Υποτιμητικός όρος για τον ομοφυλόφιλο. Παράγωγο της λέξης «αδερφούλα» (αδερφή=ομοφυλόφιλος)

-Ίσα μωρή φούλα, που θα μας το παίξεις και μάγκας!

Στο 2:15. Απαράδεκτοι, «Πληρωμένη εκδίκηση». (από patsis, 14/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και η μουνίτσα, είναι η κοπέλα μικρής ηλικίας που η παρουσία της αναστατώνει τα αγόρια.

- Έκατσαν δίπλα μας στην παραλία 2 καυλίτσες και τους πιάσαμε κουβέντα με το Γιώργο. Κανονίσαμε για ποτάκι το βράδυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρίγγλα και κακιασμένη γυναίκα, της οποίας οι παραξενιές οφείλονται σε άγαρμπες παλιές σχέσεις.

- Μας έχει τρελάνει στο καψόνι αυτή η Καριολίδου στη δουλειά.
- Κακογαμημένη είναι και ξεσπάει στ' αγοράκια η μαλάκω, αγνόησέ την.

βλ. και στραβογαμημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα της οποίας η μουνοσχισμή ξεκινά κάπως πιο ψηλά από το συνηθισμένο και δίνει την εντύπωση ότι και το μοϋνί της είναι κει πάνω. Πιθανόν και να είναι και έτσι, δηλαδή ανατομικά να το έχει κάπως πιο μπροστά. Σε αυτό θα μας απαντήσουν οι έμπειροι του σάιτ.

Επίσης είναι η γυναίκα που προτάσσει το μουνί της σαν όπλο για να προχωρήσει στη ζωή. Εναλλακτικά, μπροστομούνα = γυναίκα ελευθερίων ηθών, πουτάνα.

  1. - Ρε παιδιά, να σας πω κάτι που δεν θα έπρεπε... Καλό γκομενάκι η Στέλλα, αλλά πολύ μπροστομούνα, το ψάχνω και δεν το βρίσκω...
    - Χέσε ρε μαλάκα, ιδέα σου είναι...

  2. - Είδες η κόρη της κυρίας Αντωνίας; Μια χαρά στο δημοτικό συμβούλιο είναι τώρα. Αυτά να βλέπεις...
    - Άσε με ρε μάνα με τη μπροστομούνα τώρα...

(από Vrastaman, 02/12/09)Για το λόγου το αληθές… (από panos1962, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απάντηση-ατάκα στα εξής:

[i]- Είναι τεράστιο!
- Είναι πολύ μεγάλα!
- Ουάου!
- Θα μου το δώσεις;[/i]

...και σε κάθε πρόταση που θα μπορούσε να κρύβει κάποιο σεξουαλικό υπονοούμενο. Το λένε όλες μπορεί να αντικατασταθεί με είπε και η μάνα / πατέρας / αδερφή σου για ποιο προσωπικές διαμάχες.

  1. - Ποποοοό! Κοίτα αυτό το Ροτβάϊλερ! Είναι τεράστιο!
    - Αυτό λένε όλες...
    - Ά να χαθείς μαλάκα!
    - Μαλάκα μ' έχει κάνει ο κώλος σου!

  2. - Τελικά το πήρες το Mercedes που έλεγες;
    - Μπα...Που να το παρκάρω στου Γκύζη; Είναι μακρύ..
    - Έτσι είπε και η μανουλίτσα σου χθες!

  3. - Δε χωράει έτσι...βάλ' το από πίσω.
    - Αυτό είπε και η αδελφούλα σου ρε! ΧΑΧΑ!
    - Τσκ...νιάνιαρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο ψάθινο ή κανναβένιο κοφίνι που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες και εργάτες του χθες. Επίσης, το θωράκιο ενός πλοίου καθώς και το κλειστού τύπου ρυμουλκούμενο κοντέινερ νταλίκας.

Σλανγκιστί, κόφα αποκαλείται απαξιωτικά η (ξ)αίσχιστου είδους πόρνη, η καριόλα, η κουφάλα, η λούγκρα και γενικά οποιαδήποτε δεν μάς κάθεται.

Εκ του Ιταλικού coffa, που αποτελεί αντιδάνειο του αρχαίου κόφινος (καλάθι).

Ασίστ: Aias.ath

- ...άντε μωρή κόφα, καριόλα, πουτάνα μου θες και διαδηλώσεις. Άντε πλύνε κάνα πιάτο...
(από επίθεση ΜΑΤ σε διαδηλωτή, βλ. μύδι)

- Δεν ξέρω για ποιο λόγο είχε προγραμματιστεί το συλλαλητήριο, ούτε ήμουνα εκεί, αλλά άκουσα ότι έγινε της κόφας όταν διαμαρτύρονταν για το σκισμένο Κοράνι.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ήρθαν οι Ρώσοι. Είμαι αδιάθετη. Έχω περίοδο, τέλος πάντων, και δεν θα κάνω μπάνιο κι ας είναι μούρλια η θάλασσα.

Παλιομοδίτικη έκφραση. Αρχικά, ουδέτερος ευφημισμός τον οποίον χρησιμοποιούσαν κυρίως γυναίκες. Βαθμιαία, ωστόσο, τη φράση ιδιοποιήθηκαν οι άνδρες και την μεταχειρίζονται για να τονίσουν ότι, όπως το βλέπουν εκείνοι, κατά την εμμηνόρροια συμβαίνουν τα εξής δύο πολύ ενοχλητικά πράγματα:

α. δεν έχει κοκό, και
βου. οι γυναίκες είναι κακοδιάθετες και σπάνε αρχίδια - περισσότερο απ' ότι συνήθως.

Στην τρέχουσα, η έκφραση περιγράφει κάποιον που είναι δύσθυμος και ευερέθιστος χωρίς προφανή λόγο. Στην ουσία, η άμεση σύνδεση με την περίοδο έχει εξασθενήσει και μπορούμε να πούμε έχει τα ρούχα του και για έναν άνδρα - σ' ένα απαξιωτικό και άσε καλύτερα, μην ασχολείσαι.

  1. Εμένα το «έχω τα ρούχα μου» δεν μου ακούγεται καθόλου προσβλητικό, πιθανότατα επειδή το χρησιμοποιούσαν όλες οι γυναίκες της οικογένειάς μου σε πρώτο ενικό ... (δηλαδή για να μην λένε «έχω περιόδο»). Κατά τα αλλά, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι τη φράση ξεστομίζει αρσενικό. Και δεν ξέρω πολλά αρσενικά που να ξέρουν τόσο προχωρημένο jargon όπως είναι το «έχω τα ρούχα μου». Ίσως θα πρέπει να μάθουμε τι λένε οι άντρες για την περίοδο. (Από το translatum.gr, σχόλιο του χρήστη Σουρπουίτσα)

  2. Πριν μια εβδομάδα, ένα από αυτά τα άρθρα με αναστάτωσε. Ανέφερε ότι η πιο επικίνδυνη περίοδος για μια γυναίκα να την απατήσει ο άντρας της είναι οι μέρες που έχει τα ρούχα της. Όταν μια γυναίκα, έγραφε το άρθρο, είναι αδιάθετη συμπεριφέρεται αντιερωτικά γιατί πιστεύει ότι το κορμί της είναι βρόμικο και δεν έχει καμία διάθεση για ερωτικά παιχνίδια. (Από xstream.gr)

  3. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να κάνει κάποιος πρωκτικό σεξ. Κάποιοι το χρησιμοποιούν ως μέθοδο αντισύλληψης. Άλλοι γαμάνε από κώλο, όταν η γκόμενά τους έχει τα ρούχα της. Κάποιες τον δίνουν, γιατί ναι μεν θέλουν να γαμηθούν, όμως για τον χι ψι λόγο θέλουν/πρέπει να μείνουν παρθένες (ως τον γάμο;) (Από yupi.gr)

  4. - Καλά, ο Τζο πού είναι; Δεν είπε ότι θαρχόντανε μαζί σας;
    - Άστονε μωρέ τώρα, δεν τον ξέρεις το μαλάκα ... μια ζωή στήνει ... - Κατάλαβα, πάλι τα ρούχα του θάχει, ο μαμούχαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθήκες που επικρατούν εντός του μπλουζακίου νεαράς κορασίδος και οι οποίες επιτρέπουν το τρυφερό, ζουμερό, βελούδινο μαστάρι να αψηφά τη βαρύτητα που ισχύει για όλα τα υπόλοιπα σώματα εντός του πεδίου της γης και να στέκει υπερήφανο, λεβέντικο και αδέσποτο δίπλα στο έτερον του ήμισυ.

Αν συγκρουστείτε με ένα τέτοιο αντικείμενο, μην αδιαφορήσετε, μην προσπεράσετε, την επόμενη φορά που θα το δείτε, οι συνθήκες έλλειψης βαρύτητας θα πάψουν να ισχύουν και θα το ψάχνετε στα γόνατα.

ΠΡΟΣΟΧΗ: οι συνθήκες έλλειψης βαρύτητας σε αυτήν την ηλικία δεν περιορίζονται στο βυζί αλλά προεκτείνονται μέχρι και τον εγκέφαλο της κορασίδος.

- Δε φοράω ζώνη, με ενοχλεί στο στήθος.
- Εκεί κάτω;
- Ε βέβαια, τι νομίζεις ότι είμαι; 18άρα να έχω έλλειψη βαρύτητας;

(από Stravon, 11/09/09)(από Stravon, 11/09/09)(από Stravon, 11/09/09)O Ali G έχει την ίδια απορία και την θέτει σε Νομπελίστα της Φυσικής. Από το 1.10. (από Khan, 12/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μπάμπης δίνει μεταξύ άλλων τις εξής σημασίες: 1. Βγάζω από κάτι το υγρό που περιέχει, πιέζοντάς το και αφήνοντάς το να στάζει. 2. Αφαιρώ το περιεχόμενο και την δύναμη, την ικμάδα από κάτι.

Ξεχνάει όμως να μας πει ότι κατεξοχήν το ρήμα με τις εν λόγω σημασίες χρησιμοποιείται για τον μπαργαλάτσο, άλλως πέοντα και είναι συνώνυμο του ξεζουμίζω. Σημαίνει δηλαδή την αφαίμαξη του πέοντος από τους ζωτικούς του χυμούς μέσω πολλαπλών εκσπερματίσεων, ώστε τόσο ο πέων όσο και ο φέρων αυτόν να απολέσουν την ικμάδα των, κοινώς να ρέψουν. Με λίγα λόγια ένα εξαντλητικό σεξ. Κυρίως χρησιμοποιείται για το στοματικό σεξ, όπου η καταπιόλα η πουτσοστραγγίχτρα κατά τον χαρακτηρισμό συσσλαγκιστή που βγάζει πολλή επικίλα, φροντίζει να στραγγίξει το όργανο του παρτενέρ από τα υγρά του ως η καλή νοικοκυρά που είναι. Λέγεται και πουτσοστραγγίζω για μεγαλύτερη σλανγκική αίσθηση.

Ετυμολογικά trivia: Από την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα **streng-* προκύπτουν:
1) το λατινικό ρήμα stringo-strinxi-strictum-stringere, όθεν το στρινγκ, η στρινγκαδούρα, ο πούστρινγκ, ο πουστρίγκος, η στρίγκλα, οι στρίγκλες, το σύστριγκο, η string-theory για την δημιουργία του κόσμου, η παντόφλα στρινγκ, και ένα σωρό άλλες ευρωπαϊκές λέξεις που σημαίνουν σχοινί ή χορδή ή κάτι παρόμοιο. 2) Οι αγγλικές λέξεις strong και strict και πολλές άλλες ομόρριζες και συνώνυμες λέξεις σε άλλες ευρωπαϊκές λέξεις. 3) Οι ομηρικοί Λαιστρυγόνες (άσχετο! νομίζω ως πνίχτες), οι γείτονες των συσόπων. 4) Ο στραγγαλισμός και ο ερωτικός αυτοστραγγαλισμός. 5) Οι λέξεις στρογγύλος, στρογγυλός κ.τ.ό. Εν προκειμένω το στραγγίζω προέρχεται από το στραγξ- στραγγός που σημαίνει σταγόνα, σταλαγματιά, από την ίδια ρίζα. αατα.

Τι να κάνει άραγε ο Πέρι; Ποιον να πουτσοστραγγίζει άραγε αυτήν την στιγμή που μιλάμε;

(από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοδίστρα(ς) λεγόταν ο αμφιβόλου σεξουαλικού προσανατολισμού ναύτης, πολύ παλιά, βλ. έφαγα το καβλί του ναύτη = ταλαιπωρήθηκα, έφαγα ζόρι / πούτσα / γαμήθηκα κτλ.

Παίζει να προέρχεται απο την παναθεματισμένη τη ναυτική στολή, που θέλει σιδέρωμα, πέντε τσακίσεις, μπελαμάνα, κολαρίνα, λιγαδούρα, ίσιωμα το μαύρο μαντήλι, κορδέλλα με φιόγκο στην ασπιρίνη, παντελονόκουμπα που ανοίγουν μπροστά κι έχει δυο ματζαφλάρια στο πλάι, δηλαδή μπορεί και να σου πάρει κανά εικοσάλεπτο να ντυθείς...

Ο Τσιφόρος, αφιερώνει μια σχετική ιστορία «Ο Μοδίστρας» στα «Παραμύθια πίσω απο τα κάγκελα», με ένα ναύτη που αναγκάζεται ένεκα εκδουλεύσεως, να κάνει παραχωρήσεις εσωτερικής καύσεως ... Φαίνεται οτι ενώ το σώμα τραβάει αμφότερα τα φύλα
(βλ. Μοσχολιού «ναύτης βγήκε στη στεριά για περιπολία», «ένα ναυτάκι αγάπησα κι εγώ» κτλ.), εν τούτοις, οι πουρές λούγκρες κάνουνε άγριο κυνηγητό στα ναυτάκια, όπως φαίνεται και απο την εμμονή του μεγάλου Τσαρούχη. Άλλωστε και οι ίδιοι οι ναύτες χαριεντίζονται μεταξύ τους, πετώντας ψευτοαδερφίστικα αστεία και προσφωνήσεις (π.χ. πού' σαι μωρή κυρία; / Μωρή κληρού / Μωρή κοπέλα κτλ). Το' χει η μπελαμάνα φαίνεται ...

Μάλιστα, σώζεται και η εξής αληθινή ιστορία: Κάποιος γνωστός γεροπούστης, εθεάθη Μεγάλη Παρασκευή αλαμπρατσέτα μ' ενα χαρτζηλικωμένο γαργαρότεκνο. Μια πικαρισμένη πουρόλουγκρα που τους εμπάνισε, είπε χαριτολογώντας στη «δικιά της»:

- Μωρή δε ντρέπεσαι; Μεγάλη Βδομάδα ν' αρταίνεσαι;

Η απάντηση ήρθε ατάκα:

- Καλέ δε βλέπεις; Θαλασσινό, νηστίσιμο!

- Ρε παιδιά, εντάξει ο φιόγκος; Μια ώρα τον πατικώνω...
- Φύγε απο 'δώ μωρή μοδίστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified