Selected tags

Further tags

Το όνομα Flocafe, αναφέρεται στα καφέ της εταιρείας Flocas (Φλόκας), εταιρείας που τώρα πια έχει απορροφηθεί από τον όμιλο Vivartia.

Ο όρος Flocafe, θα μπορούσε να αποτελεί κωδικοποίηση του όρου στριπτιζάδικο, με παροχή υπηρεσιών φραπέ.

Η συσχέτιση του όρου & της αναφερόμενης σημασίας, βασίζεται στο γεγονός πως, ο όρος Flocafe (Φλοκαφέ=Φλόκας+καφές), παραπέμπει σε παραγωγή φλοκοπόταμου, που παράγεται μέσω διαδικασίας παραγωγής καφέ φραπέ, σε φραπενεία, δια χειρός έμπειρων φραπεδιάρων που φτιάχνουν καφέ, με πιστοποιητικά ποιότητας Φλόκα. Λέμε τώρα!.

Καλή η εμπειρία του καθενός στη Βαράγκειο προσέγγιση, αλλά, άλλη η προσφορά μιας έμπειρης φραπεδιάρας, που έχει:

- την... πεογνωσία.

- το μεράκι και την αγάπη για τη δουλειά της.

- το ενδιαφέρον για την εκπλήρωση των αναγκών των πελατών, με
τον καλύτερο τρόπο.

- τη διαθεσιμότητα χρόνου προκειμένου να στείλει κάποιους στον έβδομο ουρανό της ευδαιμονίας και της απόλαυσης, κλπ.

Ο στόχος εκφοράς του όρου μπορεί να είναι:

- H πρόσδοση διαφορετικής οπτικής στην κατάσταση (δίνοντας της μια χιουμοριστική νότα και προσδίδοντας της, άλλα χρώματα κι αρώματα).

- Η απόκρυψη της ουσίας από λαθρακουστές.

Η εκφορά του όρου δεν δημιουργεί υποψίες, απορίες, διαρροές, στους λαθρακουστές, αλλά απαιτεί συνομιλητή μυημένο στον κώδικα.

Αν όμως αυτός γνωρίζει μεν, αλλά αργεί να συνδεθεί, τότε τον βοηθάμε με έξυπνες λέξεις κλειδιά, με κλείσιμο ματιού και με άλλα κόλπα, από τον κόσμο της νοηματικής.

Δυό Μπακούρια (που γνωρίζουν τον όρο, για τον οποίο συζητάμε εδώ), συζητούν.

- Θέλω να κάνουμε κάτι άλλο απόψε, πέρα από το να πάμε σε καφέ, πράγμα που κάνουμε συνήθως.
- Οκ. Είσαι για τιγκανά σε κάποιο... Flocafe; (η εκφορά του όρου, γίνεται με κλείσιμο του ματιού).
- Μέσα. Βαρέθηκα πια, όλο καπουτσίνο, καπουτσίνο. Ήρθε η ώρα για πουτσίνο... χε χε χε!

(από GATZMAN, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει ήδη γίνει αναφορά στο ακαφελόγιστο εδώ. Εκεί το πράγμα εστίαζε στην επίδραση της καφεΐνης στον ανθρώπινο οργανισμό.

Τα πράγματα όμως εξελίσσονται. Αφού δημιουργήθηκε νέα διάσταση στην έννοια του καφέ, μοιραία δημιουργείται νέα διάσταση για τον όρο του ακαφελόγιστου.

Η ατάκα μπορεί να απευθυνθεί σε κάποιον, που είναι μέσα στα νεύρα, ενώ παράλληλα γνωρίζουμε πως έχει το... πάθος με τα flocafe, στα οποία σημειωτέον έχει καιρό να πάει.

Όταν λοιπόν τον βλέπουμε να 'χει τα νεύρα τσατάλια, του λέμε φίλε έχεις το ακαφελόγιστο, θέλοντας να τον χαλαρώσουμε (μέσω αυτής της χιουμοριστικής νότας) αλλά η/και να του προτείνουμε και καλά... άμεση καφεθεραπεία από ειδικευμένη ορθοπεϊκό, που μπορεί να του κάνει τον λαϊκό μπαργαλάτσο του, τζέντλεμαν στο πι και φι. Μια τέτοια θεραπεία... μπορεί να τη γουστάρουμε και εμείς άλλωστε.

- Πάλι βρίζεις κι αστράφτεις σήμερα, τον έναν και τον άλλον στο λογιστήριο, για ψύλλου πήδημα. Έχεις το ακαφελόγιστο, δε λέω. Έχεις να πας σε ορθοπεϊκό των flocafe, από τότε που βγήκαν οι λάσπες. Αλλά τι σου φταίω κι εγώ που δε μ' αφήνεις να χαλαρώσω, έτσι που σε βλέπω... χα χα χα! - Πού το πας;
- Θυμάσαι πόσο συχνά πηγαίναμε στο παρελθόν; E αυτό να κάνουμε και τώρα. Γιαυτό προτείνω τιγκανά για φραπενείογια να 'ρθουμε στα ίσα μας... χε χε χε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ξεμουνιάστηκα στην Κυπριακή patois. Χρησιμοποιείται με την έννοια του ξεπατώθηκα ή ξεκωλώθηκα και αναφέρεται σε υπερβολές στο σεξ, στο φαγητό ή και σε άλλες ηδονές.

Εκ του Κυπριακού σσιήστοςμουνί») > σχιστό > σχισμή.

Διάλογος Α’

Gatzman: - Πέρι, εσύ που έζησες κάποιον καιρό στην Κύπρο, το πισωκολλητό εκεί τι θεωρείται: α) Οθωμανικό, β) Greek Style, γ) Κυπριακό, δ) Ελληνοκυπριακό, ε) Τουρκοκυπριακό, ή ζ) Αγγλικό ;

Πέρι: - Κανένα από τα παραπάνω. Το πλέον ευρύπρωκτο αποσσιήστωμα θεωρείται το Αφρικανικό, όλα τα άλλα είναι κοινές οδοντόκρεμες!

Διάλογος B’

Πιέρ:- Αποστηιστωθήκαμε στα κουπέπια το χαλούμι και την λούντζα!

Πανίκος: - Σταμάτα να μιλάς τζιέ πέσε τσαχμέ να αποσηιστωθούμεν στην κκαρκόλλαν, μελαψέ μου Γαλάτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτονόητο.

Μέσα σ' αυτή την θύελλα του σλανγκισμού (καλά, αυτός κι αν είναι ορισμός), όπου τα πάντα (και τα κοάλα επίσης) εκφράζονται σε υπερθετικό βαθμό, σκυλοπηδιέμαι, γαμιέται σαν σκύλα, γαμιέμαι σαν να μην υπάρχει αύριο, γαμησομούνοβα, γαμιοντουστάντενε, και μέσα σε μια θάλασσα παρομοίων λημμάτων ων ουκ έστιν αριθμός,

ιδού και ένα λήμμα που πρέπει ν' αντιπροσωπεύει μία ικανή, θέλω να πιστεύω, κατηγορία μινιμαλιστών.

Είναι αυτοί που στέκονται στο (χαμηλό) ύψος των περιστάσεων, όταν οι άλλοι γύρω τους αρπαχτοτσιμπουκώνονται αβέρτα κουβέρτα άνευ συστολής και δέους.

Αρκετές φορές κάποιοι παρεισφρύουν λάθρα στην κατηγορία των «ολιγογάμητων», είτε διότι το παίζουν μυξοπάρθενοι επί σκοπού, προκειμένου να επιτύχουν καμιά κρεμάλα με μεταξωτό σχοινάκι, είτε διότι έχουν ψωλοδιώχτη και μουνοδιώχτη αντιστοίχως.

  1. - Φίλε δεν θα το πιστέψεις! Στο μπαράκι χτύπησα μια γκόμενα η οποία απεδείχθη ολιγογάμητη!
    - Έλα ρε κωλόφαρδε!

  2. - Πω πω ένα γυναικάκι! Και την κόβω για ολιγογάμητη.
    - Τί λε ρε βλήμα; Αυτή το παίζει ολιγογάμητη μπας και εξασφαλίσει κανέναν κορόιδο γαμπρό. Κοίτα να γίνεις o μαλάκας της παρέας.

  3. - Ο Τασούλης δεν είναι και κανένας πηδήκουλας μιλάμε ε;
    - Στόοος... αυτός είναι ολιγογάμητος λέμε. Τον φυλάει τον πούτσο του για καμιά Αφροξυλάνθη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το απροσδιόριστο, κάτι το μη επαρκώς εντοπισμένο, που όμως γίνεται ασυνειδήτως αντιληπτόν από ειδική περιοχή του αντρικού εγκεφάλου, στην οποίαν είναι ιδιαιτέρως ανεπτυγμένα τα μουνορανταροκύτταρα.

Τον διαθέτουν οι γυναίκες που όχι μόνον δεν έχουν καμιά πουτσοπαγίδα πάνω τους (ου μην αλλά και κάτω τους), αλλά αντιθέτως έχουν αυτό το ιδιαίτερο κάτι - και οι ψωλές όπου φύγει φύγει.

Με την πρώτη ματιά, είναι γαμήσιμες και αξιαγάμητες, αλλά τα μουνορανταροκύτταρα έχουν άλλη γνώμη...

Μία ξινομούνα στον κύβο ίσως, ή κάποια που εμπνέει πραγματικά τον φόβο του οδοντοφόρου αιδοίου, μπορεί όμως και τον γέλωτα λόγω του γραδαρίσματος πως το αιδοίον είναι φαφούτικο, οπότε ποιος γαμεί ψηλά καπέλα...

Πολύ καλές υποψήφιες είναι οι φαρμακομούνες, λιγότερο οι στρειδομούνες, ενώ καμία τύχη δεν έχουν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο οι ζαχαρομούνες.

  1. - Μεγάλη μουνοθύελλα ενέσκηψε στο μπαράκι, Λάμπρο.
    - Ναι αλλά πιάνω και ψωλοδιώχτη στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ώπα, νά την... Κοίτα την δεύτερη ξανθιά στο τρίτο τραπέζι. Τον έχει, αδερφέ μου.

  2. Αμάν πια κι αυτή η Μαίρη βρε Πόπη μου, δεν σταυρώνει άντρα! Τί σόι ψωλοδιώχτη έχει πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποθετικό μουσικό όργανο της οικογένειας των πουλόφωνων, που παίζουν όσοι δεν παίζουν κάποιο άλλο όργανο. Οι φράσεις όπου χρησιμοποιείται μπορεί να έχουν (αλλά όχι υποχρεωτικά) σεξουαλικές συνυποδηλώσεις.

Ηχεί μία οκτάβα ψηλότερα από το κόντρα φλαμπούτσο.

- Αυτό το γκομενάκι που ήταν προχτές στην πρόβα σας...;
- Καλή, ε;
- Παίζει κάνα όργανο;
- Ναι, φλαμπούτσο!

Στο 3:18 είναι το φλαμπούτσο... Τζιμάκος! (από Cunning Linguist, 30/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ή αυτή που έμμεσα ή άμεσα ασχολείται με την επί χρήμασι παροχή ερωτικών υπηρεσιών.

Ο μαστροπός, ο νταβατζής, η τσατσά, η πόρνη, ο ζιγκολό.

- Ρε συ, που βρήκε αυτή την τζιπούκλα ο Λάκης;
- Έκανε κονέ με κάτι Μολδαβές και έγινε επιχρηματίας.

Δες και -ατίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακούστηκε από αγανακτισμένο τσοντοθεατή στο «Εσπέρια» όταν στην οθόνη αποκαλύφθηκε το δασύτριχο και μελανό αιδοίο της «πρωταγωνίστριας» (φυσικά τα κωκ απογειώθηκαν με μιας και όλοι εμείς τρέχαμε να κρυφτούμε κάτω από τον εξώστη... Ωραίες και αξέχαστες εποχές για όσους τις έζησαν).

(Δεν υπάρχουν πια αξύριστες γκόμενες στις τσόντες) χαχαχα !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφλογιστία του πυροδοτικού μηχανισμού, τουντουφεκιού που λέγεται μπαργαλάτσος, είτε κατά τη συνουσία, είτε κατά τη χειροτεχνία, αποτελεί προϋπόθεση για την αφλοκιστία. Τι είναι αφλοκιστία; Αφλοκιστία (όπως λέει και το όνομά της) σημαίνει: ανυπαρξία εκροής φλοκώδους υγρού.

Το πρόβλημα της αφλοκιστίας, ανάγεται στο πρόβλημα της αφλογιστίας.

Αυτό, μπορεί να σχετίζεται με ανίατα οργανικά ή ψυχολογικά προβλήματα, προβλήματα, που ενδεχομένως να μπορούν να επιλυθούν μέσω της Ιατρικής, π.χ: μέσω Ασκητοθεραπείας.

Υπάρχουν όμως και προβλήματα, που σχετίζονται με τις περιστασιακές συνθήκες της ζωής του πεοφόρου. (π.χ: ο άντρας να είναι μπαγιάτικο μύδι από κάποια περιστασιακή κοπιαστική εργασία, να βιώνει ένα πρόβλημα που τον έχει αγχώσει, να είναι σε φάση ντεκαβλέ, κλπ).

Αν κάποιος τώρα, δεν προχωρήσει σε διαδικασία συντήρησης (δες εδώ, εδώ αλλά κι εδώ) και θέλει εδώ και τώρα, να επιτελεστεί το θαύμα της εγέρσεως του μπργαλάτσου του, από την αρχίδια νάρκη του, χρειάζεται βελτίωση του ηθικού του (κατανόηση, κλπ) και βελτίωση ανύψωσης του ανήθικου του (εδώ παίζουν οι ορθοπεϊκέςικανότητες της συντρόφου, το βυζογραφικό της και τα λοιπά σωματικά προσόντα της).

- Ημουν χθες κουρασμένος. Ηθελα νακουτουπώσω τη Σούζυ, αλλά πού...
Το ένδοξο άτι του Μεγαλέξανδρου, είχε γίνει μόριο λαγού.
- Και τι έγινε;
- O Φούφουτος (βλ. βραστοσχόλιο)δεν εκτελούσε τα παραγγέλματα. Είχε κάνει κατάχρηση γραψαρχιδίνης. Το πουλί δε λαλούσε με τίποτα. Είχε κατεβάσει ρολά. Άσ' τα... αφλοκιστίας το ανάγνωσμα. Δε λέω άλλα.

(από Khan, 30/10/13)

βλ. και ξεροχύνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου συμβαίνει αυτό που λέει ο φίλος Γκατς: αφλοκιστία, δηλαδή χύνω χωρίς να χύσω. Αποκλειστικό αντρικό σύμπτωμα. Σκέτη απελπισία ένα πράμα.

Το ανύπαρκτο προϊόν, καθώς και η όλη κατάσταση, λέγεται -εκτός από αφλοκιστία- και «ξερόχυμα».

- Ρε συ, τι εννοούσε η Μαρία όταν μου είπε ότι χθες ξερόχυσε ο Γιώργος;
- Πού να ξέρω, πρώτη φορά το ακούω. Ε ή θα την γάμησε καμιά εικοσαριά φορές και στέρεψε, ή θα της είπε καμιά δικαιολογία της πούτσας γιατί δεν του καλοσηκωνότανε. Ξέρω και γω μωρέ...

Ξερίλας, παραπόταμος Αλφειού (από GATZMAN, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published