Further tags

Το πλακομούνι ... Η τριβή δύο σχεδόν επίπεδων γυναικείων επιφανειών μεταξύ τους, συνοδευόμενη από «άχ» και «ώχ». Μερικές φορές, το επίμονο χτύπημα της μιάς πάνω στην άλλη. Κάπως έτσι σφυρηλατούνται οι δυνατές φιλίες.

Πολύ πλακωτό πέφτει στη Γλυφάδα...

-Είσαι για ένα πισωκολλητό; -Ά, όχι, δεν μου αρέσουν οι ανωμαλίες. (από Marco De Sade, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο αρχιπαλιόπουστας. Ο πούστης με τριπλό λειρί. Ο αρχηγός του πουστροκοτετσιού. Το πάνθεον της πουστιάς. Ο πούστης με τα πολλά ένσημα. Ο πουστοπατέρας.

  2. Ο άνθρωπος του οποίου ο λόγος αξίζει λιγότερο κι από το σκατό μιας κάμπιας.

Μιλάμε γιά μεγάλο πούστη. Για πούστη με λειρί. Για τριλειρόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η πίπα, που γίνεται για να πέσουν οι άμυνες του πιπωμένου.

Λέγεται και «τεχνητή αναπνοή» προς ανάνηψη του γεροντάκου που, ναι μεν το πνεύμα πρόθυμον, αλλά η σάρκα θέλει τεχνητή αναπνοή για κάνα 2ωρο να ξεκινήσει φυσιολογικά και χωρίς χαπάκια.

Υπάρχει σε αντιστοιχία και ο «δούρειος ψώλος».

- Έλα μωρό μου για μια καλή πιπίλα, έλα σε παρακαλώ, έλα, έλα! - Θα δούμε, δεν ξέρω...
- Τι θέλεις πάλι και με παιδεύεις και δεν μου κάνεις το χατίρι;
- Έλα μωρέ, εκείνο το αλφάκι το 150ρι, το είδα στην βιτρίνα και μου άρεσε πολύ πολύ!
- Άντε, καλά, θα στο πάρω! (και εννοεί μεταχειρισμένο).
- Αχχχχ, ναι, αχ, χλουπ χλουπ χλαπ Γουαδελούπη χλουπ χλουπ χλαπ Γουαδελούπη χλουπ χλουπ χλαπ (και το λάθος) Τανγκανίκα.
- ΑΧΧΧ μου το έκοψες μωρή!!!

(από Vrastaman, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που γουστάρει να χουφτώνει ανδρικά κωλαράκια. (Σίγουρα έχετε έναν στην παρέα σας!)

- Ρε τον παλιο-κωλόμπο το Γιάννη, όλο τον κώλο μου πιάνει..!

(από Vrastaman, 18/03/09)Μας τον έπιασε σε βάθος χρόνου (από Vrastaman, 18/03/09)

Σχετικά λήμματα: κωλόμπα, κωλομπαράς, κολομπαράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πατρινή αργκό, το κατώτατο είδος μινάρα. Ο εντελώς γελοίος και άχρηστος μαλάκας. Αν πεις κάποιον στην Πάτρα μιναροκεφτέ μπροστά σε γκόμενες, ετοιμάσου για κλωτσίδι.

Μερικές φορές χρησιμοποιείται και ως φιλική επίπληξη ή προσφώνηση, αλλά μόνο μεταξύ κολλητών.

  1. Τράβα ρε μιναροκεφτέ!

  2. Έλα ρε μιναροκεφτέ, πλάκα σου κάνω.

Ψίτ, γκαρσόν !  Μιά μερίδα μιναροκεφτέδες...  (από Marco De Sade, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε σε ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ΄60 για τους ομοφυλόφιλους. Στην εποχή μας το λήμμα έχει αποκτήσει την έννοια του φλώρος, φλωρούμπας.

Παρόλα αυτά, η έννοια του είναι ευρύτερη, καθώς πλέον περιλαμβάνει ενδυματολογική κριτική, υφέρποντα φθόνο και λανθάνουσα ταξικότητα. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι, ο όρος χρησιμοποιείται face to face και ΜΟΝΟ σε άτομα τα οποία είναι πια αδύναμα από εμάς για ευνόητους λόγους.

-Πώς είσαι έτσι ρε Ριρή;;; Κοίτα πως είναι ο τριμάλακας!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρέως αποδεκτός και χρησιμοποιούμενος χαρακτηρισμός γυναίκας, η οποία επιδεικνύει εξαιρετικά δραστήρια σεξουαλική συμπεριφορά, χωρίς φόβο και πάθος.

Μεταφορικός χαρακτηρισμός από το ρήμα «ξεσκίζω», δια του οποίου τονίζεται η μανία και η επιθετικότητα με μοναδικό στόχο την τέλεση της ερωτικής συνεύρεσης.

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ως «ξεσκίστρω». Βλ. και πουτσοξέσκιστρα, ξεσκί.

  1. Η ξεσκίστρα κατά τους αρχαιολάτρεις οπαδούς:

ΞΕΣΚΙΣΤΡΑ – ΞΕΣΚΙΣΜΕΝΟΣ–Η

ΕΚ ΤΟΥ «ΕΚ» ΚΑΙ «ΣΚΙΖΩ». ΞΕΣΚΙΣΤΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΔΗΛΟΙ ΤΗΝ ΑΚΟΡΕΣΤΗΝ ΣΑΡΚΙΚΩΣ ΓΥΝΑΙΚΑΝ Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΣ ΠΡΩΤΟΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΕΞΟΡΜΑΕΙ ΕΙΣ ΑΤΟΜΟΝ ΚΑΙ ΣΚΙΖΕΙ ΤΑΣ ΣΑΡΚΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΛΑΚΙΣ ΠΡΟΚΑΛΩΝΤΑΣ ΑΠΟΤΟΠΟΘΕΤΗΣΙΝ ΑΥΤΩΝ. «ΞΕΣΚΙΣΜΕΝΟΣ» ΚΑΙ «ΞΕΣΚΙΣΜΕΝΗ» ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΣ ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ.

  1. Περιγραφή με έντονο λυρισμό:

Έτσι και έγινε αφού κατάπιε σημαντική ποσότητα με τράβηξε στο κρεβάτι όπου αφού τις έγλειψα δάχτυλα των ποδιών τις γάμπες και τα μπούτια μου είπε να της κάνω «πινέλο» (βλ. και πινελάκι) στην κλειτορίδα. Χωρίς να το πολυκαταλάβω σε λίγο άδειαζα το δεύτερο φορτίο μου στα αχανή έγκατα του μουνιού της!
- Γάμα με όπως την ξεσκίστρα την αδελφή μου αγόοορι μου ααααα....
Χύυυνω.
Μετά γυρίζει στα τέσσερα και μου λέει :
-Από τον κώλο δεν το κάνω... θα σου κάνω όμως κάτι καλύτερο που το έχω κάνει σε όλα τα τεκνά και έχουν ξετρελαθεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα μπαταλεύω (αγνώστου ετυμολογίας), σημαίνει ότι παχαίνω απότομα, «ανοίγω».

Χρησιμοποιείται κατά κόρον για να περιγράψει γυναίκες, οι οποίες πάχυναν απότομα και έχασαν τη φρεσκάδα και την ελκυστικότητα που κάποτε είχαν. Δόκιμη είναι και η παθητική μετοχή «μπαταλεμένη». Βλ. και μπατάλω.

  1. - Είδα ρε την Ευαγγελία τις προάλλες, εκείνη τη συμμαθήτρια μας που έμενε απέναντι από εσένα.
    - Σε θυμήθηκε;
    - Ναι. Απογοητεύτηκα όμως. Δε φαντάζεσαι πως έχει μπαταλέψει, κρίμα.
    - Ποιο ρε, αυτό το γκομενάκι με το κορμί χελιού μπατάλεψε;
    - Κι όμως...

  2. - Να, αυτή είναι η χωρισμένη που έρχεται στο μαγαζί κάθε μέρα. Καλό εεε;
    - Τι λες ρε μαλάκα, την παλεύεις, αυτή είναι μπαταλεμένη, σκέτη λιόπα. Δεν πας καλά μού φαίνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτικός ορισμός του πούστη.

Η ετυμολογία της φράσης είναι η ίδια με αυτήν που δίνεται στην φράση το μπατάρισε στο ντήζελ.

- Τί γνώμη έχεις για τον Μάνο;
- Καίει ντήζελ του σκοτωμού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή, το 'χει μπατάρει στο ντήζελ

Ναυτική ιδιωματική φράση για κάποιον που έγινε πούστης.

Η πολυκύλινδρη μηχανή των μεγάλων πλοίων κατά την διάρκεια του πλου δουλεύει με «βαρύ», σχεδόν αφιλτράριστο, πετρέλαιο μαύρο, το επιλεγόμενο μαζούτ. Κατά κάποιον τρόπο, καίει «αντρίκιο» πετρέλαιο.

Όταν απαιτούνται συνεχείς αλλαγές στην ταχύτητα, όπως όταν το πλοίο εισέρχεται σε λιμάνι, τότε χρειάζεται «λεπτό» πετρέλαιο, καλά φιλτραρισμένο, που να καίγεται γρήγορα ώστε να υπάρχει ταχεία απόκριση της μηχανής. Αυτό είναι το ντήζελ το οποίο θεωρείται και κάπως «γυναικείο» πετρέλαιο λόγω του ραφιναρίσματος που έχει υποστεί.

Όταν το πλοίο πλησιάζει στο λιμάνι, γίνεται προετοιμασία της μηχανής, ώστε να μπορεί να γυρίσει από το κάψιμο του μαζούτ στο κάψιμο του ντήζελ. Να «μπατάρει» δηλαδή από το «αντρικό» στο «γυναικείο» καύσιμο.

'Ετσι και κάποιος όταν το μπατάρει στο ντήζελ, ε, είναι πουστάρα ... πώς να το κάνουμε δηλαδή;

  1. - Ρε συ! Ο Τάσος το μπατάρισε στο ντήζελ ή μου φάνηκε;
    - Τί σου φάνηκε, καημένε; Καίει ντηζελάκι εδώ και χρόνια.

  2. - Βρε, τον Βάγγο σαν κάπως αλλαγμένο τον βρήκα.
    - Ε ναι, αφού το 'χει μπατάρει στο ντήζελ.

γκούχου γκούχου... (από Τσακ εις την μέσην, 24/02/11)

Σχετικό: καίει ντήζελ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified