Further tags

Η παρέα απο κορίτσια ή γκόμενες.

Ουδέν σχόλιον...

(από Cunning Linguist, 06/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης.

- Γεμίσαμε τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρες στην τηλεόραση!

βλ. και τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραβέλι.

- Εγώ πάντως αυτόν τον Τζον Τραβόλτα δεν τον γαμάω.

(από Khan, 19/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν δεις κάποιο τούμπανο και είσαι με πατσόλα.

Άσε ρε μαλάκα, έσκασε και η δικιά μου με 2 μουνάκια, την έπαιζα και έκλαιγα.

..στο 0:50, από τις πιο δυνατές σκηνές σε ταινία ever (seriously) (από Jonas, 12/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σεξουαλικά ακόρεστη γυναίκα, η τσούλα, η πόρνη.

Λέξη της κρητικής ιδιολέκτου -σε μικρή χρήση σήμερα- προερχόμενη από τη λέξη καμπανός (παλαιός τύπος φορητής ζυγαριάς, αποτελούμενης από μία μακρυά μεταλική ράβδο, δύο γάντζους -έναν για να κρεμιέται από ένα σταθερό σημείο και έναν για να κρεμιέται το προς ζύγιση αντικείμενο- και ένα αντίβαρο) + ψωλή. Κατά κυριολεξία σημαίνει την γυναίκα που συνεχώς και αδιαλείπτως ασχολείται με ποικιλία ανδρικών μορίων, τα ζυγίζει, τα αγοράζει και έχει εν γένει ενδιατρίψει επαγγελματικά στο αντικείμενο.

- Καλή κοπελιά η Χ;
- Ναι, ήντα να σου πω, καλή ψωλοκαμπανίστρα είναι και του λόγου τζη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τύπισσα η οποία: 1. δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της και που
2. κλαίγεται συνεχώς γι αυτό.

Άσ' την αυτήν, μια παλιο-αγάμητη κλαψομούνα ειναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυρία η οποία δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της.

- Για δες την, κλαψομούνα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάζο, καθώς και η αξύριστη.

Κόψε ρε μαγκίτη τον βαμβακούλα;! Μαλωμένη με το ξυράφι, κουμούνα και φεμινίστρια!

(από Khan, 23/09/10)Πνίχτε Λούγκρες τα Κουνέλια - Βαμβακούλας (από Cunning Linguist, 23/03/12)

Από τον υπερ-cult 80s ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Βαμβακούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για τον ομοφυλόφιλο άντρα ο οποίος περπατάει καμαρωτός και αεράτος σαν ζαρκάδι.

- Πω-πω, κοίτα μαλάκα, κοίτα τη ζαρκαδόπουστα πώς κουνιέται!

Ομοφυλόφιλος σε στιγμές βουκολικής ευτυχίας. (από patsis, 22/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης.

- Δες τον πως κουνιέται την τσαχπινογαργαλόπουστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified