Further tags

Δεν ξέρω αν έχει θέση εδώ μέσα, αλλά ας δούμε εν τάχει (ποιος τα 'χει; ) το σημασιολογικό φορτίο της λημματογραφούμενης προσφώνησης.

Όταν αυτή απευθύνεται σε γυναίκα, η ατμόσφαιρα ελαφραίνει αξιοσημείωτα με την χρήση του αρσενικού μωρέ, με όλον τον αέρα χαλαρής οικειότητας που αυτό φέρει. Αντιθέτως, η χρήση του θηλυκού τύπου μωρή είναι αρνητικά φορτισμένη, ακόμα και στην περίπτωση προφανέστατα φιλικής διάθεσης από την πλευρά του ατόμου του εκφέροντος τη λέξη, η οποία αποκτά μια νυάνς πατερναλιστικής ειρωνείας στην καλύτερη περίπτωση. Την περίπτωση που ο αποδέκτης του «μωρή» είναι άντρας, δεν την συζητάμε καν.

Στον καθεστωτικό λόγο, ένα αντίστοιχο θα ήταν το διαφορετικό ηθικό πρόσημο των εκφράσεων «δημόσιος άνδρας» και «δημόσια γυναίκα».

Τώρα, να πούμε για την έως και θυελλώδη συνύπαρξη του καθώς πρέπει, του καθημερινού και του αργκοτικού λόγου; Μπα, θα ξημερωθούμε... Θέμα ώσμωσης είναι όλα. Να δω μόνο τον Πρετεντέρη στο γυαλί να κατεβάζει πουστοπουτανιλίκια και χριστοκάντηλα και να πεθάνω ρε μάστορα...

Αυτά, και γλαύκα ες Αθήνας. Στην τελική, άμα το λήμμα δεν είναι σλανγκ, ας πάρει την τσαπού, και τι έγινε μωρέ...

Νταξ μωρέ, ελπίζω να καταλαβαινόμαστε, μη ζητάτε παράδειγμα και μην αρχίσετε τώρα τα «μη λουφάρεις μωρή κουφάλα» και τέτοια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που κάνει τζιβιτζιλικια = σκέρτσα.

Έμπλεξες με τζιβιτζιλού που θα σου κάνει την ζωή σου ποδήλατο μέχρι να την ρίξεις σε κρεβάτι φουκαρά μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στενότερη δυνατή σχέση με το άλλο φύλο όταν είσαι μαθητής / φοιτητής χωρίς αμάξι και δεν ασχολείσαι με το ραπ ή με τον αθλητισμό.

Οι πιο τυχεροί περνάνε εις την ενήλικη σχέση με το άλλο φύλο στην πενθήμερη ή στην εκδρομή της ΔΑΠ το πρώτο έτος, οπότε γαμάνε μια άλλη ΔΑΠίτισσα -ιδιαίτερη κατηγορία νεαρής γυναίκας που χρειάζεται ειδικό λήμμα (ένας από τους λόγους που οι νέοι ακόμα γράφοντα σε σιχαμερές κομματικές παρατάξεις είναι ασφαλώς μπας και γαμήσουν).

Κάθεσαι κάπου σε έναν δημόσιο χώρο και μιλάτε. Αν είσαι μάγκας της κρατάς το χέρι. Αν κάτσει πάνω στον καβάλο σου και τρίβεται πάνω σου από τα ρούχα είσαι ήρωας.

Μεγαλύτερος σκέφτεσαι μήπως απλά έχανες το χρόνο σου ακούγοντας μαλακίες από ανώριμες γυναίκες (δηλαδή ανθρώπους δυο φορές ηλίθιους - και λόγω φύλου και λόγω ηλικίας) που μαζί με το κωλοτρίψιμο σου έπρηζαν / έσπαγαν τα αρχίδια. Αναρωτιέσαι γιατί δεν επέλεξες να ξοδέψεις το ίδιο χρήμα / χρόνο σε μπουρδέλο στη Δάφνη σαν Μπουρδελιάρης.

- Τα ψιλοέχουμε...
- Την γάμησες;
- Όχι μωρέ... ξέρεις, κωλοτρίψιμο.
- Απ' εξω έχυσες;
- Όχι ρε απλά μιλούσαμε... ρομαντικά... ξέρεις, κωλοτριβόμασταν... μου λείπεις, τι κάνεις, τέτοια...
- Κατάλαβα... Παιδί μου πάρε 50 ευρώ και πήγαινε στη Δάφνη, στο στούντιο στου Ντούρτα.

(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 27/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος εγχώριας οπισθοβαρούς μουνίδας που (όπως και η στάμνα) πλαταίνει στην μέση.

Περιλαμβάνει ευρύτατο φάσμα μούνων, από την πα-μαλ κωλαρού της οικογένειας κοντούλα μέχρι και την ειδεχθή αχλαδομουνοπατσαβούρα.

Βλ. επίσης: αχλαδομούνα, αχλάδω, μπομπιστάμνα, μποχλάδω, μπουρέκλα,

1. - Τώρα αν πω ότι και στις γυναίκες αρέσουν οι καμπύλες, θα ακουστεί περίεργο; :roll:
- ειδικα κατι σταμνοκωλες τις αγαπανε πολυ τις καμπυλες τους

2. Πορωτικές λεξούλες: κατές, σταμνοκώλα, ταμτιριριρί, μπαζολία.

(από σφυρίζων, 12/03/13)nice ass (από perketis, 12/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να τονίσουμε την αναξιοπιστία των λεγομένων κάποιου. Το γνωμικό αυτό του λαού μας, αναπαράγει το κλισέ (που παρεμπιπτόντως καταδικάζουμε) ότι η αξιοπουστία είναι αντιστρόφως ανάλογη της αξιοπιστίας και ότι οι πόρνες που κλαίγονται για την κακή τους κατάσταση δεν πρέπει να λαμβάνονται στα σοβαρά, γιατί αλλιώς θα είχαν αλλάξει επάγγελμα (λέμε τώρα) ή δεν θα είχαν εισέλθει σε αυτό ιν δε φερστ πλέης.

Η φράση πάντως επεκτείνεται και σε άλλους συμπολίτες μας που είναι καθ' έξιν ή κατ' επάγγελμα αναξιόπιστοι, όπως λ.χ. οι πολιτικοί με τις προεκλογικές υποσχέσεις ή προγραμματικές δηλώσεις, αυτοί που κάνουν καταθέσεις ψυχής σε ριάλιτι σόουζ ή στον μικροκύκλο τους και λοιποί καζαντζίδηδες.

Πάσα (Δ.Π.): perketis.

  1. ΜΗΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΠΟΥΣΤΗ....ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ -ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ ΤΑ ΕΥΧΟΛΟΓΙΑ. Σήμερα θα δούμε αν οι βουλευτές του ΠαΣοΚ ,ότι λένε το πιστεύουν. (Εδώ).

  2. μην πιστευεις πουστη λογια και πουτανας μοιρολογια....δεν μας χεζεις ρε μανταμ που για τα φραγκα τον παιρνεις δεξια και αριστερα!! (Εδώ).

  3. Μη πιστεύεις πούστη λόγια και πουτάνας μοιρολόγια, πόσο μάλλον όταν ο πούστης μιλάει πολύ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμός της bimbo, της πανέμορφης και «κοκέτας» ξανθιάς νάρας που όμως κάπου χάνει.

Σαν καθαρόαιμη μπάρμπι πιστεύει ότι η θεωρία χορδών αφορά σε στρινγκάκια και ότι το στοματικό διάλυμα είναι η ανάπαυλα ανάμεσα σε δυο πίπες, αυτό όμως ποτέ δεν στάθηκε τροχοπέδη στο να καταξιωθεί με το σπαθί της επαγγελματικά και προσωπικά.

1. Μυστήρια τρένα είσαστε οι άντρες. Αψυχολόγητοι.
Να βλέπεις άντρα-αντρούκλα, με όλα τα προσόντα της καλής Τύχης και εμφανισιακά και από μυαλό και να επιλέγει σαβουρογκομενάκι ή μπίμπω!

2. δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα με τα κοινά μας, δηλαδή με τους γόνους επιφανών οικογενειών και επιτυχημένων πατέρων, τους εργατικολογοπατέρες και την κάθε ξανθιά μπίμπω που εκτίθεται ως υποψήφια

3. Έτσι, δεν θα μπορούσαν να αφήνουν την κάθε μπίμπω (άτσα, εξελληνισμός και υιοθεσία ξένης λέξης επί τροχάδην) να λέει ανεξέλεγκτα ό,τι της κατέβει.

Μπάμπη με λένε (από Khan, 08/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο μεταξύ των αστραπόγιαννος και στραπ-ον, το οποίο αποτελεί ακόμα έναν χαρακτηρισμό της γυναίκας νταλικέρη. Ειδικότερα, η γυναίκα που γουστάρει femdom φάσεις, λεσβιακού ή μη χαρακτήρα, συνήθως μετά επιστρατεύσεως τέτοιων βοηθημάτων. Στις περισσότερες περιπτώσεις, φροντίζει να διαδηλώνει το παραπάνω με συμπεριφορά που εκλαμβάνεται ως ανδροπρεπής.

Φυσικά, εμπεριέχει μια γερή δόση προκαταλήψεων και σεξιστικού χαρακτήρα εταιροπροσδιορισμών, υπεραπλουστεύοντας τις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές (βλέπε και τις σχετικές αναφορές του δρ. Χαν στο λήμμα αντρούτσος).

Το ανδρικό όνομα «Γιάννος» συμβάλλει στην περαιτέρω αύξηση της τελικής συγκέντρωσης C (mol/L) της τεστοστερόνης.

Συγγενές των: Σουγκλάκος, νταλικέρης, αντρούτσος, Λεσβιάθαν.

Πάσα από vikar στα σχόλια του αστραπόγιαννος.

Σύνθια: Ρε μάγκες, πότε περνάει το επόμενο λεωφορείο ξέρω γω ναούμ'; φτύνει κάτω
Γιάγκος (χαμηλόφωνα): Πω ρε μαλάκα, δες τι αστραπόνγιαννος έσκασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες συνομοταξίες νοικοκυροπουτανώνε:

1. (Ο Ηλίας Πετρόπουλος) άφησε πίσω του, εκτός από τα 80 του βιβλία, πολλά άρθρα σε περιοδικά και άφθονα χαρακτηριστικά, αιχμηρά επίθετα, με τα οποία του άρεσε να «στολίζει» πρόσωπα γνωστά, απ' την επικαιρότητα και την ιστορία: «ειδεχθής» λοιπόν η Μπουμπουλίνα, «νοικοκυροπουτάνα» η Μαντώ Μαυρογένους, «τράγος» ο Π.Πατρών Γερμανός και «πουστόμαγκας» ο Βελουχιώτης. Δεν άφησε απ'έξω όμως ούτε τους σύγχρονούς του, τον Ελύτη (αστοιχείωτος), τον Σαββόπουλο (τσογλάνι της ορθοδοξίας), τον Βέλτσο (καραγκιόζης), μέχρι και τον Κώστα Σημίτη (τιποτένιο ανθρωπάριο)…

2. Στη Νεοελληνική Αθυροστομία της Μ. Κουκουλέ το γυναικείο αιδοίο αποκαλείται οντάς (στο δίστιχο: «μες στσ’ Αγγέλας τον οντά / μαύρος ντούμπανος βροντά»), κλαπαρχίδω και ψωλοσακατεύτρα ονομάζεται η ερωτική γυναίκα. Βρίσκουμε ακόμα την κατάρα «να στραβοψωλιάσεις!», τους χαρακτηρισμούς σεμνής γυναίκας: «χριστιανομούνα, αγαθομούνα, νοικοκυρο-πουτάνα», τα παρωνύμια γυναικά: Μουνοκαίσαρας, μουνοβοσκός, τη φράση «έπεσε μουνοθύελλα»= ήρθε πλήθος γυναικών.

3. Ηταν ένα πολύ κλειστό κύκλωμα από αεροσυνοδούς, ψιλομοντέλες, ελληνίδες και ξένες, κανά δυό νοικοκυροπουτάνες είχε μια γαλλίδα, μια αυστριακιά, κανα δυό αγγλίδες..μία ιρλανδέζα, μία απίστευτη Μαροκινή και μια αμερικάνα ( η μόνη που έκανε και μασάζ κλπ. Φαινομενικά αν θυμάμαικαλά νοικιάζανε κότερα ή κάτι τουριστικό κάνανε.. επί της ουσίας ακονίζανε «κατάρτια» lol

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ εξασκημένο αιδοίο το οποίο μπορεί να αλλάζει σχήματα, παραμένοντας σε αυτά μετά την ερωτική πράξη.

Έχει μουνί πλαστελίνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικομάνι, η συνάθροιση γυναικών στο τοπικό ιδίωμα της Ζακύνθου.

Πιθανώς εκ των μουνί και επέλασις.

1. Μπα, που να το φάει η φάουσα και το κακό γαρμπούνι, κι οπού τον εγεννόσπυρε να μη μείνει μπουκούνι, και να το πιάκει σύφλογο, νιασμός και κολορέντσα, να το θερίσει μιάτζιμιας τσου χοίρωνε ιφλουέντσα, που αρέβαρε ο μόμολος να κάμει το μορόζο, τσι σερενάτες άρχεψε αντίπερα το μπότζο. Κοπιάσανε κι οι όστριες, πίπιλο μουνολάσι, τσί κραξ' η θυγατέρα μου, ταχιά μην πάει και χάσει.

(γλωσσάρι, από εδώ)
φάουσα: γάγγραινα
δαρμπούνι: ασθένεια
μπουκούνι: κομμάτι ψωμί
σύφλογο: σύφιλη
κολορέντζα εντερική πάθηση
μορόζος: αγαπητικός
μπότζος: εξώστης βενετσιάνικου σπιτιού

2. μουνολάσι (= συνάθροιση γυναικών –Ζάκ.)

(από σφυρίζων, 23/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published