Ο τύπος που γουστάρει να χουφτώνει ανδρικά κωλαράκια. (Σίγουρα έχετε έναν στην παρέα σας!)
- Ρε τον παλιο-κωλόμπο το Γιάννη, όλο τον κώλο μου πιάνει..!
Ο τύπος που γουστάρει να χουφτώνει ανδρικά κωλαράκια. (Σίγουρα έχετε έναν στην παρέα σας!)
- Ρε τον παλιο-κωλόμπο το Γιάννη, όλο τον κώλο μου πιάνει..!
Σχετικά λήμματα: κωλόμπα, κωλομπαράς, κολομπαράς
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι η πίπα, που γίνεται για να πέσουν οι άμυνες του πιπωμένου.
Λέγεται και «τεχνητή αναπνοή» προς ανάνηψη του γεροντάκου που, ναι μεν το πνεύμα πρόθυμον, αλλά η σάρκα θέλει τεχνητή αναπνοή για κάνα 2ωρο να ξεκινήσει φυσιολογικά και χωρίς χαπάκια.
Υπάρχει σε αντιστοιχία και ο «δούρειος ψώλος».
- Έλα μωρό μου για μια καλή πιπίλα, έλα σε παρακαλώ, έλα, έλα!
- Θα δούμε, δεν ξέρω...
- Τι θέλεις πάλι και με παιδεύεις και δεν μου κάνεις το χατίρι;
- Έλα μωρέ, εκείνο το αλφάκι το 150ρι, το είδα στην βιτρίνα και μου άρεσε πολύ πολύ!
- Άντε, καλά, θα στο πάρω! (και εννοεί μεταχειρισμένο).
- Αχχχχ, ναι, αχ, χλουπ χλουπ χλαπ Γουαδελούπη χλουπ χλουπ χλαπ Γουαδελούπη χλουπ χλουπ χλαπ (και το λάθος) Τανγκανίκα.
- ΑΧΧΧ μου το έκοψες μωρή!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο αρχιπαλιόπουστας. Ο πούστης με τριπλό λειρί. Ο αρχηγός του πουστροκοτετσιού. Το πάνθεον της πουστιάς. Ο πούστης με τα πολλά ένσημα. Ο πουστοπατέρας.
Ο άνθρωπος του οποίου ο λόγος αξίζει λιγότερο κι από το σκατό μιας κάμπιας.
Μιλάμε γιά μεγάλο πούστη. Για πούστη με λειρί. Για τριλειρόπουστα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το πλακομούνι ... Η τριβή δύο σχεδόν επίπεδων γυναικείων επιφανειών μεταξύ τους, συνοδευόμενη από «άχ» και «ώχ». Μερικές φορές, το επίμονο χτύπημα της μιάς πάνω στην άλλη. Κάπως έτσι σφυρηλατούνται οι δυνατές φιλίες.
Πολύ πλακωτό πέφτει στη Γλυφάδα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παραφθορά εκ του αγγλικού post-op, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από σύντμηση του post-operation, δηλαδή μετά την εχγείρηση. Όπου βέβαια «εγχείρηση» δεν είναι ούτε σκωληκοειδής απόφυση, ούτε αμυγδαλές, αλλά η αφαίρεση του κάτω συστήματος, της οικογένειας ολόκληρης, μπαργαλάτσου και αρχιδόμπαλων συμπεριλαμβανομένων. Στην θέση τους προφανώς προστίθεται ψωλότσεπη, η επονομαζόμενη και χοάνη, για τους μη μυημένους μουνί.
Το τραβέλι που έχει κάνει το μεγάλο βήμα είναι πλέον ποστόπι, ενώ οι άλλες οι κραγμένες είναι απλά pre-op και άρα έχουν ακόμη ένα στάδιο μέχρι να χαρακτηρισθούν εντελώς τελειωμένες.
Η έκφραση χρησιμοποιείται τόσο για να περιγράψει κυριολεκτικά άτομο της κατηγορίας Αναΐς από το Παναής, όσο και για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά κάποιον που είναι εντελώς φλωρόκουπας και συμπεριφέρεται σαν να μην έχει αρχίδια και τσαγανό.
Το ποστόπι μόνο καταχρηστικά μπορεί πλέον να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως ζμπούτσαμ, στον πούτσο μου λουλούδια και θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, μπορεί όμως θαυμάσια να λέει στο μουνί μου το ιδιότροπο και, αν είναι της περιοχής, μουνί απ' τα Καλάβρυτα.
Απαντάται ενίοτε και στην εισέτι υποτιμητικότερη εκδοχή η ποστόπα, οπότε και συντάσσεται αποκλειστικά με το «ου μωρή».
Προσοχή: Να μη συγχέεται με το τυφλοκόπι. Καμμία σχέση...
- Τι θεόμουνο είναι αυτή η Τζίλντα ρε μεγάλε...
- Νννναι... Τώρα που είναι ποστόπι εννοείς, διότι πριν από λίγο καιρό ήταν ψωλαρέος με βυζιά.
- Τι λες τώρα;!!
- Και πώς να της το πω δηλαδή; Θα πάω έτσι εκεί και θα της το ξεφουρνίσω; Θα με πάρει με τις πέτρες. Πώς να το κάνω; Φοβάμαι...
- Πω πω ρ' αδερφάκι μου, τι ποστόπι είσαι 'συ; Grow some balls ρε μαλάκα! Κι άμα σου πει και τίποτα, ρίξε και κανά δυό ψιλές να κουλάρει το μουνί της λάσπης και του αγρού...
- Σιγά μην πάω να του κάνω θέμα του κυρίου Σκορδοπούτσογλου. Δεκαπέντε τοις εκατό μείωση μισθού δεν είναι και τόσο άσχημα υπό αυτές τις συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης και...
- Ου μωρή ποστόπα! Ου ρε! Χεζμεντέν έτσι; Νταξ ρε μαλάκα, θα πάω μόνος μου να καθαρίσω.
Got a better definition? Add it!
Πολλές φορές κάποιος που πάει κάποιον, τον αποκαλεί ωραίο, με την έννοια πως έχει γαμάτο χαρακτήρα.
Θα μπορούσε λοιπόν, κάποιος άλλος (μιλάμε για ετεροφυλόφιλο, γνωστό του πρώτου ομιλητή), που δεν έχει την ίδια γνώμη με τον πρώτο ομιλητή για τον θεωρούμενο ωραίο και θέλει να αντιδράσει σ' αυτό που άκουσε, να απαντήσει με ειρωνικό στιλ: «χύνω όταν τον βλέπω», κάνοντας κατάλληλες κινήσεις της γλώσσας του σώματος (ανασήκωμα των βλεφάρων, κούνημα κεφαλιού, αργόσυρτη φωνή, κ.λπ.).
Τι πετυχαίνει έτσι;
Δίνει απαξιωτικά και ειρωνικά, με έμμεσο τρόπο, στον άλλο να καταλάβει, πως έχει εντελώς διαφορετική άποψη. Γι’ αυτό και δηλώνει εμφατικά «χύνω όταν τον βλέπω» (άτοπο: και το ερωτικό άναμμα, αλλά και προφανώς η αμεσότητα εκσπερμάτωσης), σε συνδυασμό με τη γλώσσα του σώματος του, την ώρα που λέει την ατάκα (βλ. παράγραφο 2).
Είναι προφανές, πως μέσω αυτής της αντίδρασης του, έχει μέσα του μαζεμένα τα... φορτία, για τον ωραίο της υπόθεσης. Η εκφραστικότητά του δε, μπορεί να γίνει τόσο αποτελεσματικότερη, όσο πιο ενθουσιώδης εμφανίζεται ο πρώτος ομιλητής.
Μήτσος:
- Πολύ τον πάω το Γιάννη. Φανταστικός τύπος! Ωραίος!
Πέτρος (με ειρωνικό ύφος):
- Ναι βέβαια. Τι να σου πω; Χύνω όταν τον βλέπω!
Δες και γειώσεις.
Got a better definition? Add it!
Ψευδο-καθαρευουσιάνικη εκφορά του «παλιόπουστας», με υπεραστισμό, κατά το «παλαιοκρασάς» κ.τ.ό. Τον όρο υποστήριξε ο ηθοποιός Μιχάλης Ιατρόπουλος σε εκπομπή της «Ζούγκλας».
(Από μνήμης):
Μάκης Τριανταφυλλόπουλος: Την λέξη «πουστιά» προσωπικά δεν την χρησιμοποιώ για ομοφυλόφιλους, αλλά για δικηγόρους, πολιτικούς, δημοσιογράφους...
Μιχάλης Ιατρόπουλος: Κοιτάξτε, υπάρχουν πολλά είδη ομοφυλοφίλων. Υπάρχει και ο λεγόμενος «παλαιόπουστας»...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατά το «εργατοπατέρας», ο πούστης, κατά κανόνα γερομπινές (με την καλή έννοια) που είναι πούσταρχος και διατηρεί ολόκληρη πουστωδία από νεαρότερα στην ηλικία πουστράκια, τα οποία ενισχύει, επιβοηθεί, προωθεί και γενικά παγιώνει στην δέσμευση και στράτευσή τους στο πουστρηλίκι.
Ίσως και ο πούστης που υιοθετεί παιδί (στο εξωτερικό πιο πολύ συμβαίνει μέχρι αποδείξεως του εναντίου).
Ασίστ: Μάρκο ντε Σαντ.
Ύστερα από τον γάμο στην Τήλο μαζευτήκανε όλοι οι πουστοπατεράδες και συνεδριάζανε πώς να ενισχύσουν τον Τήλιο δήμαρχο που βάλλεται.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο γκέι. «Τρυπιέμαι» σημαίνει (μεταξύ άλλων) μου διαρρηγνύεται η κωλοτρυπίς, οπότε τρύπιος είναι αυτός που έχει χάσει την άλλη παρθενιά.
Άντρας που τον έχει πάρει. Κατά τον Κουρτ Κομπέιν: «Άντρας που δεν είναι τρύπιος, δεν είναι άντρας». Πηγή: Βικάριος.
Να μην συγχέεται με το τρίπιος.
Α μωρέ Λίλιαν, ακόμη με τον τρύπιο τον Πέρι ασχολείσαι;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:
Αυτή η οποία αρέσκεται στην πεολειχία και μάλιστα διαθέτει (ενδεχομένως) ταλέντο σε αυτο. Μπορεί να χρησιμοποιηθει απαξιωτικά ή/και επαινετικά.
- Ωραία και καλή κοπέλα η Μόνικα, έτσι;
- Σιγά ρε, μία ρουφοκαυλέτα είναι!
- Τι έγινε με τη Γεωργία ρε συ; Καλή στο κρεβάτι;
- Πο πο φίλε τρελή ρουφοκαυλέτα σου λέω!!!
Got a better definition? Add it!