Further tags

Το ανδρικό πέος, κατόπιν παρά φύσιν συνουσίας, συμπαρασύρον κατά την έξοδο αδρανή υλικά.

Αηδιαστικό μεν, ευρηματικό δε!

Τον βγάζω και τον βλέπω καφετζόπουλο, αλλά αφού πληρώσαμε μπροστά, λέω δε γαμεί!

(από Khan, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατάκα αυτή πρωτοαναφέρθηκε σε δισκογραφική δουλεία του Χάρρυ Κλύνν. Η ατάκα αναφερόταν στον Ευάγγελο Αβέρωφ, όταν αυτός ήταν πρόεδρος της Ν.Δ. Η ατάκα σε συνδυασμό με υπαινιγμό στις ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές προτιμήσεις του, παρέπεμπε στη μη πλεονεκτική θέση του κόμματος του (Ν.Δ), έναντι του ΠΑΣΟΚ του τότε πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου, όταν ο Αβέρωφ τον προκαλούσε, για εκλογική αναμέτρηση, με τη σιγουριά πως η Ν.Δ θα κέρδιζε στις εκλογές.

Έκτοτε, αυτή η κοροϊδευτική και απαξιωτική ατάκα, μπορεί να αναφερθεί από κάποιους για κάποιους άλλους (που τους θεωρούν υποδεέστερους, ως καπότες), όταν τους βλέπουν να προσπαθούν να ορθώσουν το ανάστημα τους, θέλοντας να συγκριθούν μαζί τους.

Πολλές φορές ωστόσο, η ατάκα μπορεί να αναφερθεί σε περίπτωση λεονταρισμού. Όταν δηλαδή κάποιοι μέσα τους μπορεί να πιστεύουν πως υπολείπονται του αντιπάλου και μέσω της ατάκας προσπαθούν να πείσουν τόσο τους εαυτούς τους, όσο και τους άλλους για το αντίθετο.

  1. Ε ναι λοιπόν!! είμαι υπάλληλος του και τσιράκι του Κόκκαλη. Άσε τώρα τον Ολυμπιακό και ασχολήσου με τον Ribo και την ομαδάρα σου την ΑΕΚ. Βγάλανε και οι ανύπαρκτοι γλώσσα!
    Ξύπνησαν και οι καπότες και γαμάνε μόνες τους.

Βλέπε εδώ

  1. Οι κύριοι που γράψανε τα δυο πρώτα σχόλια καλύτερα να κάνουνε τουμπεκί και να ασχοληθούν με της μπουγατσοομάδες τους. Η καλύτερα να ασχοληθούν με την πατρίδα τους την Μακεδονία που σε λίγο καιρό θα ονομάζεται Νότιος Μακεδονία. Ξύπνησαν και οι καπότες και γαμάνε μόνες τους...

Βλέπε εδώ

(από GATZMAN, 01/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξης κοκούνινγκ η οποία, σύμφωνα με τη συνταγή, σημαίνει κάθομαι σπίτι με την παντόφλα, ανάβω κανα αρωματικό στικ και ακούω μουσική ή σαπίζω μπροστά στην τηλεόραση. Αυτό που προστίθεται στην διαδικασία του γκουζγκούνινγκ είναι το σεξ και αυτό που αποκλείεται είναι η τηλεόραση, εκτός κι αν πρόκειται να προβληθεί εκεί καμια τσόντα.

Δηλαδή, κατά το γκουζγκούνινγκ κλείνομαι μέσα στο σπίτι με το έτερο ήμισυ, πάλι φοράω παντόφλα, πάλι ανάβω στικ, πάλι βάζω μουσική να παίζει (κατά προτίμηση γαμωτζάζ) και ξεσκίζομαι στο σεξ μέχρι τελικής πτώσεως, λέμε τώρα. Ή στη μαλακία, αν δεν υπάρχει παρτενέρ (αυτό το τελευταίο είναι κυρίως για τις γυναίκες. Οι άντρες δεν το πολυβλέπω να παίζουν με στικ και μουσικούλες).

Ο λόγος για τον οποίον ο όρος γκουζγκούνινγκ αφορά τελικά περισσότερο το τρυφερό -που λέει ο λόγος- σεξ παρά το πορνώδες, είναι γιατί η λέξη φέρνει -ηχητικά- προς γουτσισμό (μπορούμε λοιπόν να λέμε και γουζγούνινγκ, αν θέλουμε...), κατάσταση δηλαδή που ταιριάζει πιο πολύ στην περίσταση παντόφλα-στικ-γαμωτζάζ παρά σε όσα έμαθε στον ελληνικό λαό π.Α. (προ Ασκητή) ο διάσημος δάσκαλος του σεξ.

- Απόψε είναι το πάρτυ του Στέλιου.
- Μωρέεεε... είμαι πολύ κουρασμένηηηη... Να μην κάτσουμε στο σπίτι μου να κάνουμε λίγο κοκούνιιινγκ;...
- Καλά, να κάνουμε λίγο κοκούνινγκ αλλά μετά θα κάνουμε και μπόλικο γκουζγκούνινγκ.
- Γκουζγκούνινγκ;! Τι είναι αυτόοοο;
- Πάμε σπίτι σου και θα σου δείξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλειφομούνι, η αιδοιολειχία.
Όταν πρόκειται για τριχωτό μουνί η χωρίστρα γίνεται πρώτα στις μουνότριχες και μετά στα χείλη, ενώ όταν έχουμε να κάνουμε με παρκέ γίνεται στα μουνόχειλα.

- Ρε μαλάκα, της έχεις κάνει καμιά χωρίστρα της γκόμενας;
- Φυσικά ρε μαλάκα. Χωρίς χωρίστρα δε μου σηκώνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορική έκφραση που αναφέρεται στην ταλαντευόμενη κίνηση του πινέλου, υπονοώντας όμως σεξουαλική πράξη: η γυναίκα στήνεται δημιουργώντας ορθή γωνία και ο άνδρας χρησιμοποιεί το χέρι του σαν πινέλο, αγγίζοντας και τρίβοντας με τα δάχτυλά του τα χείλη του αιδοίου.

Περάσαμε ωραία με την Κωνσταντίνα χθες, όταν μάλιστα στήθηκε στο παράθυρο και τής έκανα πινελάκι πρέπει να κωλογούσταρε, αφού βόγκαγε διαρκώς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόπος που ανάγεται στα επίπεδα του φανταστικού, του εξωπραγματικού. Η ωοτοκία αυγών αηδονιού από κούκο είναι κάτι αδύνατο και παράλογο, το ένα πουλί τραγουδάει όμορφα ενώ το άλλο είναι άσχημο. Η αναφορά στη συνουσία τονίζει τη σχέση δύναμης και επιθετικότητας που ενέχει η έκφραση. Το άκουσα ως φαντάρος στον Έβρο, όταν κάποιος ρώτησε υποτιμητικά στρατιώτη από τον Πύργο (ενώ ήδη γνώριζε ότι είναι από εκεί) από πού είναι.

- Ποιος είσαι εσύ ρε, από πού είσαι;
- Από εκεί που γαμεί κούκος και βγαίνει αηδόνι. Έχεις πάει ποτέ εκεί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι, η σεξουαλική πράξη παρομοιάζεται σαν βάφτιση τέκνου, με το αιδοίο σαν κολυμπήθρα.

Πώς πέρασες στην Κω Νικολή, τον βάφτισες τον μπέμπη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που λέγεται για κάποιον που πηδιέται ασύστολα και κατά συρροή, πολλές φορές και λόγω επαγγέλματος. Περιγράφει την πράξη της συνουσίας όπου το πέος εισάγεται και εξάγεται στον κόλπο της γυναικός.

- Ρε Μάνο, η Πολυξένη τελευταία πολύ στην πένα κυκλοφοράει ναούμ... Ρούχα πανάκριβα, mercedes compressor και δε συμμαζεύεται... Τι δουλειά είπαμε ότι κάνει;
- Εισαγωγές-εξαγωγές ρε... καταλαβαίνεις τώρα...
- Απόλυτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τις εύκολες γκόμενες που οδηγούνται εύκολα στο κρεββάτι κάποιου επίδοξου γαμιά και που είναι πάντα διαθέσιμες για αχαλίνωτο sex. Κατά μια πηγή η έκφραση αυτή προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα όπου διάφορες ιέρειες του σεξ αποκαλούσαν χαϊδεύτηκα το αντρικό μόριο κόνικλο (= κουνέλι) και με τις γεμάτες επιδεξιότητα κινήσεις του αιδοίου τους ήταν σαν να το έπνιγαν (όποιος κατάλαβε , κατάλαβε). Βέβαια η εκδοχή αυτή αμφισβητείται από πολλούς και γιαυτό παρακαλώ όποιος γνωρίζει κάτι συγκεκριμένο να το καταθέσει

- Τι λες, το πνίγει το κουνέλι η Τασία;
- Τι να σου πω ρε φίλε, την κόβω λίγο σεμνή.
- Αυτές φίλε μου είναι οι μεγαλύτερες καριόλες, να ξέρεις...

. (από MXΣ, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απαραίτητη συνθήκη για την ομαλή πορεία της σεξουαλικής πορείας μιας γυναίκας. Κάθε γυναίκα, κυρίως οι μεγαλύτερες αλλά και οι μικρές, πρέπει να έχει εξασφαλισμένο το σέρβις της, ειδικά στις εποχές των ισχνών αγελάδων. Σέρβις είναι είτε ο αρσενικός που προσφέρει τις θεραπευτικές του υπηρεσίες, ή ίδια η υπηρεσία per se. Για να διευκρινίσουμε τα πράγματα, οι άντρες αυτοί δεν πληρώνονται. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί, όταν λέμε σέρβις. Είναι είτε φίλοι ή άγνωστοι τυχαίοι μιας χρήσεως. Ευτυχώς για τις γυναίκες, είναι πολλοί και διατίθενται με μεγάλη δική τους ευχαρίστηση, είναι αλήθεια. Είναι δε πάντα εν γνώσει του ότι έχουν αυτόν τον ρόλο. Βολεύονται κι αυτοί και γλιτώνουν έτσι τα χειρότερα. Κοινώς, μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα, μιας κι έχουμε πιάσει τις παροιμίες εδώ μέσα. (βλ. παράδειγμα 1)

Σέρβις όμως λέγεται και η ανακαίνιση της εξωτερικής εμφάνισης της γυναίκας, δηλαδή κανα χημικό πήλιγκ, κανα λιφτάκι, κανα μποτοξάκι, καμιά θηκούλα στα δόντια, κλπκλπ, ή ακόμα και η απλή επίσκεψη στο κομμωτήριο για μαλλί, νύχι και τα συναφή (παράδειγμα 2). Η λέξη είναι συνώνυμη της λέξης ρεκτιφιέ.

Τέλος, καμιά φορά λέμε σέρβις και τα διάφορα ετήσια τσεκάπ, δηλ. τις αναλύσεις αίματος-ούρων, τον οδοντίατρο, τα παπ για τις γυναίκες, κλπ. (παράδειγμα 3)

  1. - Πού είχες πάει χθες, σε ψάχναμε...
    - Είχα πεταχτεί στον Τάκη για ένα σέρβις...
    - Άντε πάλι!
    - Τι, μωρή ζηλιάρα; Βρες και συ ένα σέρβις και θα μου πεις μετά, που μου περιμένεις τον γαμπρό μέρα νύχτα κι έχεις σταφιδιάσει...

  2. - Ρε συ, είδα χθες μετά από καιρό την Τούλα και λάμπει, τι παίχτηκε;
    - Ε, τι να παίχτηκε... Κανα σέρβις θά 'κανε, μη νομίζεις.
    - Τι σέρβις, τον Τάκη εννοείς;
    - Ποιον Τάκη μωρέ και συ, έτσι εύκολα λάμπεις στην ηλικία της με Τάκη; Κανα μποτόξ θα χτύπησε, τι άλλο.

  3. - Πάμε για κανα βρώμικο απόψε;
    - Μπαα, δεν θα φάω απόψε, έχω σέρβις αύριο.
    - Τι, την Τούλα;
    - Ποια Τούλα ρε μαλάκα, αίμα θα δώσω, για χοληστερίνη κλπ.

πάπανικολαου (από jesus, 29/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified