Το παλλουκάρι που τον έχει παλούκι.
-Και παλλουκάρι και μαλάκας!
-Άστα αυτά! Παλουκάρι είναι;
Το παλλουκάρι που τον έχει παλούκι.
-Και παλλουκάρι και μαλάκας!
-Άστα αυτά! Παλουκάρι είναι;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λογοπαίγνιο με το αξίωμα του Υπάτου Αρμοστού της ΕΕ, του ΟΗΕ κλπ. (πραγματικά δεν έχει καμία σημασία)
Το αξίωμα του Υπάτου Εφαρμοστού, δίδεται στους απανταχού οπαδούς και ταυτόχρονα συχνώς επιδιδόμενους εις το πρωκτικόν σεξ. Απαράιτητη προϋπόθεση για να ανελιχθεί κανείς στο ανώτατο αυτό αξίωμα είναι να είναι μπήχτης και μαρκαλιστής.
Στο ευφάνταστο αυτό λογοπαίγνιο υπεισέρχονται οι εξής 2 όροι που υποδηλώνουν το πρόστυχο του νοήματος:
Τέλος, το επίσημον του ακούσματος προσδίδει ένα άλλο κύρος και μέγεθος στον χαρακτηριζόμενο κωλαράκια
- Φίλε, προσπάθησα επίμονα αλλά τελικά δεν με άφησε να την πάρω από πίσω...
- Σιγά ρε μάγκα, ποιος είσαι που θα πάρεις κώλο απο την πρώτη μέρα; ... ο Ύπατος Εφαρμοστής;;;!!!
Got a better definition? Add it!
[βεν. limounada με τροπή [i>e] κατά το λιμούνι]
Η ξινή γκόμενα, προέρχεται από την σύμπτυξη των λέξεων λεμόνι και μουνί, προσδίδοντας χαρακτηριστικά του πρώτου στην φυσική υπόσταση του δευτέρου. Συνώνυμα: ξινομούνα, κακογαμημένη, Γεωργία Βασιλειάδου.
Στέλιος: Μαλάκα το μπαρ πάλι τίγκα στις ξινές ανορεξικές γκόμενες είναι...
Πάνος: Κατάλαβα... Πάλι λεμουνάδα θα πιούμε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1) κολλητός, με τον οποίο συνηθίζει κάποιος να ξεκατινιάζεται σχετικά με τις γκόμενες με τις οποίες φασώνεται
2) για γυναίκες (επιστύσια φίλη): φίλη κάποιου άντρα την οποία θυμάται όταν περνάει περίοδο αγαμίας, ή όταν τον παρατάει η γκόμενά του, για να ξεχαρμανιάσει (το ελληνιστί του friends with benefits.
-Τι έγινε τελικά με εκείνο το γκομενάκι χθες το βράδι; Το κατάφερες;
- Ναι...
- Τι ναι, μωρέ; Πες λεπτομέρειες! Τι σόι επιστύσιοι φίλοι είμαστε;
- Θα βγούμε το βράδι ρε;
- Μπάστα, θα έρθει από το σπίτι η Τασία...
- Ποια ρε συ, αυτοί που είστε επιστύσιοι φίλοι;
- Ναι...
- αααα, κατάλαβα, θα το μαστιγώσεις το δελφίνι...
Got a better definition? Add it!
Άκρως σεξιστικό μπινελίκι που συνδυάζει τις αρετές τση λουλούς (του γυναικωτού φλούφλη) και τση λούγκρας (της κακίστρως αδερφής).
- ΜΩΡΗ ΛΟΥΛΟΥΓΚΡΑ ΣΕ ΠΕΙΡΑΞΕ Η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΚΑΡΙΟΛΟΠΟΥΣΤΑ. ΣΟΥ ΧΟΥΝ ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ ΚΩΛΟ ΤΟΥΝΕΛ ΜΕ ΤΑ ΜΝΗΜΟΝΙΑ ΟΙ ΠΑΣΟΚΟΝΟΥΔΟΥΛΕΣ ΑΛΛΑ ΕΚΕΙ ΒΓΑΖΕΙΣ ΤΟ ΣΚΑΣΜΟ ΑΡΧΙΔΙ ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ. ΦΙΛΙΚΑ ΠΑΝΤΑ , ΜΟΥΝΟΠΑΝΟ.
(παραλήρημα φασιστόμουτρου, εδώ)
Got a better definition? Add it!
Λογοπαιγνιώδες τρίπτυχο (του τύπου η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα, η μούχλα, η ρούχλα και η ζαρούχλα) ντεμέκ ονομασία-προμετωπίς φανταστικής εταιρείας, καταστήματος κλπ. με σαφείς (σαφέστερες δε γίνεται) σεξουαλικές αναφορές. Το έλεγε φίλος μου τη δεκαετία του '80 αναφερόμενος σε καταστάσεις καραπουτσαριό.
Μιλάμε για σοβαρό μαγαζί: Παυλής, Καυλής και Σάμψωλης!
Σχετική, αλλά με το σεξουαλικό υπονοούμενο να κρύβεται επιμελώς κάτω από "υπαρκτά" ονόματα η προμετωπίς του "κινητού" καταστήματος των ηρώων της ταινίας "Οι δοσατζήδες":
Και ο μέν Πασπάτης απλώς πασπατεύει, ο Καλαφάτης όμως καλαφατίζει μεταφορικώς (όπως λέει το σχετικό λήμμα) αλλά και κυριολεκτικώς: βουλώνει τρύπες και χαραμάδες (του σκάφους) με το "καλαφατικό", ένα επίμηκες κυλινδρικό εργαλείο (περισσότερα στο υπό κατασκευήν λήμμα για το γλωσσάρι του καρνάγιου).
Got a better definition? Add it!
γαμάω τους περίεργους
"Πληρωμένη" απάντηση στην ερώτηση "τι κάνεις;" ή "τι δουλειά κάνεις;"
Λέγεται συνήθως:
1. Όταν ο άλλος έχει καταντήσει τσιμπούρι με τις ενοχλητικές και αδιάκριτες ερωτήσεις του και θέλουμε να τον ξεφορτωθούμε με όχι και πολύ... ευγενικό τρόπο.
2. Χάριν αστεϊσμού μεταξύ κολλητών.
- Και δε μου λες, εσύ από πού τα ξέρεις όλ' αυτά και ανακατεύεσαι; Τι δουλειά κάνεις;
- Γαμάω τους περίεργους!
Got a better definition? Add it!
Αυτή που θέλει διακαώς να γίνει τραγουδίστρια σε νυχτερινά κέντρα, αν και η φωνή της είναι λίγο πιο μελωδική απ' του κορακίου. Ντύνεται, μάλλον γδύνεται, για ν' ανέβει στην πίστα, θυμίζοντας περισσότερο περιπατητική παρά καλλιτέχνιδα.
Από εκπομπή του Μητσικώστα:
«Και τώρα, η διεθνούς φήμης ψολίστ, Στέλλα Μπεζ!»
Got a better definition? Add it!
Αυτός ο οποίος έχει μεγάλη ιδέα για το πουλί του.
- Μανταμίτσα, ένα πράμα θα σου πει ο Πίπης, και βάλ' το καλά στο μυαλό σου: δεν υπήρξε γυναίκα που πήγε με τον Πίπη και δεν γούσταρε τρελά.
- Άσε μας βρε Πίπη, ψωλοπερήφανε.
- Άαα, κοίταξε να δεις, η μετριοφροσύνη είναι για τους μ έ τ ρ ι ο υ ς ... Με εννοείς;...
Got a better definition? Add it!