ είναι ο γκέι με γαλλική κουλτούρα, ο κιναιδουάρδος, ή κινεδουάρδος είναι ο γκέι με αγγλική κουλτούρα. Πρόκειται για συγχώνευση από τα «κίναιδος» και «Εδουάρδος», το μεν «κίναιδος» είναι αρχαία (και λόγια) λέξη για τον ομοφυλόφιλο, από το «κινώ την αιδώ», δηλαδή «προκαλώ ντροπή» (αν και υπάρχουν κάποια προβλήματα μ' αυτήν την προφανή ετυμολόγηση), ενώ το «Εδουάρδος» είναι φαντάζομαι από το γνωστό αγγλικό όνομα Edward.

Για την ρατσιστική αντίληψη που θέλει τους Άγγλους να αδελφίζουν δεν χρειάζεται να επεκταθώ, αρκεί το ανέκδοτο των '90ς, όταν είχε σκάσει το σκάνδαλο με τις «τρελές αγελάδες», που έλεγε: «-Γιατί στην Αγγλία υπάρχουν τρελές αγελάδες; -Γιατί οι ταύροι αποδείχτηκαν γκέι». Γενικά, ο κιναιδουάρδος, είναι ο γκέι που εκτός από το να την τρίζει την όπισθεν, επιπλέον: το γυαλίζει το Fuckingham, την καβαλάει την Camilla κ.ο.κ.

- Τι γίνεται με αυτήν την Αγγλίδα φίλη μας την Betty; Απ' όταν ήρθε στην Ρόδο έχει πάρει το μισό Φαληράκι! Τα ξέρει αυτά ο αρραβωνιαστικός της στο Λονδίνο, ο Edward;
- Έλα μωρέ, καλός κιναιδουάρδος είναι κι αυτός! Άσ' το κοριτσάκι να δει λίγο χαρά στα σκέλια του, γιατί θα καταλήξει σαν τις τρελές αγελάδες κι αυτή!

Πίνακας του ζωγράφου Edward Gay. (από Hank, 13/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρριόλα με δύο -ρο είναι η φανατική θαυμάστρια της Carrie Bradshaw και φανατική θεατής της σειράς Sex & the City. Είναι το κοριτσάκι που έχει ταυτιστεί με το ίνδαλμά του τόσο πολύ, που την έχει δει Carrie, και νομίζει ότι ο γκόμενός της έχει την περιουσία του Mr Big, για να της αγοράζει υποδήματα Manolo Blahnik των πεντακοσίων Ευρώ τουλάχιστον, σε κάθε ευκαιρία. Και γενικότερα το κοριτσάκι που το παίζει σεξουαλικός κυνηγός, και της αρέσει να διηγείται τις εμπειρίες από τα θηράματά της κ.ο.κ.

Υπάρχουν πολλές καρριόλες. Είναι και σαραντάρες στο ράφι, που την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενες, βγαίνουν σε παρέες τεσσάρων γυναικών (από «Χρυσό Κουφέτο»), για να μοιάζουν με την σειρά. Είναι και δεκαεφτάρικα πιπίνια, -καρριολίτσες που προσπαθούν να γίνουν Κάρι πριν την ώρα τους. Μερικές είναι καλές και αξίζει να ενθουσιαστείς μαζί τους, (get carrie-d away το αγγλικό pun), μερικές είναι πικάντικες σαν ινδικό κάρι, ενώ άλλες καρριόλες είναι απλώς καριόλες με ένα ρο, με τον γνωστό ορισμό: «σε αντίθεση με την πουτάνα που πάει με όλους, η καριόλα είναι αυτή που πάει με όλους εκτός από σένα». Αν σας τύχει καρριόλα, που δεν σας πολυενδιαφέρει, μπορείτε να γυρίσετε την καρριολιά εναντίον της, δηλαδή να την φτύνετε όποτε θέλετε, ή και να της φοράτε περικοκλάδες, και να δικαιολογείστε με το σκεπτικό ότι αυτά έκανε κι ο Μπιγκ στην Κάρρι, και τελικά σε καλό της βγήκαν!...

Μένιος: Η Λάουρα έχει γίνει πολύ καρριόλα τώρα τελευταία! Παίρνει την Λίλιαν, την Μόνικα και την Μπάρμπαρα, και βγαίνουν πάντα οι τέσσερεις τους!
Γιώργος: Κι εσύ τι κάνεις; Μ.: Θέλω να την συνοδεύσω, για να έχω κι ευκαιρία να δω την Λίλιαν, αλλά η καρριόλα μου το απαγορεύει αυστηρά. Θέλει να είναι μόνο γυναικοπαρέα για να συζητούν για τις κατακτήσεις τους, λέει...
Γ.: Ρε τις καρριολίτσες!

Διαφήμιση της Heineken, παρωδία αντίστοιχης σκηνής στο Sex & the City. (από Hank, 14/01/09)(από Khan, 08/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πληθωρική γκόμενα, η αναψιάρα, ενίοτε και το κατώτερο παρτάλι, αρκεί να έχει εκτεθειμένο επαρκές μέρος του σωματός της και, κατά προτίμηση, των οπισθίων της. Απαντάται σε χώρους διασκέδασης και εργασίας, οι πιο original δε εξ αυτών ακόμα και σε super market, μπακάλικα, οπωροπωλεία.

- Η Μήτσι, φίλε, είναι μεγάλη παρανομάρα, μου ήρθε χτες στο κρεοπωλείο με ενα μίνι ... μου έφυγε το κλαπέτο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων έτσι ονομάζονται οι κορασίδες ενός ευαγούς ιδρύματος, που αποτελούν σωστό Σίλικον Βάλεϋ. Αλλά επειδή πρόκειται για την πλειοψηφία των κορασίδων, οι ονομασίες συνήθως αποδίδονται σε αυτές, που κάνει πιο πολύ μπαμ.

Υπάρχει η εξής διάκριση:
Η Σιλικονέλλα βγαίνει από ονόματα όπως Μπαρμπαρέλλα, Εμμανουέλλα κ.ο.κ. Δηλαδή πρόκειται για μια τριφασική μουνάρα με πολλά κυβικά, με μπαλκόνια κι εξώστες οικοδομηθέντες μεν αυθαιρέτως πλην συνάδοντες με την αγριάδα της νταρντάνας που πάντοτε ήταν. Με λίγα λόγια, η σιλικόνη και τα ξυλοπόδαρα είναι απλώς αυτό που έλειπε για να ολοκληρωθεί το εγγενές ύφος της. Είναι μια Αμαζόνα σαν την Ζίνα, (αν κι εδώ έχουμε σχήμα οξύμωρο, γιατί «μαζός» στα αρχαία σημαίνει στήθος κι οι Αμαζόνες ήταν αυτές που δεν είχαν στήθος, οι αβυζαλέες, γιατί το έκοβαν για να μπορούν να πολεμούν καλύτερα στην μάχη - αυτή είναι η θλιβερή αλήθεια που μας την αποκρύβουν «Αμαζόνες» σαν την Ζίνα).

Αντιθέτως, η Σιλικονίτα (κατά το Λολίτα, Ανίτα, Αμίτα) είναι η μινιόν κορασίς, το γλυκότροπο χαριτωμένο κοντοπούτανο. Νάνος, αλλά με κάτι βυζιά νάαααα, αν μου επιτρέπεται σλανγκικώς η παράφραση. Που όσο μπόι της λείπει το πήρε στην περιφέρεια στήθους, έστω κι αν χρειάστηκε να βάλει κι ο Φουστάνος λίγο το χεράκι του. Πάντως, η σιλικονάτη παρέμβαση της ταιριάζει, γιατί αναπληρώνει ως προσόν το ανύπαρκτο ύψος (μαζί με τα ξυλοπόδαρα).

Οι δύο σιλικονούχες ανταποκρίνονται σε διαφορετικά γούστα ή απλώς διαφορετικές στιγμές. Η Σιλικονέλλα είναι γι' αυτούς που αντέχουν και μπορεί τα βυζοσκάμπιλά της να είναι ολέθρια. Η Σιλικονίτα είναι πιο λυγερή, και μπορεί να συνδυάσει αυτήν την ευκινησία με ένα πολύ καλό bouncing των νεόδμητων όπλων της. Ε, να μην το κουράζω άλλο, τα υπόλοιπα τα φαντάζεστε...

(Εννοείται ότι τα παραπάνω μπορούν να ισχύσουν και για χαρακτηρισμούς εκτός των ευαγών ιδρυμάτων).

- Ήταν χθες στο [...] club η Ιζαμπέλλα η Σιλικονέλλα;
- Όχι, αλλά ήταν η Ανίτα η Σιλικονίτα !

(διάλογος απ' το πάλαι ποτέ διαλάμψαν bourdela.com)

Σιλικονέλλα (από Khan, 04/12/12)Σιλικονίτα (από Khan, 04/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του φούστη. Με έλξη από την λέξη «φούστα», το «φουστάνι», την «φούστα-μπλούζα», την φούστα, μπλούζα κι ελαφριά πούδρα.

Οποιαδήποτε ομοιότητα με τον γνωστό πλαστικό χειρουργό Ανδρέα Φουστάνο είναι εντελώς συμπτωματική. Ίσως πάλι και να μην είναι...

Ίσως ο Φουστάνος να είναι ο φούστης που υπεβλήθη σε επέμβαση.

Trivia: Στα λατινικά «fustis» σημαίνει ξύλινο ρόπαλο. Ενδιαφέρον!

- Νομίζω ότι ο Σάκης την πλάθει την πλαστελίνη! Την έχει κάνει την φουστιά του! - Ουουου, έχει περάσει από Φουστάνους αυτός!

Ο Φουστάνος φούστης; Αλλα λέει η βιβλιογραφία (Κωνσταντίνου και Ελένης) (από GATZMAN, 06/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στην ελληνική του όρου metrosexual, για να ταιριάζει με τις παραδοσιακές γαλλικές επιδράσεις μας, αλλά και με το γνωστό μέσο συγκοινωνίας. Είναι αυτός που δεν είναι γκέι, αλλά και δεν θα έχεζε στο δάσος, ακόμη κι αν δεν υπήρχε καμία τουαλέτα σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Είναι ο στρέι, το αγορίτσι. Αυτός που το επίπεδο τεστοστερόνης του είναι χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Αυτός που προσέχει την εμφάνισή του λίγο παραπάνω από ότι είναι andraclically correct. Οι τριχόφιλοι θα εντόπιζαν και την τριχοφοβία ως σύμπτωμα του μετρό, ας πούμε να ξυρίζεις υπερβολικές κι αδέσποτες τρίχες γύρω από τα φρύδια, τις μασχάλες ή την ήβη σου. Είναι έκφραση των downtown 00s (o tempora o mores!). Προηγουμένως, ο φλώρος, φλωρούμπας δεν αποτελούσε ειδική σαφώς οριοθετημένη κατηγορία-buffer μεταξύ στρέιτ και γκέι.
Ίσως ο μετροστάρ και να αποτελεί υπερθετικό του μετρό.

- Ο Σάκης, δεν ξέρω πώς να το πω, κάπως υπερβολικά προσέχει την εμφάνισή του! Έχει ξυρίσει ένα μέρος από τα φρύδια του, ακόμη κι απ' τις μασχάλες του. Και ξέρεις, αυτά τα γελάκια...
- Πες μου καθαρά τι εννοείς χωρίς υπεκφυγές! Τον δουλεύει τον μετροπόντικα;
- Όχι όχι, δεν θα έφτανα ώς εκεί. Απλώς είναι μετρό.

(από Khan, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι έγχορδο μουσικό όργανο οι χορδές του οποίου κατασκευάζονται αποκλειστικώς από παρθενικούς υμένες. Ακόμη δεν έχει κατασκευαστεί ποτέ, αλλά αποτελεί εφευρετική έμπνευση του σουρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, ο οποίος αφιέρωσε όλη του την ζωή στην κατασκευή του, αλλά αγνοείται αν τα κατάφερε. Θεωρούσε πάντως ότι όταν με το καλό θα κατασκευζόταν, θα χάριζε στην ανθρωπότητα μοναδικούς ήχους, που θα άξιζαν όλον τον κόπο που επεστρατεύτηκε για την ποίησή του.

Το παρθενοϋμένιον είναι το Χόλυ Γκράαλ, το ιερό μυστικιστικό αντικείμενο όλων των εμπειρικιστών φιλοσόφων, δηλαδή των αρχαιοκαύλων που την βρίσκουν με σεξουαλική λογοτεχνία στην καθαρεύουσα, όπως ο «Μέγας Ανατολικός». Και διοργανώνουν φιλολογικές βραδιές με έγκαυλους νεανίες και καυλοπυρέσσουσες κορασίδες. Η σταυροφορία που πρέπει να αναλάβει ένας τέτοιος εμπειρικιστής είναι να ξεπαρθενέψει όσες περισσότερες λολίτες μπορέσει, προκειμένου να προσεγγίσει έστω και λίγο τον (δυστυχώς μεγάλο) αριθμό υμένων που χρειάζεται για την κατασκευή του μουσικού οργάνου.

-Τι γίνεται ο Νίκος. Τριανταπεντάρησε μου είπαν προχτές. Πώς πάει, έβαλε καθόλου μυαλό να παντρευτεί, να νοικοκυρευτεί;
-Μπα, ακόμα προσπαθεί να κατασκευάσει το παρθενοϋμένιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified