Further tags

  1. Παραδοσιακό γλύκισμα της ελληνικής και τουρκικής κουζίνας.

  2. Μεταφορικά, ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι το ωραίο και ποθητό ή το κατάλληλο για την περίσταση.

Στα ελληνικά την λέξη την έχουμε δανειστεί από το τούρκικο lokum που έχει αραβική προέλευση...

  1. -Μ' έφερε η θεία μου κάτι λουκούμια από την Σύρο, τα 'φαγα μέσα σ' ένα απόγευμα, απόλαυση σκέτη.

  2. -Πωπωπω, δες το μελαχρινό ένα κωλαράκι που έχει!
    -Αμάν ρε φίλε, λουκούμι είναι, λουκούμι!

  3. -Δε σου έπεσε άσχημα το μηχανάκι του θείου σου, ε;
    -Πλάκα κάνεις; Λουκούμι με ήρθε, μόλις χάλασε το δικό μου, πήρα αυτό και ντη βγάζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη σημερινή εποχή, όπου πας για γυναίκα και σου βγαίνει τρανσέξουαλ, πας για βύζαρο και σου βγαίνει σιλικονάτη μπάλα του βόλεϊ, πας για μουνί και συναντάς πούτσο, πας για μαλλί και σου μένει στο χέρι, κλπ, στη σημερινή εποχή, λέγω, τα φυσικά γκομενικά χαρίσματα είναι ότι και τα βιολογικά προϊόντα στη διατροφή.

Γι' αυτό και αποκαλούνται ενίοτε «βιολογικά προϊόντα» ή σκέτο «βιολογικά».

  1. - Ωραία η Ντάνα Ιντερνάσιοναλ, έτσι; - Άσε μας ρε λιγούρη, κρυπτομοφιλόφιλε... Εγώ γουστάρω μόνο βιολογικά!

  2. - Ρε συ, ξεχωρίζεις τις τρανσέξουαλ από τις γυναίκες; - Εννοείται, αγόρι μου, το βιολογικό κάνει μπαμ από δέκα χιλιόμετρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλειτορίδα, στην παλαιά ζλανγκ, προφανώς επειδή μέσω αυτής «ανάβει» η γυναίκα.

-Άρχισα, το λοιπόν, να της ψαχουλεύω την τσακμακόπετρα, και πήρε φωτιά σε δυο λεπτά, σε λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που προκύπτει από τη παραφθορά της λέξης κουλούρι για να δηλώσει τον ανδρικό ή γυναικείο πρωκτό. Δεν πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη δεδομένου του σχήματος του κουλουριού (στρογγυλό με τρύπα στη μέση) αλλά και της ίδιας της υπόστασης του ως διατροφικό προϊόν, δηλαδή ενός εξαιρετικά δημοφιλούς εδέσματος που όλοι σπεύδουν να το ζητήσουν και να το καταναλώσουν. Σημειωτέον πως το κωλούρι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ανδρικό κοινό, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν χαίρει εκτίμησης και από το γυναικείο.

Για λόγους υγείας και υγιεινής, το κωλούρι είναι καλύτερο σκέτο, δηλαδή χωρίς γέμιση. Αν και αυτό πάλι είναι θέμα καθαρά γούστου και -πάνω απ' όλα- βίτσιου.

- Τι είναι αυτό που θα σας κάνει να θέλετε να συζητήσετε με μια κοπέλα; κ ποιο χαρακτηριστικό είναι αυτό που σας κάνει να την γουστάρετε τρελά; πάντα ήθελα να μάθω...

- Το σπίτι που μένει και σε ποιά περιοχή, το αυτοκίνητο που οδηγεί, το ρολόι π
που φοράει, αν έχει δικιά της επιχείρηση και αν δίνει κωλούρι. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεταφορά αυτή λοιπόν χρησιμοποιείται για τους μουνόδουλους, τα όντα που όταν δουν οτιδήποτε θηλυκό γίνονται μπουχοί και το παίρνουν από πίσω. Περιγράφει γλαφυρά την δύναμη της γυναίκας και την επιρροή της πάνω στο ανδρικό φύλο.

Εγώ πάντως το εκλαμβάνω ως εξής: ο άντρας για να ρίξει σεχ θα κάνει ότι πιο μαλακισμένο θέλημα του ζητηθεί από το εν λόγω θηλυκό.

— Πάει και ο Σάκης, τον είδες; Όλα τα ψώνια τις πληρώνει.
— Μουνόδουλος τέζα. Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Galadriel, 14/09/12)

Βλ. επίσης και το μουνί σέρνει καράβι και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χιλιοτραγουδισμένο βυζί, στα ποδανά.

Πάσα: Ηodjas, σχολιάζοντας εδώ.

- Άρε Kate να είχες κανένα νούμερο μεγαλύτερα (.)Υ(.)
- Τι λετε ρε η Kεητ ειναι απλα θεα. Και μια χαρα ζυβι εχει!
(για την φακιδομύτη του Lost, εδώ)

- Άτσα ζυβί ο Νώντας, την αναβόλα μου μέσα!

- Εγω τα στραπλες τα φοραω με σουτιεν βαζοντας μονο μια τιραντα (πιανει απ'το δεξι ζυβι στο αριστερο). Και κραταει το στηθος καλα,κι αν χαλαρωσεις τελειως την τιραντα δεν πιανεται τοσο ο αυχενας.
(εδώ)

Το "χαμένο" ζυβί της Κέητ (από Vrastaman, 10/05/10)...ν\'ν\' κακό στην τελική (από Vrastaman, 10/05/10)(από Mr. Cadmus, 10/05/10)Αφιερούται τη σλανγκοτήμ: Κάτω στο γιαλό-κάτω στο περιγιάλι" υπο Π.Ι. Χαρβή... (από HODJAS, 10/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ψωμάκια που σχηματίζονται σε κάθε πλευρά του γυναικείου σώματος, κατεβαίνοντας από τη μέση προς τα κωλομέρια (της γυναικός εκ του πλαγίου θεωμένης, ασφαλώς) και τα οποία, όταν η κοπελίτσα φοράει παντελόνι, ξεχυλίζουν πάνω από το ένδυμα. Χρησιμεύουν αποκλειστικά και μόνο για να κρατιέσαι όταν κάνεις έρωτα, σεξ, σεχ, σεξάκι, σεξάκοι κ.τ.ό. Και όταν γαμάς δεν είναι άσκημα, να εξηγούμαστε!

Βλ. και γαμοχέρουλα.

-Τι σ' αρέσει στην Κλεοπάτρα ρε ψηλέ; Αφού είναι χοντρή.
-Δεν είναι χοντρή ρε άσχετε! Απλώς έχει πλούσιες χειρολαβές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο σουτιέν. Θήκη των μασταριώνε. Βυζοθήκη, βυζοσακούλα, βυζομπαλοσακούλα, βυζοσυσκευασία, μασταροσυσκευασία.

- Ανανία, το φελέκι σου, που είναι η μασταροθήκη μου;
- Δίπλα στη νουαζέτα χρυσή μου, δίπλα στο ντίλντο μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

παπαροτούλι)

Η εσωτερική επένδυση του ανδρικού μαγιού (που μίσεψε) ή αθλητικού σορτσακίου, συνήθως καμωμένη από κάποιο συνθετικό πολυμερές και διάτρητο υλικό, προκειμένου να μην αιωρούνται ή να μην τσουγκρίζουν μεταξύ τους τα καμπανέλια, που όμως αποτελεί τον κύριο λόγο δημιουργίας τοπικών εκζεμάτων (μαζί με την απλυσσά)…

Αν το υλικό είναι καλύτερης ποιότητας (δηλ. στη σπάνια περίπτωση που δεν εισάγεται από κάποια μακρινή Λαϊκή Δημοκρατία), υποτίθεται ότι διευκολύνει την ομαλή εφίδρωση, ώστε να μην ζέχνουν τραγίλα τα αχνίζοντα γκογκόβια, π.χ. ιδίως μετά από ένα κοπιώδες μάτς ποδοσφαίρου το θέρος (εμένα μου λές;)

Εκ του ισπανικού ταυτοσήμου: Huevera (<huevo = αβγό, τομπολίνι).

Ρε συ τι περπατάς έτσι σαν καουμπόης; — Ναι ρε καλά σου λέει, τώρα ξεπέζεψες απ’ τη Ντόλη;
— Τους έφαγες όλους τους Ινδιάνους ρε;
Άει γαμηθείτε μαλάκες, όρεξη έχετε! Μ’ έκοψε το ρημάδι το λάστιχο της αρχιδιέρας…

Σκληρή αρχιδιέρα για μποξέρ (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 29/05/10)Κλαπαρχιδιέρα (από Stravon, 08/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που σχηματίζεται από την αγγλική λέξη straight (εξελλην. στρέιτ) -> άμεσος, ευθύς, κατευθείαν, συν την κατάληξη -άδικος, και που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. (Μουσ.) Ρυθμός, ή σύνθεση, ή τρόπος παιξίματος μουσικού κομματιού (ασχέτως οργάνου) που χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση, που δεν εμπεριέχει περίτεχνα ή περίεργα γυρίσματα ή σπασίματα αλλά εξελίσσεται ευθύγραμμα και χαρακτηριστικά του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει.

Ως στρεϊτάδικος δε χαρακτηρίζεται και ο ήχος μουσικού οργάνου που δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, αλλά που είναι άμεσος και για μία ακόμη φορά χαρακτηριστικός του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος (βλ. και καρφί).

  1. Ως στρεϊτάδικο αποκαλείται και ο χώρος ή το μέρος στο οποίο συχνάζουν άτομα ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων (βλ. στρέιτ).

  2. Ως στρεϊτάδες αποκαλούνται τόσο οι ετεροφυλόφιλοι σεξουαλικά άντρες (δεν συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες), αλλά ακόμη περισσότερο οι θιασώτες της ιδεολογίας straight-edge ή στρέιτ-ετζ, στρέιτετζ.

(Όσον αφορά το μουσικό σκέλος του ορισμού, η διαδικτυακή έρευνα δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Οποιοσδήποτε γνωρίζει και μπορεί να συνεισφέρει για την τεκμηρίωση, ας τ' αναφέρει στα σχόλια. Πάντως, ο συντάκτης του παρόντος ακούει και χρησιμοποιεί το λήμμα με τον συγκεκριμένο ορισμό εδώ και χρόνια).

  1. «Έχεις λαλήσει εντελώς», τον ρώτησε ο Mike. «Πήγες να ψωνιστείς και να παίξεις σε redneck στρεϊτάδικο; Και στο δρόμο, οδηγώντας; Θα σε σκοτώσουν ή θα σε μαντρώσουν». (Εδώ)

  2. Μπαίνω σε σεσημασμένο στρειτάδικο. Ο Μάκης επιμένει ότι πέρυσι είδε «και κάτι τρελές» και ότι «δεν χρειάζεται να κάνεις παρέλαση. Είμαι αντίθετος με τον όρο γκέι, πιστεύω σ’ αυτά που προστάζει η φύση». Μα κι αυτό, προσταγή της φύσης δεν είναι; τον ρωτάω. Επιμένει. Ο Θάνος εργάζεται σε στρατιωτική υπηρεσία: «Δεν πιστεύω γενικά στις διαδηλώσεις. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα ψήφισμα». Πώς φαίνεται το επάγγελμα! (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified