Η παρέα απο κορίτσια ή γκόμενες.
Ουδέν σχόλιον...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πούστης.
- Γεμίσαμε τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρες στην τηλεόραση!
βλ. και τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Η σεξουαλικά ακόρεστη γυναίκα, η τσούλα, η πόρνη.
Λέξη της κρητικής ιδιολέκτου -σε μικρή χρήση σήμερα- προερχόμενη από τη λέξη καμπανός (παλαιός τύπος φορητής ζυγαριάς, αποτελούμενης από μία μακρυά μεταλική ράβδο, δύο γάντζους -έναν για να κρεμιέται από ένα σταθερό σημείο και έναν για να κρεμιέται το προς ζύγιση αντικείμενο- και ένα αντίβαρο) + ψωλή. Κατά κυριολεξία σημαίνει την γυναίκα που συνεχώς και αδιαλείπτως ασχολείται με ποικιλία ανδρικών μορίων, τα ζυγίζει, τα αγοράζει και έχει εν γένει ενδιατρίψει επαγγελματικά στο αντικείμενο.
- Καλή κοπελιά η Χ;
- Ναι, ήντα να σου πω, καλή ψωλοκαμπανίστρα είναι και του λόγου τζη!
Got a better definition? Add it!
Η τύπισσα η οποία:
1. δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της και που
2. κλαίγεται συνεχώς γι αυτό.
Άσ' την αυτήν, μια παλιο-αγάμητη κλαψομούνα ειναι.
Got a better definition? Add it!
Η κυρία η οποία δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της.
- Για δες την, κλαψομούνα είναι.
Got a better definition? Add it!
Το μπάζο, καθώς και η αξύριστη.
Από τον υπερ-cult 80s ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Βαμβακούλα.
Got a better definition? Add it!
Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για τον ομοφυλόφιλο άντρα ο οποίος περπατάει καμαρωτός και αεράτος σαν ζαρκάδι.
- Πω-πω, κοίτα μαλάκα, κοίτα τη ζαρκαδόπουστα πώς κουνιέται!
Got a better definition? Add it!
Ο πούστης.
- Δες τον πως κουνιέται την τσαχπινογαργαλόπουστα!
Σχετικά: τσαχπινιάρης, τσαπερδόνα, τσαχπινογαργαλιάρα, τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα, τσαχπινομπιρμπιλογαργαλιάρης
Got a better definition? Add it!