Further tags

Παραγωγικότατο συνθετικό της αργκό. Σχηματίζει όνομα από λέξη που κατά τον ομιλητή χαρακτηρίζει την γυναίκα στην οποία αναφέρεται.

Η σημασία της σύνθετης λέξης φαίνεται να καθορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από το εκάστοτε πρώτο συνθετικό, το οποίο στην πράξη μπορεί να είναι οποιοδήποτε όνομα (ουσιαστικό ή επίθετο). Το δεύτερο συνθετικό περιορίζεται στο να λειτουργεί ως απλή μετωνυμία για τη γυναίκα, η δέ χρήση του άλλοτε δίνει απλά μάγκικο τόνο, άλλοτε σεξιστικό και υποτιμητικό ή περιπαιχτικό, άλλοτε υβριστικό, άλλοτε ακόμη και έναν τόνο χαρακτηριστικής αντρικής στοργής.

Ασφαλώς, υπάρχουν και σύνθετα στα οποία το πρώτο συνθετικό αναφέρεται κυριολεκτικά στο μουνί (πιχί αραχνομούνα, βλέπε στα παραδείγματα).

Άλλοι τύποι είναι -μούνι και -μούνω. Το -μουνο διαφοροποιείται στο ότι τείνει να χρησιμοποιείται μόνον σεξιστικά, απαξιωτικά ή και υβριστικά –στην τελευταία περίπτωση χρησιμοποιείται συχνά και για άντρες: σκατόμουνο, παλιόμουνο και λοιπά. Το δέ αρσενικό -μούνης είναι σπανιότερο και είναι επίσης απαξιωτικό-υβριστικό.

Σε πολιτικά ορθότερα συμφραζόμενα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το -γκόμενα.

Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε ημέτερα λήμματα.

Και η Αλμούνα! ακα αλμουνάκι (από Hank, 11/07/09)Μαγαζάκι στην Χώρα της Άνδρου. No comments. (από Vrastaman, 12/09/10)

Σύγκρινε με -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχιδοσύνη είναι μια από τις ιδιότητες των σούπερ αντρακλαρων και συγκεκριμένα είναι η ιδιότητα του αρχιδάτου.

Αυτό το πατριαρχικό κατάλοιπο, η τακτική του πουλάω αντριλίκι και μαγκιά και μετά βάζω την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια θα ήταν μια φορά γραφικό αν το έκανε κάποιος άλλης ιδεολογίας. Όταν όμως ακολουθείται από τους τύπους που σαν κεντρική ιδεολογία προτάσσουν αυτό το “αντριλίκι”, την ντομπροσύνη, την παρωχυμένη πατριαρχική αρχιδοσύνη, τότε γίνεται δέκα φορές πιο γραφικό και κυρίως χρήσιμο.

Πηγή:https://www.blogopaignio.gr/mparmparousis-o-tupos-tou-paroxumenou-patriarxikou-arsenikou/

Got a better definition? Add it!

Published

Συγγενικός όρος με την «πουτάνα» αλλά με μία τεράστια διαφορά: Ενώ η «πουτάνα» πάει με ΟΛΟΥΣ, η «καριόλα» πάει με όλους ΕΚΤΟΣ από ΕΣΕΝΑ
Γράφεται και «καργιόλα».

- Το Μαράκι χθες φίλε έκανε ρεκόρ. Πήγε με εμένα, τον Ηλία, τον Σπύρο, τον Κώστα, τον…
- Μόνο εμένα δε μου κάθεται γαμώ!
- Ναι το πουτανί! Περίεργο ε;
- Δεν είναι πουτανί! Καριόλα είναι γαμώωωωωω!

Got a better definition? Add it!

Published

Ανθρωποειδές αρσενικού φύλου, το οποίο είναι διατεθειμένο να κάνει οτιδήποτε, παρά τη θέλησή του, μόνο και μόνο επειδή του το ζήτησε κάποια κοπέλα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι η κοπέλα είναι όμορφη, ή ότι πρόκειται να παιχτεί κάποια φάση με αυτή.

Οι «επιστήμονες» πιστεύουν ότι τέτοια φαινόμενα οφείλονται στην απελπισία που προέρχεται από την αγαμία.

- Τι μουνόδουλος είναι αυτός ο Βαγγέλης ρε παιδί μου!!! Χάρισε το μόνο ενθύμιο της πείνας των διακοπών στην Ιωάννα, επειδή του το ζήτησε με υφάκι.

Αρκάς, Καστράτο (από patsis, 07/09/09)(από suxumuxu, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μιλφιάδης, ο μιλφομανής, ο μιλφόσαυρας.

Όστις συνοδεύει το μιλφέιγ του με μιλφ σέηκ, μιλφάροντας μόνο με μιλφάρες, μιλφομάνες, μιλφούδες και μιλφίδια.

Εκ του μιλφ και του γαμοσλανγκοτέτοιου -άκιας.

1. Τώρα που είδα την Λυμπεράκη κατάλαβα γιατί έκανε κόμμα ο Θεοδωράκης. Είναι μιλφάκιας!!!

2. Mετά την Άντζελα Γκερέκου και η Νόνη Δούνια στη ΝΔ. Αντώνης ο μιλφάκιας.

3. Μιλφάκιας από μικρός. Στα 4 προτιμούσε τις 7χρονες. Μετά μεγάλωσε, άλλαξε γούστα και γι'αυτό τώρα τον κυνηγάει ο Πα-τέρας της Κατερινούλας.

4. Ο Στιβ Νας οχι απλά είναι μιλφάκιας, αλλά το παράκανε! Σαν την μάνα του είναι αυτή

Ο μιλφάκιας Μιλφιάδης φουχτώνει τα καλά γινωμένα θέλγητρα της Χριστίνας (από σφυρίζων, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα ελληνικά της αγγλικής έκφρασης alpha male, προερχόμενης από την ηθολογία, και η οποία σημαίνει τον άνδρα που είναι πολύ αρρενωπός, κυριαρχικός, ηγεμονικός, ανταγωνιστικός, τεστοστερονάτος κ.ο.κ.

Καλό είναι ο πρόεδρος μιας χώρας να μην είναι και πολύ αλφάς, γιατί μπορεί να σου κάνει κανέναν πόλεμο στο ξεκούδουνο.

Got a better definition? Add it!

Published