Further tags

Υποτιμητικά για γυναίκα την οποία θεωρούμε ότι είναι για τον πέουλο...

συνων. μαλακισμένη (απλά πράματα...)

(στίχος τραγουδιού)

[...]Είσαι μια πουτσοκαρούμπα εσύ, δεν θέλω να σε κρίνωωωω... Τ΄αρχίδια μου τα έσπασες μεγάλη συμφορααααααααά.... Τα νεύρα μου δεν τα συγκράτησα και όπως σηκωνόσουουν... «Κριτίμπομπο!» μια τόφα, σου γάμησα τα πρέκιαααα...

(σ.σ. η μελωδία όπως στο κουπλέ του λαϊκού άσματος «Μια καρδιά στα χέρια μου μου φέρανε, καντην ό,τι θες είναι για σένανε»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό μεγάλο πρόβλημα της φιλοσοφίας που απασχόλησε και τον διάλογο Πρωταγόρας του Πλάτωνος είναι: Γίνεται ο πούστης ή γεννιέται; Υπέρ του δευτέρου συνηγορεί η έκφραση άμα είναι ξεκωλιάρης ο άνθρωπος. Υπέρ του πρώτου, η περίπτωση του Πέρι στο the Slang & the Restless, ο οποίος από κει που πηδούσε το Λίλιαν, την απόλυτη ονείρωξη, για τα μάτια του Βάγγελα βρέθηκε να τον παίρνει μέχρι κι από γερομπινέδες στην μαρτυρική μεγαλόνησο.

Για χάρη συμβιβασμού, έστω ότι υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πούστηδων, αυτοί που γίνονται κι αυτοί που γεννιούνται. Ο πούστης από κούνια είναι αυτός που γεννιέται. Αυτός που από μικρό παιδί δεν τον κούναγε η παιδική κούνια, αλλά αυτός κούναγε την κούνια, όντας ο ίδιος και η πρώτη κουνίστρα, κουδουνίστρα, λαϊστέρα. Αυτός που ήταν πιπίλας απ' όταν τού 'βαλαν για πρώτη φορά πιπίλα, κι η πρώτη λέξη που είπε ήταν στα γαλλικά: σουσέλ.

Λίλιαν: Μού 'ρθε ο Πέρι και μου κλαιγόταν ότι θυμόταν τώρα την αλλοτινή ευτυχία μας κι ότι αν δεν ήταν ο Βάγγελας που τον παρέσυρε στον στραβό δρόμο, καμία από τις τραγωδίες μας δεν θα είχε συμβεί...
Λάουρα: Τον πιστεύεις καημένη; Ο Πέρι είναι πούστης από κούνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κούνια στα ποντιακά.

Επίσης (και για ευνοήτους λόγους) και η γυναίκα που κουνιέται πολύ όταν περπατάει, η κουνιότα (ανεξαρτήτως πάχους).

Κατ' επέκταση και κατά Χάρρυ Κλυν, η κουνίστρα, η κουδουνίστρα και για να μην το κουράζουμε, ο πούστης σε οποιαδήποτε από τις 268 καταγεγραμμένες από τον συνάδελφο Χανκ βερσιόν.

Πάει εξαιρετικά με το «μωρή», περίπου όσο το κατούρημα με το κλάσιμο.

Ασσίστ: ..., άντε καλά και λίγο ο ΡΤΠ;)

- Πού χάθηκες βρε παλιόπαιδο; Έτσι κάνει ο κόσμος; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε... Γιατί δεν περνάς από το σπίτι το βράδυ να πιούμε τίποτε, να την πέσουμε, να ρίξουμε καμιά βουτιά στην πισίνα...
- Ίσα μωρή λαϊστέρα που μου θες και βραδυνό μπάνιο στην πισίνα! Λουγκρητία! Σιγά μη μαγειρέψεις κι ένα καλό γεύμα.
- Καλά ντε... Άμα είναι ξεκωλιάρης ο άνθρωπος...

Και το βιδεο - δοκουμενδο (από acg, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτή που γαμιέται με τον «πάσα έναν» (sic), δηλαδή με όλους.

  2. Αυτή που γαμιέται από πάσες. Όταν ο ένας την πασάρει στον άλλον -συνήθως τον κολλητό του- για να γίνουν και οι αναγκαίες συγκρίσεις μετά, στον καφέ.

  1. Πασαγαμιόλα είναι η κυρία. Μακριά μην κολλήσουμε κανά έιντς.

  2. Έλα ρε μαλάκα κάνε μου κονέ, πασαγαμιόλα είναι, θα της αρέσει η αλλαγή. Μέσα στην οικογένεια θα μείνει άλλωστε...

Πές-πές, τελικά τον έψησε... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοελληνικός χαρακτηρισμός που αποδίδουμε σε γυναίκες που δεν είναι ούτε πολύ χοντρές ούτε κανονικές. Σε γκόμενες δηλαδή που είναι λίγο χοντρές, αλλά ντρεπόμαστε να πούμε ότι πήγαμε με χοντρή.

Βασίζεται στην σχηματική, λεκτική ουσιαστικά, μετεξέλιξη της λέξης Χοντρή. Χοντρή- Χοντρούλιτς- Ντρούλιτς (ουδεμία σχέση με τον παλιό σέντερ-φορ της Καβάλας και του ΟΦΗ).

- Πω! τι παιδί είναι αυτό το ξανθό;
- Ποια ρε μαλάκα η χοντρή; Τα βυζιά της φτάνουν μέχρι τους χιαστούς...
- Έλα ρε μαλάκα, δεν είναι χοντρή... Ντρούλιτς είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Αντίπαλον πέος»: φόβος από ισόπαλο ανταγωνιστή, αίσθημα φόβου που προέρχεται από εχθρό εξ ίσου ισχυρό // εχθρός, αντίπαλος, ανταγωνιστής, αντίμαχος, αντίζηλος. Π.χ. «Αυτό που κρατά τη μεταξύ τους ισορροπία είναι το αντίπαλον πέος».

Πρβλ. Θουκ. ΙΙΙ 11,2: ''Το δε αντίπαλον πέος μόνον πιστόν ες ξυμμαχίαν. Ο γαρ παραβαίνειν τι βουλόμενος τω μη προέχων αν απελθείν αποτρέπεται''.

Μπορούσε να λέγεται και «Αντίπαλων δέος», αλλά τετριμμένα λόγια

Ξέροντας τα μυστικά όπλα των Εγγλέζων (και είναι γεγονός): οι βόμβες που προκαλούν ομοφυλοφιλία. Τη ρίχνεις στον αντίπαλο, αλληλοπηδιούνται και που όρεξη για πόλεμο. Ε καλά τι άλλου είδους βόμβα θα είχαν ανακαλύψει οι ανγκλέζοι, παρά την πουστόβομβα…

Τέλος πάντων, το αντίπαλων πέος μετρά και κρατά ισορροπία στον κόσμο.

Πως όμως ξέρομε το μέγεθος του οχθρού, όρε; Στέλνομε μία κατασκοπίνα να γυρίσει πίσω και να μας πει. Αν δεν γυρίσει όμως να μας το πει, τότε χάσαμε το παιχνίδι: είναι μεγαλύτερος ο εχθρός…

Κατασκοπίνα σε αντίπαλη κατασκοπίνα, που συναντήθηκαν μετά το πέρας των αποστολών τους σε ένα καφέ:
- Άσ’ τα μωρέ, μπάμια το καβλάκι του δικού σου… - Ναι μωρέ, το ίδιο του δικού σου!
- Άντε, ας τελειώσουμε το καφεδάκι και να τους πούμε τα μαντάτα να ηρεμήσουμε.

Άλλο Poetry και άλλο Pottery! (από Vrastaman, 15/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που αρέσκεται στην τραμπάλα.

Συγκεκριμένα: αυτή που καβαλάει τον αντρικό λεβιέ και τραμπαλίζεται προκαλώντας ευχαρίστηση και στον εραστή της, ο οποίος ξεκουράζεται ανάσκελα και μερικές φορές με τα χέρια πίσω από το κεφάλι σε στάση απόλυτης άνεσης.

Η ξεκωλιάρα, η πασαγαμιόλα, η χαμούρα.

Απαντά και ως «πουτσοτραμπαλέτα» ή «ψωλοτραμπαλέτα».

Επιτέλους, λίγος σεβασμός στις κυρίες που σκοτώνονται να μας ευχαριστήσουν.

Η Σίσυ είναι τραμπαλέτα ολκής. Μετά από μιά βραδιά μαζί της, θυμάσαι όλες τις παιδικές χαρές που είχες πάει μικρός.

Προσοχή: γειτονιά με 15χρονες τραμπαλέτες  (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εύκολη γκόμενα, το ξέκωλο. Αυτή που ανοίγει εύκολα τα μπούτια.

Από το ιταλικό ρήμα «trombare» = φουσκώνω, (στην αργκό) = γαμάω.

Κάνει ωραίους συνειρμούς και με το μουσικό όργανο. Αν παιζόταν γονατιστά, θα προερχόταν σίγουρα από αυτό.

- Πάρε το σοβαρό μωρό που περνάει.
- Σιγά την τρομπέτα!

να περάσουν οι 2 επόμενοι (από Marco De Sade, 14/03/09)Jazz καταστάσεις... (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαλλοκρατική, σεξιστική, ή ομοφοβική εκφορά του «κινήματος» φεμινιστικών ή γκέι φιλοδοξιών.

  1. «Άφησε τα κινήματα κι άρχισε τα κουνήματα»: Ιστορική ατάκα Χάρρυ Κλυνν για φεμινίστρια γκόμενα, που όταν ήταν να ενδώσει στον περίφημο Βασίλη, ξέχασε τα λογύδρια περί φεμινιστικών κινημάτων.

  2. Το γκέι κούνημα αποκτά όλο και περισσότερους θιασώτες. (Είρων ομοφοβικός).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθης φαλλοκρατική ύβρις σε γυναίκες που διεκδικούν ισότητα με τους άντρες. Θεωρείται ότι το γεγονός ότι οι άντρες κατουράνε όρθιοι, ενώ οι γυναίκες όχι, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γενετικό επιχείρημα υπέρ της ανδρικής ανωτερότητας.

– Μού 'πε, λοιπόν, να μοιράσουμε τις δουλειές του σπιτιού στη μέση, αυτή να κάνει το σιδέρωμα, εγώ το πλύσιμο των πιάτων. «Τράβα κατούρα όρθια, αν μπορείς!», της απάντησα!
Ετς.

Νταξναούμ, υπάρχουν και Σλάνγκοι που βλέπουν την πλάτη των Σλανγκοφοριαζουσών στην βαθμολογία. Αλλά μπορούν αυτές να κατουρήσουν όρθιες; Η σλανγκ είναι πάνω απ' όλα μια αντρίκια κουβέντα!
– Όπα όπα! Είσαι slangically incorrect! Δεν κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified