Selected tags

Further tags

All time classic φράση που ξεφωνίζουν οι άρρενες κατά τη διάρκεια του πηδήματος. Φράση η οποία πηγάζει από τα τρίσβαθα της ανδρικής ψυχής και λέγεται συχνότατα, έστω και αν δεν χαίρει ιδιαιτέρας εκτιμήσεως από το ωραίο φύλο (όχι πάντα βεβαίως).
Αυτή η φράση λοιπόν πηγάζει από: α) Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, που κάνει κάθε άντρα να βλέπει στο πρόσωπο της ερωμένης του την μάνα του, και έτσι αποτίει και φόρο τιμής σε αυτή σε καταστάσεις ξέφρενου αυθορμητισμού. β) Την ανάγκη της επιβεβαίωσης ότι και η παρτενέρ μας χαίρεται την πράξη. Έτσι βεβαίως η απάντηση που οι άντρες περιμένουμε δεν είναι «με γαμάς» ή «μου τον χώνεις», αλλά «με απογειώνεις» ή «με πετάς στα ουράνια» και οποιαδήποτε άλλη απάντηση που χαρακτηρίζεται από ποιητικό οίστρο. Αυτά...

Εκειός ο Παναής, π’ όλο στο νου μου βάνω
γυρνάει και λέει μια μέρα στη γριά του:
-Αχ! Τι σου κάνω, μάνα μου; Πες, τι σου κάνω;
Κι η βάβω τότε λέει στην αφεντιά του:
-Κακό καιρό και μαύρονε να έχεις,
που απ’ τα φαρμάκια μου μια μέρα θ’ αποθάνω,
όλο φουμέρνεις, πίνεις, δεν προσέχεις,
σέβαση πια δεν έχεις στους γονιούς σου,
γλεντοκοπάς, κάνεις του κεφαλιού σου.

Ο Παναής πέφτει σε βαθύ συλλογισμό
που τόσο πίκρανε τη δόλια του μητέρα
κι αποφασίζει σ’ ούλα να κρατάει λογαριασμό
και σαν το Κου Κου Ε την αυτοκριτική του
καθημερνώς να κάμει κι απολογισμό,
μην παραλείπει πια ποτέ την προσευκή του
και να ρωτάει στο εξής και με το παραπάνω
«αχ, τι σου κάνω, μάνα μου; Πες, τι σου κάνω;»

Μια μέρα η θεια του η Άννα που είχε σκύψει
και ψύξη έπαθε στην πλάτη λόγω ανεμιστήρα
ζητάει στον ανεψιό της να την τρίψει,
και τούτος καθώς έτριβε κι ήτανε στη θεια αποπάνω
ρωτάει παρευθύς κι αυτήν την κακομοίρα:
-Αχ, τι σου κάνω, μάνα μου; Πες, τι σου κάνω;
-Άι, ανηψιέ μου, να ‘χεις την ευκή μου
τρίψε πιο κάτω, που πονεί και το γοφί μου.

Πήγε φαντάρος και γνωρίζει μια κοπέλα, τη Μαρία
και βγήκαν ραντεβού κι οι δυο στα βοτσαλάκια
Κι αυτή του λέει με θαυμασμό και απορία:
-Τι μ’ ήφερες στις ερημιές ν’ ακούμε κυματάκια;
Κι ο Παναής καθώς την κουτουπώνει τη ρωτάει:
-Αχ, τι σου κάνω, μάνα μου; Πες, τι σου κάνω;
Και η Μαριώ στα χέρια του σχεδόν λιγοθυμάει
-Και το ρωτάς, Αντρούτσο μου, αποπάνω;
Συνέχα πλιο, μη σταματάς κι ούλο τον κόσμο χάνω.

Σαν ένοιωσε πως ο καιρός γοργά περνάει,
παντρεύτηκε την Έλλη, που ‘ταν κι από σπίτι
και δεν ξεχνούσε βράδυ –πρωί να τη ρωτάει
-Αχ, τι σου κάνω, μάνα μου; Πες, τι σου κάνω;
Μα τούτη εδώ του το ‘βγανε απ’ τη μύτη:
-Ξεπέζευε, κι έχω δουλειές και τον καιρό μου χάνω,
που ‘χεις, γαϊδούρι, τσ’ απαυτής σου το χαβά
και να ‘φερνες στο σπίτι και παρά να πω χαλάλι,
ο νους σου μόνε στο κεχρί και δεν κοιτάς το μαύρο μας το χάλι.

Γερνάει ο Παναής και πέφτει στο κρεβάτι
κι ο γιος του τού ‘φερε Ρωσίδα νοσοκόμα,
μα πρώτα βγαίνει η ψυχή κι ύστερις χούι και γινάτι
κι αυτούνου το μάτι του εγυάλιζε ακόμα.
-Αχ, τι σου κάνω, μάνα μου; Πες, τι σου κάνω;
Ρώταγε τη Σβετλάνα κι άλλαζε εκείνη χρώμα.
-Σιγκά, παππού, την ένεση τώρα σου κάνω,
γκέρος ντεν κάνει να κουράζεις την καρντιά σου
τώρα γκιατρό μόνο θ’ ακούς και τα παιντιά σου.

© Ελένη Καλλιανέζου, Vejen 31 Mαΐου 2008

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τ' αρχίδια. Τρικαλινή έκφραση. Ενδεχομένως προέρχεται από τα πετσάκια, με αποβολή της αρχικής συλλαβής.

- Πω πω ρε φίλε, εδώ στο τρίκαλο όλες οι γκόμενες είναι πολύ κυριλάουα. Απ' το πρωί φτιαγμένες βαμμένες...
- Ε και;
- Ε να ρε φίλε, ήρθα εδώ από Αθήνα κι είμαι με τις φόρμες και τα σπορτέξ και δεν κολλάω με το όλο θέμα...
- Στα τσάκια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμήσι, πήδουλος. Το γαμήσι δέον όπως εκλαμβάνεται τόσο κυριολεκτικώς όσο και μεταφορικώς.

Συναντάται συνήθως σε φράσεις όπως «της έριχνα ένα σφίξιμο άνετα», «του 'ριχνες ένα σφιξιματάκι του μωρού, ρε φίλε;» κλπ.

  1. - Για δε ρε το καινούριο που έσκασε μύτη...
    - Το έσφιγγες άμα λάχει;
    - Ρε δεμπά στο διάολο..

  2. - Ρε φίλε, από τότε που μετακόμισα στο δώμα έχω ένα φόβο μήπως μπει κανείς απ' την ταράτσα και μου το κάνει καλοκαιρινό...
    - Να βάλεις κάγκελα μυτερά στο ενδιάμεσο χώρισμα. Όποιος πάει να περάσει θα σφιχτεί άσχημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι σλανγκίζεται το «Ο καιρός γαρ εγγύς» του Λιακόπουλου. Πρόκειται για τίτλο σειράς βιβλίων που πρακτορεύει ο Λιακό με το αζημίωτο και τα πουλάει σε απογόνους των Αφελίμ.

Εννοείται σ' αυτά τα βιβλία ότι πρέπει να τραγουδήσουμε όλοι το «Πριν το χάραγμα», περιμένοντας το ηλεκτρικό φασκέλωμα και την συντέλεια, ή άλλα κοσμοιστορικά γεγονότα, λ.χ. την επανάκτηση της Πόλης κ.ο.κ.

Ο σλανγκισμός εννοεί ότι αυτοί που ακούν Λιακό και γενικά οι Ελληνάρες, είμαστε απόγονοι των Νωχελίμ και τα περιμένουμε όλα με ένα φραπέ, το εθνικό μας ποτό, στο χέρι. Λ.χ. περιμένουμε από τον Πουτινιάρη Βλαδίμηρο να κάνει τις πουτινιές του και να μας τα παραδώσει όλα έτοιμα με το κλειδί στο χέρι, ενώ εμείς θα συνεχίσουμε να πίνουμε τον φραπέ μας. Ή από τις Δυτικές δυνάμεις, που κατά τις προφητείες του γέροντος θα μαλώνουν μεταξύ τους για τις ζώνες επιρροής κι έτσι θα τα δώσουν όλα σε εμάς, επειδή θα είναι και γι' αυτές η καλύτερη λύση.

Γενικά, δείχνει ότι ακόμη και με την συντέλεια προ των πυλών, ο Έλληνας θα περιμένει κι αυτό το τέλος του κόσμου με ένα φραπέ στο χέρι. Βέβαια, ο φραπές είναι βαρύς, δηλαδή νταηλίδικος, και αυτό είναι η μόνη δυσκολία. Δεν φαίνεται να είναι τυχαίο που η αγαπημένη ατάκα του Λιακό είναι «σηκωθείτε από καναπέδες, ντιβάνια, κρεβάτια». Φαίνεται ότι όλοι οι Λιακούρειοι είναι αραχτοί και λάιτ, σωστοί απόγονοι των Νωχελίμ.

Ύστερα από την επιδημία φραπεδίασης που έχει ενσκήψει στο σάιτ, φαντάζομαι ότι μπορεί να σημαίνει και τον φραπέ σε μια βαριοπούλα, ή τον φραπέ που σερβίρει μια ουχί αλαφροχέρα κορασίς.

  1. - Έχουν αρχίσει να παρουσιάζονται τα πρώτα σημάδια ότι η Ελλάδα θα πατώσει στην Ευρώπη!
    - Έτσι! Θα έρθει η συντέλεια. Ο φραπές γαρ βαρύς!

  2. - Τά 'μαθες; Έπαθε ρήξη τένοντα η Σάντρα!
    - Τι τα θες; Ο φραπές γαρ βαρύς!

καταστροφή!!! (από Τσακ εις την μέσην, 09/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μερακλού γυναίκα που αγάπησε τους άντρες όσο λίγες και δεν τους χορταίνει. Μαστιγώνει τα δελφίνια κατά κοπάδια και πνίγει τα κουνέλια δυο δυο. Λατρεύει τους άντρες, το τάβλι και την καλή παρέα και, σε μια παρέα με φαντάρους, είναι η μόνη που κυριολεκτεί όταν μιλάει για πίπα κώλο εμπλοκή.

-Χτες ο συγκάτοικός μου και ένας φίλος του, βάλαν μια γκόμενα στο δωμάτιο και μετά από λίγο τον άκουσα να λέει : «Και τώρα, πλακωτό»!
-Ε, θα τους έδωσε πλάτη για τάβλι...

Δες και σούβλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν μιλάμε για εθνική εορτή ή για ορκωμοσία νεοσυλλέκτων, πρόκειται για μια απόλυτα κατανοητή σύνδεση δύο λέξεων, νομίζω.

Ωστόσο, άλλο εννοεί εδώ ο ποιητής.

Είναι συνθηματική έκφραση που περιγράφει στους ενδιαφερόμενους ότι στο πάρτυ παίζουν σνιφαρίσματα των τρένων πάνω στις γραμμές της κοκαΐνης και ότι το όλο σκηνικό μάλλον θα καταλήξει σε μια ωραία παρτούζα, με τα έμπειρα παστάκια, τα πύρκαυλα μιλφέιγ και τους ψωλαράδες κάθε λογής να επιδίδονται σε σχηματισμούς και ακροβατισμούς που φέρνουν κάπως σε παρέλαση, με ή χωρίς συντονιστή.

(από Vrastaman, 08/05/09)(από Vrastaman, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ πριν το φραπέ γίνει σάγκα του σάιτ, το καπουτσίνο ήταν το στάνταρ υπονοούμενο για τον πέοντα. Όπως και οι μοναχοί Καπουτσίνοι, που οι καημένοι δεν μπορούσαν να φανταστούν τι σλανγκομοίρα τους περίμενε στην Ελλάδα.

Στην μετά φραπέ εποχή, ευλόγως ο καφές καπουτσίνο γίνεται φραπουτσίνο, για να δηλώσει το φραπέ με την γνωστή σύσταση, που προκαλεί αηδία σε πολλές Σλανγκοφοριάζουσες και τις κάνει να μην θέλουν να πιουν/ παραγγείλουν ούτε τον κανονικό καπουτσίνο. Παρομοίως έχουμε τα:

- Φραπουτσίνο φρέντο: Το φραπουτσίνο που σερβίρει παγομούνα.
- Φραπουτσίνο κάλντο: Το φραπουτσίνο με την καλή έννοια από καυτή φραπαιδοιάρα.
- Εσπρέσο: Το αγχωμένο φραπέ από φραπεδιάρα που επιδιώκει μεγιστοποίηση κέρδους με ξεπέτα.
- Εσπρέσο Φρέντο: Ό,τι χειρότερο! Βιαστικό ΚΑΙ από παγομούνα! Μακριά!
- Μοκατσίνο: Φραπουτσίνο από Αφροξυλάνθη, δηλ. Αφρογενή κορασίδα.
- Πουτσοτσίνο: Το γνωστό. Επίσης από τα ονόματα των κοριτσιών, βλ. λήμμα ντεκαφεϊνέ. Λ.χ. Λιλιαντσίνο, Μαρινοτσίνο κ.ο.κ.

Χύνω, χύνω με φραπουτσίνο!

(Τραγούδι τελειωμένου φραπεοκράτορα).

(από Khan, 20/02/14)(από Khan, 25/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως μπορείτε να φανταστείτε από την ετυμολογία, ο έχων τρία πόδια.

Η διαφορά με άλλες λέξεις που έχουν παρόμοια ετυμολογία (π.χ. δί-ποδο, τρί-ποδας) έγκειται στο ότι ο αριθμητικός προσδιορισμός δεν αναφέρεται σε ομοειδή πράγματα.

Δηλαδή, ο έχων τρία πόδια έχει φυσικά μόνο δυο πόδια, αλλά κι έναν μπαργαλάτσο να, με το συμπάθιο, που από μακριά ομοιάζει με τρίτο πόδι. Η παρούσα κατάσταση συναντάται συνήθως σε άτομα αφρικανικής καταγωγής γνωστούς και ως interarapican.

Disclaimer: Προσοχή! Αυτή είναι μια σλανγκική χρήση της λέξεως. Να με συγχωρήσουνε τυχόν άτομα, που για λόγους γενετικών ανωμαλιών, έχουν όντως τρία πόδια…

(σε παραλία γυμνιστών) - Πω τον φούστη, τον τρίποδο... τι τσαπού είναι αυτή! Ντρέπομαι σου λέω! Το δικό μου είναι σαν γαριδάκι μπροστά του! Σίγουρα θα φοράει παντελόνι με τρία μπατζάκια! Πάμε να φύγουμε ρε συ, αν σκοντάψει με τα φλιπ φλοπ πάνω μας, τη γαμήσαμε!

τριποδας (από BuBis, 09/05/09)τριποδος (από BuBis, 09/05/09)να πουμε και μια μαλακια! (από BuBis, 09/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις γκατσμανικές λεξιπλασίες, που κάνουν τους Σλάνγκους παλαιών αρχών να βγάζουν σπιθουράκια, αλλά αποτελούν και σανίδα σωτηρίας για τους βιοπαλαιστές καβουροσλανγκόσαυρους, που κυνηγούν το λήμμα το επιούσιον.

Παράγωγο εκ των φραπέ- φραπεδιάρα, και αιδοιάρα- αιδοίον, μπορεί να σημαίνει:

  1. Την φραπεδιάρα που είναι μουνάρα, θρυλική, επική, τριφασική κ.τ.λ.

  2. Την φραπεδιάρα, που εκτελεί φραπέ με αιδώ, λόγω φραπεαπαγόρευσης, και όχι χύμα στο κύμα, στα καναπέδια-ντιβάνια-κρεβάτια-ανάκλιντρα των Φραπεδίμ.

Στην πρώτη περίπτωση ελλοχεύει η παρενέργεια ο καφές να είναι Εσπρέσο.

Σλανγκικός Φραπεμφύλιος:

- Αμάν ρε Τάκη, έχεις ακούσει ποτέ τον όρο «φραπαιδοιάρα»; - Οι φίλοι του Γκάτσμαν κι εμένα το φραπεδιάρα το προφέρουν με άλφα γιώτα κι όμικρον γιώτα! Πρόβλημα; Πρόβλημα; Μη μου κολλάς πολύ, γιατί έχω και δυσλεξία και θα σε πω ρατσιστή!
- Τώρα, είσαι μαλάκας ή (αλφα-) γιωτάς ;
- Απλώς, τελειωμένος κάβουρας!

(από Vrastaman, 09/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O Emilio Pucci είναι ο Ιταλός που άνοιξε οίκο μόδας, που όχι περιέργως δεν μπορεί να πιάσει στην Ελλάδα, αν δεν αλλάξει όνομα. Ο Πούτσι μάνατζερ είναι ο μάνατζερ του οίκου Πούτσι, ή ο μάνατζερ της πούτσας, ή ένας μανατζαραίος για τον πούτσο.

- Ποιος Πούτσι μάνατζερ σκέφτηκε να ονομάσει την εταιρεία Πούτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified