Further tags

Στο βιβλίο του Το Μπουρδέλο (Αθήνα: εκδ. Γράμματα, 1980, σ. 10), ο Ηλίας Πετρόπουλος αναλύει ότι η χαζοπουτάνα είναι η εύκολη γυναίκα, που εκδίδεται χωρίς συμφέρον. Ωσεκτουτού, συνώνυμο είναι η ψυχικιάρα, που κάνει ψυχικά, γαμήσια του ελέους. Μπορούμε, βεβαίως, να το εννοήσουμε λίγο πιο σχετικά ότι πρόκειται για την φτηνή πουτάνα, είτε με την καλή έννοια ότι είναι value for money, είτε με κάποια συμπάθεια που δεν υπερτιμά τον εαυτό της, είτε απλώς με περιφρόνηση.

Σήμερα, ο όρος συνεχίζεται να χρησιμοποιείται ως βρισιά, αλλά καθώς οι μπουρδελοσυνθήκες της γενιάς του Πετρόπουλου δεν έχουν μείνει οι ίδιες, νομίζω ότι συνήθως εννοούμε μία που συνδυάζει τις ιδιότητες της χαζής και της πόρνης, παρά μία που δεν παίρνει όλο το αντίτιμο που μπορεί να πάρει για την έκδοσή της. Αποτελεί και γενική βρισιά για όχι κυριολεκτικές πουτάνες αλλά ξανθιές που κυκλοφορούν στα μήντια και στον δημόσιο βίο.

Επίσης: χαζοπούτανο.

  1. Τωρα οσοι γελαγατε τοτε ,φατε την κουραδα του Γιωργακη !!!
    Μεινετε ανεργοι.ρεμαλια,βαρεμενοι,αχρηστοι,χαπακηδες -πρεζακηδες ,χαζοπουτανες η' πουτανες ,χωρις μελλον ....
    Συνεχιστε να ψηφιζετε τα ιδια κομματα ''εξουσιας''. (Εδώ).

  2. Οπως λες παρτε κοσμε, ομως αυτη η ταλαιπωρη χαζοπουτανα ουτε για τσοντες δεν κανει. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αναφέρεται πολύ λιγότερο σε ένα στόμα που λόγω κάποιων ανατομικών λεπτομερειών, όπως λ.χ. τα τσιμπουκόχειλα, φυσικά ή κονάτα, θα προσέφερε ηδονjική αίσθηση κατά την τέλεση πεολειχίας, ενώ περισσότερο είναι βρισιά που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να απαιτήσουμε από τον συνομιλητή μας να σωπάσει άμεσα. Χρησιμοποιείται, δηλαδή, περισσότερο σε φράσεις τύπου «μην πιάνεις το τάδε στο τσιμπουκόστομά σου», «να πλένεις το τσιμπουκόστομά σου όταν μιλάς για το τάδε», «βούλωσε το τσιμπουκόστομά σου» κ.τ.ό. Εννοείται ότι το στόμα του συνομιλητή είναι μιασμένο και για αυτό δεν έχει το δικαίωμα να ομιλεί για ορισμένα θέματα, που χαρακτηρίζονται από ιερότητα.

Δευτερευόντως, βέβαια, ο όρος μπορεί να αναφερθεί και κατά την περιγραφή μιας αναγεννησιακής πουτανόφατσας, ή ως γαμησιάτικο μπινελίκι κυρίως κατά την τέλεση CIM.

  1. Αυτη η καριολα-παλιοπουτανα-βιζιτου-ξεκολιαρα κ.λ.π. κ.λ.π...μην τολμησει να ξαναβαλει στο γαμημενο το τσιμπουκοστομα της ξανα το ΠΑΟΚ μας. (Εδώ).

  2. Κατά τα άλλα το «Για όλα φταίει ο εθνικισμός» ξέρουν να το πιπιλάνε στο τσιμπουκόστομα τους, αλλά ξεχνάνε ότι ΚΑΙ για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ τους οι «κακοί» εθνικιστές ματώσανε..... (Εδώ).

  3. Αν θελετε να μιλησετε για Μακεδονια να πληνετε το τσιμπουκοστομα σας εκατο φορες με μπεταντιν και μετα. και μετα να κανετε πλαστικη γλωσσας (Εδώ).

  4. Και χαίρονται οταν ακούνε απο ένα Τσιμπουκόστομα μιάς Πουτανας..να λέει ...¨ΟΛΟ ΣΤΟΜΦΟ....«ΕΜΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΣΟΚ !!!!! (Εδώ)

  5. είναι μια αδύνατη κοπέλα με μεγάλα τουρμπινάτα συλικονάτα στήθη tits και ένα απίστευτο τσιμπουκόστομα. (από μπουρδελοσάιτ)

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια ακραία μορφή πέφτουλα. Πρόκειται για το αρσενικό εκείνο που αποτελεί γνήσιο, αδίστακτο και ακούραστο κυνηγό (γυναικών). Δραστηριοποιείται σε πολλούς χώρους, αναζητώντας γκόμενα. Χώρους παραδοσιακούς, όπως, τα κλαμπ, τα μπουζούκια ή τα πάρτι, αλλά και πιο μοντέρνους, όπως το facebook κατά κύριο λόγο και, για τους πιο ακραίους, τα τσατ ρουμ.

Χαρακτηριστική είναι η ενασχόληση των κονταρίων τα τελευταία χρόνια στο facebook. Εκεί μπορεί κανείς να τα αναγνωρίσει εύκολα, καθώς πολύ απλά θα έχουν κάνει 'like' στις φωτογραφίες όλων των καλών μουνιών που έχουν ως «φίλες», το οποίο και θα έχουν συμπληρώσει με σχόλιο του τύπου ''κούκλα'', ''άγγελος'', ''θεά'' ή και πιο ευφάνταστα κομπλιμέντα. Το καμάκι τους χαρακτηρίζεται από αμεσότητα και αγαρμποσύνη. Προσπαθούν να πείσουν τις γυναίκες ότι έχουν χιούμορ, είναι ψαγμένοι, δραστήριοι και παλιά ήταν αθληταράδες, τα εγκατέλειψαν όμως, είτε γιατί μάλωσαν με τον προπονητή, είτε εξαιτίας του διαβάσματος, είτε για οποιονδήποτε άλλο απίστευτο λόγο. Το μόνο που καταφέρνουν όμως είναι να δώσουν στις γυναίκες την εντύπωση (που είναι και αληθινή) ότι τα έχει φάει η αγαμία και θέλουν να πηδήξουν απεγνωσμένα. Συνεπώς το όλο πέσιμο καταλήγει σε φιάσκο τις περισσότερες φορές. Ως εκ τούτου, τα κοντάρια έχουν απολέσει κάθε ίχνος ντροπής. Όμως, αξίζει να τονίσουμε ότι ένα γνήσιο κοντάρι αργά ή γρήγορα θα τα καταφέρει να γαμήσει, καθώς κάνοντας χρήση του ενστίκτου αυτοσυντήρησης θα ρίξει σταδιακά τα στάνταρ του.

Η ετυμολογία του λήμματος έχει να κάνει με το σχήμα του κονταριού, που παραπέμπει στο ανδρικό γενετικό όργανο, το οποίο αποτελεί και το όργανο της σκέψης για τα άτομα που αναφέραμε.

- Καλά ρε τι τι κοντάρι είναι ο φίλος σου ο Μήτσος; Άκουσα την έπεσε σε μια παρέα με πέντε γκόμενες.
- Ε και τι έγινε;
- Ότι την έπεσε και στις πέντε. Τη μια μετά την άλλη. Χωνόταν, έτρωγε άκυρο, πήγαινε στην άλλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακραία υποτιμητική έκφραση για ηλικιωμένο πρόσωπο. Αν ο σκέτος μαλάκας μπορεί να έχει μια πληθώρα σημασιών, και ιδίως ως προσφώνηση μπορεί να είναι γνήσια έκφραση φιλίας, ή και θαυμασμού, και αν η πράξη της μαλακίας στις ημέρες μας έχει επαρκώς απενοχοποιηθεί, θεωρούμενη ως απολύτως φυσιολογικό, αν όχι και απαραίτητο στοιχείο της σεξουαλικής ζωής, ιδίως κατά την περίοδο της εφηβείας, από ένα σημείο και πέρα παύει πάντως να συγχωρείται και αν ο άνθρωπος έχει φτάσει να γεράσει και όμως δεν το παρατά το άθλημα, τότε είναι φανερό ότι πρόκειται για αδιόρθωτο μαλάκα, με την κακή έννοια, μαλάκα με πατέντα.

Μπορεί πρώτα πρώτα ν’ αναφέρεται σε χούφταλο μπανιστιρτζή που του τρέχουνε τα σάλια. Στο γέρο που λόγω παρακμής αδυνατεί πλέον να γαμήσει, και τη βρίσκει δια χειρός Βαράγκη. Αλλά κατ’ εξοχήν σημαίνει τον κακό γέρο, το μοχθηρό, το είδος αυτό ανθρώπου που με το πέρασμα των χρόνων έχει εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια να βελτιώσει λίγο ή έστω να συγκαλύψει τα αρνητικά στοιχεία του παλιοχαραχτήρα του και πλέον εκδηλώνεται σε όλο του το μεγαλείο: μίζερος, τσιγκούνης, γκρινιάρης, φορτικός, το είδος του ανθρώπου που συναντάς και χαλάει η μέρα σου (αν τον έχεις και μες στο σπίτι του εξετάζεις σοβαρά τη λύση της αυτοκτονίας). Επίσης στο θύμα της γεροντικής άνοιας, στο γερο-πρήχτη και εν γένει σε κάθε είδος αποκρουστικού γέρου. Προνομιακό πεδίο δράσης του τα λεωφορεία, όπου αρέσκεται να επιπλήττει τους νέους που δε σηκώνονται για να καθήσει αυτός.

Συμπαθέστερο είδος γερομαλάκα (πρήχτης αλλά όχι και παλιοχαραχτήρας) είναι το μοναχικό χούφταλο που κολλάει σε νεανικές παρέες και, αφού εντοπίσει τον αδύνατο κρίκο, τον οποίο και θα πλευρίσει, αρχίζει την ακατάσχετη φλυαρία ενώ η ομήγυρις μάταια αγωνιά ν’ αρπαχτεί από καμία παύση για να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια. Τα θύματα μπορεί να είναι αγόρια, οπότε ο γερομαλάκας συνήθως θ’ αναφέρεται στα πάλαι ποτέ ερωτικά του κατορθώματα και θα δίνει πρόστυχες συμβουλές, ή κοριτσάκια, οπότε ο γερομαλάκας θα σαλιαρίζει σε πατρικό στιλ ζαχαρώνοντας ταυτόχρονα τα γκομενάκια.

Το γερομαλάκα ανέδειξε ο πολύς Reiser, που ο ίδιος πέθανε το 1983 στα 42 του από καρκίνο των οστών. Το Βαβέλ ή το Παρά Πέντε, δε θυμάμαι τώρα, τίμησε το θάνατό του με μια φωτογραφία του με τη λεζάντα: «Δε θα γίνω ποτέ γερομαλάκας».

  1. Κοίτα εκεί τον ]γερομαλάκα πώς καρφώθηκε να χαλβαδιάζει το γκομενάκι με το ξώβυζο και του τρέχουνε τα σάλια.

  2. - Τι έγινε πάλι; Γιατί είναι παγωμένα τα καλοριφέρ; - Γαμώτο πάλι θα πήγε ο γερομαλάκας από τον πρώτο και θα το έκλεισε ο παλιοτσιγκούνης.
    - Προπόνηση για τον τάφο κάνει ρε πούστη μου;

  3. - Μαλάκα σύρμα, μην κοιτάς και προχώρα ίσια μπροστά. - Τι έγινε; - Στο παγκάκι είναι ο γερομαλάκας που προχτές μας την είχε πέσει και ξημερωθήκαμε μέχρι να ξεμπερδέψουμε. - Ώχουουου! Τη βάψαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. ανήλιαγο.

Το άκουσα στο Αμύνταιο από γριά να σχολιάζει τα μίνι του 1971 (τότε που ράβανε φόρεμα με 1m 10 cm): Μ' αυτά που φοράνε... φαίνεται το σκοτεινό τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται από ανθρώπους που (και καλά) έχουν μεγαλώσει στην Ιταλία - αλμπάνια δηλαδή, που αντί για Βορειοηπειρώτες, το παίζουν Σιτσιλιάνοι - σε περιπτώσεις που αναφέρονται σε δύο πράγματα που ομοιάζουν μεν, δεν ταυτίζονται δε. Αντί του τομέιτο-τομάτο που λένε και οι φίλοι μας αμερικλάνοι.

-Ρε συ Μπλένταρ, χθες μας έλεγες ότι είσαι από τη Νάπολι, σήμερα λες ότι μεγάλωσες στο Μπάρι;

(Με προσποιητή φωνή Ραματσότι)
-Τι Πιρέεεεεελλι, τι τραβέλι!!! Η μάμα από το Νάαααααπολι, ο πάπα από Μπάαααρι! (Σε ελεύθερη μετάφραση μάμα από Ελμπασάν, πάπα από Σκόδρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε Μουνί Έχει μία Χοντρή Φίλη.

Πείτε την αλήθεια, όλοι το έχετε παρατηρήσει!

-Τσέκαρε τα μωρά που έρχονται...
-Ποια μωρά; Εγώ ένα βλέπω, την άλλη που την κυκλοφορεί;
-Δίκιο έχεις... ΚΑ.Μ.Ε.ΧΟ.Φ. γαμώτο, ΚΑ.Μ.Ε.ΧΟ.Φ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικροκαμωμένη (και κατά συνέπεια μανιτζέβελη στο σεξ) γκόμενα.

Η αδερφή της είναι νταρντάνα με τα όλα της, αυτή πώς βγήκε έτσι μινιμαλιά, κοντή και αδύνατη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει, ως έκφραση επιθυμίας ή απειλής ή ως ερεθιστικό βρωμόλογο, «θα σε ξεσχίσω πολύ βίαια, θα σε ξεπατώσω». Προφανώς εδώ υπονοείται έρωτας σε στάση πισωκολλητού και από την μικρά οπή, όπου θα πέσει τέτοιο σφυροκόπημα που από το πολύ σπρωξίδι τα μάτια της γαμωμένης / του γαμωμένου θα εκτιναχθούν από τις κόχες τους και θα πεταχτούν προς τα έξω.

Ερεθιστική ατάκα, καθώς βγαίνεις από τη θάλασσα με την καλή σου, φορώντας κι οι δύο τις στολές κατάδυσης, μετά από ένα μαγευτικό υποβρύχιο σαφάρι στον κοραλλιογενή ύφαλο, κι εκείνη ετοιμάζεται να βγάλει τη μάσκα της:
- Μη βγάλεις τη μάσκα γιατί θα σου πετάξω τα μάτια έξω !!!!!«από εδώ

(από Galadriel, 13/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παμπόνηρος, πανέξυπνος και καπάτσος άνθρωπας. Μπορεί να ειπωθεί είτε καταπρόσωπο, οπότε λογίζεται ως έπαινος, ή τουλάχιστον με έκδηλα εύθυμη διάθεση, είτε πίσω από την πλάτη του άλλου, οπότε αποκτά αρνητική έννοια: ο επικίνδυνος παμπόνηρος, πανέξυπνος και καπάτσος άνθρωπος, η σουπιά.

  1. - Κι έτσι φίλε μου και το Μαράκι είναι ευτυχισμένο και το Λίλιαν χορταίνει πούτσο. - Είσαι μια χαμούρα εσύ!

  2. Να τον προσέχεις τον πρόεδρο. Είναι μεγάλη χαμούρα. Πάει πάντα μ' όποιον δίνει τα περισσότερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified