Further tags

Η γηραιά κυρία, άκα: τζατζόγρια, γριέντζω, ξεκωλόγρια, νίντζα.

Μη πάει ο νους σε τζιλφίδιο, μιλάμε για épouvantable εσχατόγρια.

1.
Τα κρε-μαστάρια φτάναν μέχρι το πάτωμα. Και πυγμαίος να ήμουν, πάλι τα φτανα. Απάλευτη γρια τζάτζω :p

2.
- Το τζινάκι και το μπλουζάκι με το γιακαδάκι, κάτι ανάμεσα σε παιδούλα και γρια τζάτζω.

  1. - Ε οχι και κουκλιτσα. η τζατζω.
    - τί είναι τζατζω;;;;
    - Τσουρόγρηα
    - Τζατζογρια, τσουρογρια οπως ειπωθηκε.
    (από το φατσομπούκι)

(από σφυρίζων, 30/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φέρεται πως διαθέτει μαστόρικη πύρινη υπόσταση και λαιμαργία στην υπέρταση θερμοκρασίας.. Ύστερα από διαρκούς, μικρού ή μεγάλου μήκους ερωτικού φιλμ παρατηρείται ο πυριγενής αντιδραστήρας να ανεβάζει ταχύτατες στροφές... Η ψωλή ή αλλιώς καυλί ή ή, εις την συνουσία προβάλει μια τεράστια σούπερ δύναμη. Το πυροκαύλι αυτό οφείλεται στην πυρίμαχη και σεξουαλική παρόρμηση του πυρόκαυλου να σχίσει, να ξεσκίσει, να τεμαχίσει, να ανοίξει, κάθε λογής τρύπα... Με λίγα λόγια ο άνθρωπος που είναι πολεμική μηχανή στο κρεβάτι, αυτός που φλέγεται μόλις ανάψει, αυτός που μοιράζει φλεγόμενα βέλη, αυτός που ενδέχεται να είναι ο μόνος ερωτικός σύντροφος με 3 πόδια...

- Ρε φίλε ο Μπάμπης λέει κατάφερε τέσσερις ρωσίδες μαζί..
- Μα καλά ρε πυρόκαυλος είναι;

- Μαρίααα τι να σου πωωω, απίστευτος, από που να ξεκινήσω, έβγαζε φωτιές, ήταν σαν πυροσωλήνας σαν πυροτέχνημα αιώνιας διάρκειας..
- Ουυααααου πηδήχτηκες με κάποιον πυρόκαυλο;

- Γιατρέ δεν ξέρω τι έχω μόλις τις γδύνω και τις πετάω στο κρεβάτι αλλάζω, γίνομαι αγρίμι, βγάζω φωτιές τις πονάω αλλά τους αρέσει, πείτε μου κάτι σας παρακαλώ...
- Δεν έχετε κάτι, είστε ευλογημένος, σας ζηλεύω!
- Τι εννοείτε γιατρέ;
- Είστε το 0,0001% του παγκόσμιου πληθυσμού, είστε ένας πυρόκαυλος...

- Μαμά, μαμά ήμουν στην θεία φώναζε και έλεγε του θείου κάψε με, κάψε με, μπήκα στο δωμάτιο και ήταν γυμνοί...
- Αααα
- Μαμά, μαμά σου μιλάω...
- Χμμ, έτσι εξηγείται, ο θείος σου είναι πυρόκαυλος...
- Μαμά τι λες;
- Τίποτα, τίποτα, πήγαινε να παίξεις με τα παιχνίδια σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στους fashionable μοδάτους που φοράνε Façonnable πουκάμισα, αλλά σε όσα αμαρτωλά εμπνέουν (ή είναι επιρεπή σε) επικά φάσωματα. Ψευδογαλατικό λολοπαίγνιο εκ του φασώνω (κάνω φάση) και του γαμοσλανγκοτέτοιου -αμπλ.

Βλ. επίσης: γαμήσαμπλ, γαμησάμπλ, κρεβατάμπλ, πάρταμπλ, φακάμπλ.

Αντί παραδείγματος, βλ. Λίλιαν.

Φασονάμπλ fashionable με Façonnable (από dryhammer, 25/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κλώσσες γενικά μιλάνε πολύ για μαλακίες που δεν αφορούν κανέναν, κάνουν θόρυβο, ρωτάνε αδιάκριτες λεπτομέρειες για τα πάντα, έχουν «φίλες» με τις οποίες συνήθως κινούνται μαζί σε διάφορα σημεία όπως καφετέριες, πολυκαταστήματα κλπ, τους ενδιαφέρουν οι άντρες ως μέσο επίδειξης στις «φίλες», θείες, γιαγιάδες τους, καθώς και ως χρηματοδότες, κόλακες και ταξιτζήδες τους, και οι προτεραιότητές τους ειναι γενικά πώς θα φανούν στους «άλλους», τι θα φορέσουν, πού (θα πουν ότι) πήγαν διακοπές και πώς θα ανελιχθούν με τον μικρότερο δυνατό εγκεφαλικό(;) κόπο. Κατά τα άλλα δεν έχουν πραγματικά ενδιαφέροντα, είναι δήθεν υποτακτικές στους άντρες τους, με τους οποίους ασχολούνται διαρκώς επειδή αρέσκονται κατά βάθος να τους ελέγχουν και λατρεύουν να οδηγούν τζιπ.

Κλασική κλώσα ρε γαμώτο η Κατερίνα, αφού μας τα 'πρηξε μια ώρα με τις διακοπές που την πήγε ο γκόμενός της, άρχισε να μας λέει ότι τα καινούργια γυαλιά της κολλητής της είναι μαϊμού, δεν αντέχει που της την πέφτει ο προϊστάμενός της και πόσο κιτς ήταν ο γάμος της ξαφέλφης της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, συνήθως σαν βρισιά, σπανιότερα και χωρίς υβριστική διάθεση. Συχνά δηλώνει νεαρό ομοφυλόφιλο με ένα κεχαριτωμένο ζενεσεκουά, αλλά γενικά διατηρεί τον μειωτικό του χαρακτήρα.

Στα κομμέ λέγεται στράκι και στα ποδανά στρακιπού. Συνώνυμα: πουστάκι, στάκι, στακιπού, πουστρίδι και ο πουστρίγκος.

  1. Ήμουνα γύρω στα 17 και μόλις είχα πρωτοξεκινήσει στη Συγγρού. Τρελοτραβεστούλα με όλο το θράσος της ηλικίας μου, όλα τα προβλήματα μου φαίνονταν ασήμαντα. Ο κόσμος των τρανς ήτανε πολύ μικρός τότε, πιάτσα, αστυνομία και τσόλια, ούτε η λέξη τραβεστί δεν ήτανε γνωστή, «φούστα-μπλούζα» λέγαμε ή «ντύθηκε». Έμενα σε ένα στενάκι κοντά στο Φιξ, πω πω αγόρια που πέρασαν από το σπίτι! Εκεί κοντά λοιπόν σε μια γραφική ταβέρνα «ο Γέρος του Μοριά», έβλεπα την Σαπφώ, έτρωγε συνήθως μόνη της, καθότανε λίγο και μετά έφευγε. Οι τρανς περνούσαμε και την χαιρετούσαμε «τι κάνετε κυρία Νοταρά μας, πως είσαστε;» κι εκείνη πάντα χαμογελούσε. [...] Μετά από χρόνια είχα ένα φίλο τον Αντωνάκη, χαριτωμένο κουλτουριάρικο πουστράκι, είχαμε γνωριστεί στο ΑΚΟΕ, εκεί στην οδό Ζαλόγγου στα Εξάρχεια. Δίπλα από το ΑΚΟΕ ήταν ένα καφενεδάκι, εκεί μια μέρα τον συνάντησα μαζί με την Σαπφώ, που ήτανε φίλοι και με προσκάλεσαν να καθίσω μαζί τους «έλα να πιούμε ένα τσαγάκι». Ο Αντωνάκης έφυγε ξαφνικά, πολύ μικρός, απ΄τη ζωή. (Από το Trans-late Paola- Συναντήσεις με την Σαπφώ Νοταρά).

  2. - Πώς καψούρευες τα αγόρια Πάολα; - Ξέρεις τι πιστεύω; Δεν νομίζω πως τελικά γουστάρανε το σεξουαλικό μου φύλο αλλά το κοινωνικό μου. Τον μύθο της τρανς Πάολας. Είχα κάτι άλλο ρε παιδί μου εγώ από μικρή. Είχα έναν τσαμπουκά και μια ανεξαρτησία που τους άρεσε. Επίσης εγώ δεν ήμουν και δεν ξεκίνησα σαν πουστράκι αλλά σαν κορίτσι, σαν γυναίκα. Δεν ήμουν μίζερη και στη μέση. Ήμουν από την αρχή ξεκάθαρη και ντόμπρα. Βγήκα και είπα αυτό είμαι. Δεν το έπαιξα και έτσι και αλλιώς. Τότε υπήρχαν αυτές που θα τις βαράγανε και αυτές που θα τις γαμάγανε. Εγώ ήθελα και ήμουν από την αρχή στις δεύτερες. (Η Πάολα περί έρωτος).

  3. «Ψιτ! Ψιτ! Πουστράκι! Πουστράκι, τελειώνετε κατάλαβες; Τελειώνουν τα πουστράκια» (Από το σεξιστικό παραλήρημα του βουλευτή της Χρυσής Αυγής Ηλία Παναγιώταρου έξω από το θέατρο Χυτήριο τον Οκτώβριο του 2012).

Προσφιλές στην ιδιόλεκτο του ραπερά Alitiz. (από Khan, 10/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουστάκι στα ποδανά.

1. Οσο για το πηδημα επειδη εισαι στακιπου πρεπει να γινω και γω δηλαδη;

2. χαζος .... κοντος ευτυχως που δεν ειμαι και στακιπου θα ειχε δεσει το γλυκο.

3. δες αν σου άφησε κανένα καρότο στο ψυγείο εκείνο το στακιπου ο Γαβρίλος σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το σημείο του πρωκτού απ' όπου εξέρχονται τα κόπρανα. Ίσως να έχει κάποια σχέση με το σούφρωμα, δηλαδή που το σημείο του πρωκτού που μοιάζει σαν σφιγμένο, ίσως έτσι αυτό το μάζεμα-σφίξιμο να έχει δώσει αυτήν την λέξη...

Χρησιμοποιείται και ως βρισιά απευθείας. Και ως ένδειξη μεγάλης τύχης κοινώς κωλοφαρδία.

- Τον έριξε νέφτι στην τσούφρα κι έγινε πύραυλος.
- Φιλαράκι έχει μια τσούφρα (για γυναίκα) κάτσε καλά.
- Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως άκακη και μεταξύ φίλων (ανδρών κυρίως) μικρή, παιχνιδιάρα βρισιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψυχάκιας, ψυχάκι. Το αψυχολόγητο άτομο το οποίο θα επιτελέσει την αψυχολόγητη πράξη σε ανύποπτη στιγμή. Γενικότερα ο ασταθής ψυχολογικά άνθρωπος που βρίσκεται στα όρια της τρέλας.

-Πω μαλάκα η Βάσω το χει χάσει τελείως!
-Τι έγινε;
- Είπε ότι έχει πλαστό λογαριασμό στο facebook και κάθεται και βρίζει τις γκόμενες στις φωτογραφίες από τα club.
-Στο πα ότι είναι ψυχαντήρι η μαστόρισα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νόσος του καληνυχτάκια. Συνήθως ορίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που δυσκολεύεται να βρει ερωτική σύντροφο διότι σε κάθε ραντεβού, την συνοδεύει μέχρι το σπίτι της όπου, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε εκδήλωση ερωτικής επιθυμίας, την καληνυχτίζει.

Διαφήμιση της Gilette, διά στόματος Ζουγανέλη, ο οποίος διαγιγνώσκει την αρρώστια κάποιου ερωτικά αποτυχημένου:

«...οξεία καληνυχτοπάθεια!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πόμολο εσφαλμένα ταύτισε το τραμπάκουλο με το ταράκουλο, με αποτέλεσμα η έκφραση παθαίνω τραμπάκουλο να έχει ψιλοκαθιερωθεί (βλ. εδώ).

Άλλο όμως οι Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως. Το βέρο τραμπάκουλο (> Ιταλ. trabàccolo) υπήρξε espèce de αργοκίνητο ιστιοπλοικό που προ αιώνων μετέφερε εμπορεύματα κι επιβάτες στην Αδριατική.

Η πρώτη εκσλάνγευση του όρου αφορούσε σε εύχοντρους και δυσκίνητους ανθρώπες, κυρίως του ασθενούς φύλου, της συνομοταξίας φακλάνα, μαούνα, θωρηκτό Ποτέμκιν.

Δευτερεύουσα σημασία: υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις στην ιστιογραφία ότι το τραμπάκουλο εκφέρεται κι ως συνώνυμο τση καρπαζιάς.

  1. - Το μεγάλο, ογκώδες, άχαρο, κατσιβέλικο αντικείμενο, ιδίως όχημα.
    (Kitty Darling, εδώ)

  2. - ΟΚ, είναι το αργό καράβι και λέγεται επίσης για μια γυναίκα κάποιων κιλών που περπατάει σεινάμενη-κουνάμενη.
    (ΡΤΠ, εδώ)

  3. - Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα.
    (Μ. Καραγάτσης, εδώ)

  4. - Ενα πράμα δμως άπορώ : πώς κρατείς στά λιανά σου τά πόδια, στά καλάμια σου, αυτό τό τραμπάκουλο.
    (Γ. Ξενόπουλος, εδώ)

5.
- θα σου ρίξω ένα τραμπάκουλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified