Selected tags

Further tags

Δύο είναι οι σημασίες της λέξης που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα.

Σύνθετη λέξη από τα συνθετικά πακτώνω και φρύδι που παριστάνει τον άνθρωπο με χοντρά-ιδιαίτερα φρύδια (σαν σιδερόβεργες ή κάτι μη κατηγοριοποιήσιμο) που σουφρώνοντας τα είναι λες και είναι πακτωμένα στο βορεινό σημείο της μύτης του. Από τα λίγα επίθετα που συνδυάζουν εξωτερικά με συναισθηματικά χαρακτηριστικά. Παραλίγο συνώνυμο: Συνοφρυωμένος

"-Τόνια τι άνδρες σου αρέσουν" "-Εγώ τον άντρα τον θέλω και λίγο πακτωφρύδη" "-Ε τα χεις τα θεματάκια σου αγάπη μου."

Δεύτερη σημασία Αντί της λέξη μαλάκας.

"Που σαι ρε πακτωφρύδι;" "Καλά μεγάλος πακτωφρύδης ο Αγάπιος"

Φημολογείται ότι η πρώτη φορά που έχει εμφανιστεί στον γραπτό λόγο ήταν στην αρχαία Αίγυπτο το 201 π.Χ σε ένα πάπυρο που κρεμόταν από μία πυραμίδα σαν τελευταίες λέξεις κάποιου φαραώ με την μορφή paktofridius.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι ο πολίτης πρότυπο, κοινωνικά συνεπής, ιατροφαρμακευτικά καλυμμένος, μικροβιολογικά θωρακισμένος. Είναι ενημερωμένος σε όλα τα επιστημονικά θέματα, θρησκεία του είναι η επιστήμη και η τυφλή πίστη των αριθμών. Άλλωστε και η τεχνολογία στην εποχή μας κάνει θαύματα. Δεν αντιμετωπίζει προβλήματα κρίσης ούτε επιβάλει στον εαυτό του να παίρνει αποφάσεις. Υπάρχει επίσημη ενημέρωση και σειρά μέτρων για αυτό τον σκοπό. Έτσι, κάνει πάντα το σωστό και είναι μονίμως κερδισμένος. Δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να αφηγηθεί και να σχολιάσει την καθημερινή επικαιρότητα καθώς και να υποχρεώσει τον (α)τυχόντα συνομιλητή σε απολυτή συγκατάβαση με τα λεγόμενα του. Κανένα σημείο διαφυγής από τον μπολιασμένο. Κάθε διαφωνών, Κατά Μπολιασμένου Ευαγγέλιον είναι αρνητής της πραγματικότητας, θύμα φρεναπάτης, συνεπώς, ανάξιος λόγου και αναφοράς.

Προχθές την Τσικνοπέμπτη, μαζευτήκαμε παρέα στο σπίτι, ψήσαμε κρεατικά διάφορα και άλλες λιχουδιές. Ο Σταύρος έφερε ωραία μουσική σάλσα και το ρίξαμε στο χορό. Μόλις άρχισε το κέφι ήρθε ένα μπολιασμένος από δίπλα και μας έβαλε τις φωνές, ήταν ανένδοτος, έτσι τα μαζέψαμε άρον άρον και πήγαν όλοι στα σπίτια τους.

Got a better definition? Add it!

Published

*Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%BF%CF%85%CF%86%CF%81%CE%B1%CE%B6%CE%AD%CF%84%CE%B5%CF%82*

Ο όρος Σουφραζέτες επινοήθηκε από την εφημερίδα Daily Mail σαν ένας υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τα μέλη του κινήματος υπέρ του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, το οποίο δραστηριοποιήθηκε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα στο Ηνωμένο Βασίλειο, ιδίως δε για συγκεκριμένα μέλη της Κοινωνικής και Πολιτικής Ένωσης Γυναικών). Ωστόσο, μετά την επανοικειοποίηση της λέξης από πρώην και νυν μέλη του κινήματος, ο όρος έχασε την αρχική αρνητική σημασία του.

Ο όρος «σουφραζέτα» προέρχεται από τη λέξη «suffragist», που δηλώνει τον υποστηρικτή του «suffrage», δηλαδή του δικαιώματος ψήφου. Οι σουφραζέτες διεκδικούσαν τη συμμετοχή στα κοινά και ίση μεταχείριση με τους άντρες. Ο όρος «suffragist», όμως, είναι γενικότερος και αναφέρεται σε μέλη κινημάτων που υποστηρίζουν το δικαίωμα ψήφου, ασχέτως αν πρόκειται για ριζοσπαστικά ή συντηρητικά κινήματα ή αν το δικαίωμα ψήφου αφορά άντρες ή γυναίκες. Στη Βρετανία, ο όρος «suffragist» χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τα μέλη της Εθνικής Ένωσης των Εταιρειών για το Δικαίωμα Ψήφου των Γυναικών, η οποία ιδρύθηκε το 1897.

Η λέξη «σουφραζέτα» είναι η λέξη «suffragist» στο θηλυκό γένος και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1906 από έναν δημοσιογράφο τη Daily Mail με υποτιμητικό τρόπο για να κοροϊδέψει τις γυναίκες της Κοινωνικής και Πολιτικής Ένωσης Γυναικών που έκαναν πορεία ζητώντας δικαίωμα ψήφου γιατί η κατάληξη «-έτα» υποδηλώνει κάτι μικρό ή χαριτωμένο και έτσι μειώνεται η σημασία της λέξης με αποτέλεσμα να μειώνεται και η σημασία της πολιτικής δράσης που υποδηλώνει.

Αν και αρχικά η λέξη λέγονταν με προσβλητική πρόθεση σταδιακά η σημασία της αμβλύνθηκε και κατέληξε να σημαίνει απλά μία γυναίκα που αγωνίζεται για να αποδωθεί δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Το 1912 μάλιστα η Κοινωνική και Πολιτική Ένωσης Γυναικών άρχισε να εκδίδει περιοδικό με τίτλο «Η Σουφραζέτα». Οι γυναίκες στην Αμερική όμως ποτέ δεν ενστερνίστηκαν τον όρο.

https://youtu.be/L8pfK7-SQfg?t=1943 - Την επόμενη μέρα, βλέπουμε κατ' αρχάς ένα πλανώδιο θίασο να περνάει από μπροστά ... - Έλα ρε **, θα μας πούνε σεξιστές τώρα ... - Ντάξει, ντάξει, ντάξει, συγνώμη - κάτι σουφραζέτες είναι

Got a better definition? Add it!

Published

Μονοπάρι, το (ουσ.) Το μονοπάτι το οποίο επιλέγεις να ακολουθήσεις παρόλο που οι φίλοι σου σε προειδοποίησαν ότι με τη συγκεκριμένη επιλογή το βέβαιο επακόλουθο θα είναι να λάβεις ένα περίτρανο παπάρι.

- Και του λέω του ξεροκέφαλου του Φερδινάνδου να το προσπεράσει το ρημάδι το Μακτάν χωρίς να σταματήσει... αλλά εκεί αυτός, το μονοπάρι του.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που δεν πληρώνει στα μαγαζιά.

Πρόσεξέ τον γιατί είναι ο Μπίλι δε Κιντ, θα μας αφήσει κουστουμάκι!

Βλ. και πιστολιάζω, πιστόλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που μπορεί να λεχθεί σε μονιμά που το παίζει κεχαγιάς από τρελαμένο φαντάρο που συνήθως μετρά λίγες μέρες για να απολυθεί και είναι σε κατάσταση έκρηξης από την πίεση που αισθάνεται. Η βαλβίδα ασφαλείας του φαντάρου έχει ανοίξει και προκειμένου να τρελαθεί ή να προβάλλει βία, ξεστομίζει με αγέρωχο ύφος τη συγκεκριμένη ατάκα.

Ο μονιμάς νομίζει ότι ασκεί απολυταρχική εξουσία, αλλά όταν ακούσει τη συγκεκριμένη ατάκα γειώνεται. Τρελαίνεται όταν συνειδητοποιεί πως ο φαντάρος που 'χει μπροστά του σε λίγες μέρες θα τον γράψει μόνιμα στα αρχίδια του και πως θα τον στείλει μια και καλή στο χρονοντούλαπο. Τρελαίνεται όταν συνειδητοποιεί πως η δύναμή του είναι σε συνάρτηση με την εξουσία που ασκεί πάνω στο φαντάρο, η οποία βεβαίως έχει ημερομηνία λήξεως και τρελαίνεται όταν συνειδητοποιεί πως σε λίγο ο άλλος θα περάσει τη μάντρα και θα βγει στον πολιτισμό, ενώ αυτός θα συνεχίσει για πολλές ολυμπιάδες, μέσα από τη μάντρα να το παίζει τσοπανόσκυλο. Τότε συνειδητοποιεί ότι ο πολίτης απολαμβάνει πράγματα που αυτός θα αργήσει να τα δει.

Εξαφανίζεται απότομα το έδαφος κάτω από τα πόδια του και το σύστημα αντίληψης της πραγματικότητας σε dt ανατρέπεται και έτσι μπορεί να προβεί σε σπασμωδικές ενέργειες. Αλλά ό,τι και να κάνει τον καιρό του χάνει. Ο φαντάρος και λίγη φυλακή να πάρει δεν είναι τίποτα μπροστά στη στιγμιαία εκτόνωση και στη φούρκα που 'χει στείλει τον άλλο.

Μόνιμος λοχίας έχει βάλει στο μάτι φαντάρο (Βελόπουλος) που θέλει 5 μέρες να απολυθεί και όλο τον τρέχει.
Λοχίας: - Και εσύ Βελόπουλε, μόνος να καθαρίσεις τις τουαλέτες του λόχου και μετά μόνος να μαζέψεις όλες τις γόπες που κυκλοφορούν στο λόχο. Μη δω λέπι... Έτσι θα μάθεις να υπολογίζεις τις εξουσίες εδώ μέσα...ρε.
Βελόπουλος:
- Για πες μου ρε μεγάλε Ναπολέοντα του λόχου για να ψαρώσω, σε πόσες ολυμπιάδες απολύεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φριχτά ανούσια και βαρετή ιστορική ανασκόπηση. Συχνά στα κρατικά κανάλια. Συχνά με πολιτικές σκοπιμότητες. Λ.χ. ιστορική ανασκόπηση για τον Γεώργιο και Ανδρέα Παπανδρέου επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ ή για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή επί κυβερνήσεων Ν.Δ. Γενικότερα, μια συνήθεια δημοσιοκάφρων, που δεν έχουν τίποτα πρωτότυπο να πουν...

  1. Αυτοκίνητο! Car, voiture, Auto! Από την Ferrari ως το Φιατάκι είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου! Για να κάνουμε όμως μια ιστορική ανασκο(λό)πηση από τότε που οι Σουμέριοι ανακάλυψαν τον τροχό την 4η χιλιετία προ Χριστού ...

  2. Τα εισιτήρια έχουν ήδη εξαντληθεί για το ντέρμπι των δυο αιωνίων Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού την Κυριακή. Και πάμε να δούμε μια ιστορική ανασκο(λό)πηση των ντέρμπι των δύο αιωνίων από το 1908!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δήμαρχος Νικήτας Κακλαμάνης, κατά το «Ομέρ Βρυώνης», επειδή πριονίζει δέντρα. Βλ. για clopyright το λήμμα Νικηταράς ο Δενδροφάγος.

Ο Ομέρ Πριόνης πριόνισε και τον ελάχιστο πνεύμονα πρασίνου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νίκη σε εκλογική αναμέτρηση που επιτυγχάνεται λίγο μετά από οικολογικό ολοκαύτωμα από την πύρινη λαίλαπα. Και η οποία νίκη αποδεικνύεται Πύρρειος νίκη.

Τελικά αποδείχτηκε πύρειος η νίκη του Καραμανλή στις τελευταίες εκλογές. Να δούμε τώρα ποιος θα πετύχει την πύρειο νίκη, κατά τις δημοσκοπήσεις ο G.A.P..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified