Further tags

Αναφέρεται στα γυναικεία στήθη.

Είχα πνιγεί στο βυζόκρεας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Ο Κουραδοκόφτης) παραδίδει την λέξη ως σημαίνουσα την ακριβή πόρνη στα σέβεντηζ, μια ας πούμε πόρνη πολυτελείας (λέμε τώρα) για τα δεδομένα της εποχής. Σήμερα βέβαια δεν νομίζω να έχουμε πια κομμώτριες, αλλά έχουμε τουρίστριες, μπαίνει και το καλοκαιράκι...

Τώρα που έχει τα γκαφρά για το κατιτίς παραπάνω, δεν θα πάει σε ντέλο, θα πάει σε κομμώτρια.

Και με την δόκιμη κομμώτρια η πρώτη εμπειρία ν\'ν\' κακή. (από Khan, 02/06/10)(από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακμιακή έκφραση που υποδηλώνει γκόμενα άγρια, μηχανή στο κρεββάτι, με απόδοση δίχρονης μηχανής.

Πω ρε μάγκα, το είδες το δίχρονο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμα: λέει μαλακίες, τον γράφω στα αρχίδια μου.

- Άμα έρθω εκεί θα σου πω εγώ ποιος είναι μαλάκας...
- Ρε δε πά' να γαμηθείς να ασπρίσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί απαξίωση, σε όποιον αναφέρεται, αφού του αποδίδει μόνο την δυνατότητα μαλακισμού, άντε και τινάγματος ψωλών και τίποτε παραπάνω. Παρόμοια έκφραση είναι «μαλακοπαίχτης ακρωτηριασμένων» (κουλών) και ο (η) «κλάστης /-τρια αρχιδιών».

Συγγενικά γλωσουργήματα είναι το «μωρή λουλού» και τσουτσουνοπαίχτης /-τισσα.

- Άμα κατέβω κάτω, θα σου πω εγώ ρε φλώρε!
- Κατέβα μωρή ψωλοτινάχτρα, να μας τα κλάσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλοντανιάστρα ή πουτσοντανιάστρα αποκαλούμε τη γυναίκα ή τρανς, που συνηθίζει να παίρνει όχι μόνο ένα και δύο ανδρικά εργαλεία συγχρόνως, αλλά και ... βάλε, δίκην ντανιάσματος, οπότε άκρως ξεχαρβαλωμένη. Συγγενεύει γλωσσικά με την ψωλοαποθήκη και την πουτσοπνίχτρα.

- Ρε φίλε, άστα, χαλβαδιάζω τη γυναίκα του Ριρή του πούστη ... κι έχω μείνει! Τί χαμηλοβλεπούσα η κουφάλα... Ευχαρίστως της πετούσα ένα κομμάτι μόριο!
- Χαμηλοβλεπούσα η γυναίκα του Ριρή; Ρε αυτή είναι ψωλοντανιάστρα κι εσύ μιλάς για ένα τεμάχιο; Ούτε που θα το καταλάβει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί τη γυναίκα ή τρανς, που έχει πνίξει κοπάδια από ανδρικά μόρια. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά. Συνώνυμα: ψωλοπνίχτρα, πεοπνίχτρα, ή κουνελοπνίχτρα. Έχει συγγενική γλωσσική σχέση με την ψωλοαποθήκη.

- Πω-πω ρε κολλητέ, τί σεμνό γκομενάκι είναι αυτό;
- Τη Βιόλα λες ρε, την πουτσοπνίχτρα; Αυτή ξεπετάει 5 στη ξαπλωσιά της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται στην στυτική ικανότητα των φαλακρών, μεσόκοπων ανδρών, οι οποίοι ισχυρίζονται με αυτόν τον τρόπο ότι τα χρόνια που πέρασαν δεν έχουν επηρεάσει τις σεξουαλικές τους επιδόσεις (λέμε τώρα).

Σημείωση: α) Την συγκεκριμένη έκφραση καπηλεύονται (έτσι, για να αυτοπροβληθούν) και οι υπόλοιποι καράφλες που είναι αρκετά νεότεροι.

β) Το μόριο του διαβόλου ως αρχέτυπο στο συλλογικό λαϊκό ασυνείδητο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον [μαλαπέρδα](http://www.slang.gr/lemma/244-malaperda) και να λειτουργεί σαν επαναληπτική καραμπίνα [τουλάστιχον](http://www.slang.gr/definition/5266-toulastixon) (δεν ξέρω μήπως είναι και σπονδυλωτό).

- Κάνε μπάντα ρε παππού που θες και κοκό.
- Κόψε ρε σπόρο που θα μου πεις εμένα... Δεν το ξέρεις το ρητό; Μαλλί καθόλου - ψωλή διαβόλου.
- Σιγά ρε Γκουσγκούνη, μας πήρανε τα φλόκια.

Πρόγονος Γκουσγκουνη (από perkins, 28/05/10)Σεϊζης (από perkins, 28/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βιζιτού που θα σε επισκεφθεί στο ξενοδοχείο και θα σε τυλίξει ζεστά ζεστά σαν την κουβερτούλα.

Υπηρεσία που παρέχεται σε ξενοδοχεία γενικώς μεν, αλλά η Λαμία μάλλον έχει κοπυράι για την έκφραση.

- Έχει δωμάτιο για απόψε το βράδυ;
- Βεβαίως. Θα σας δώσω το 214, στον β' όροφο.
- Α πολύ καλά, ευχαριστώ.
- Θα χρειαστείτε μήπως κουβερτούλα;

Holiday Inn, Λονδίνο (από Vrastaman, 28/05/10)

βλ. και ξανθό παλτό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα-μαγκάκι. Γκόμενα του δρόμου. Αυτή που κυκλοφορεί τη νύχτα, ξέρει τι τρέχει στην πιάτσα και παίζει τους άντρες στα δάχτυλα. Πίνει, καπνίζει και ενίοτε βωμολοχεί. Παρ' όλα αυτά, είναι συνήθως ποθητή.

Γαμώ τα στυλάκια έχει η Λίλιαν. Πάω να γίνω πλασίμπο.
— Είσαι με τα καλά σου; Αυτή είναι γνωστό αλητόμουνο.
— Γι' αυτό μου τα σκάει ρε λακαμά.

Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified