Selected tags

Further tags

Κίνημα των σεξουαλικά πεινασμένων - Γαμάω Ό,τι Βρω (ΓΟΒ).

- Ωχ τι «κάρο» σέρνει πάλι μαζί του ο Κώστας!
- Ε αφού είναι του ΓΟΒ, τι περίμενες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια αγγλική λέξη, call-girl, που στα ελληνικά σλανγκίζεται με άλλη σημασία = το κορίτσι που δίνει κώλο. Πρβλ. πίναπ γκερλ, το.

- Να τηλεφωνήσουμε σε κανά call-girl;
- Ναι, αλλά να είναι κωλ-γκερλ και πίναπ γκερλ! Όχι ό,τι κι ό,τι!
- Δηλαδή, εσύ ακούς μόνο μπλακ;

(από Dirty Talking, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η μπούτζα που προσφέρει μάσκα ομορφιάς.

Ιδέα Ιωνά.

Γκάτσμαν: Απ' όταν της έκανα μάσκα ομορφιάς, της άρεσε η μάπα της, βρήκε την αυτοπεποίθηση της, με έφτυσε και τα 'φτιαξε με ένα τζόβενο κι εγώ έμεινα με τον πλαστικό χειρούργο στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την έννοια του «πολύ ωραία γκόμενα» (και ουχί την παιδόφιλη τοιαύτη).

Η έκφραση χρησιμοποιείται τόσο για λιμπιντιάρικα παστάκια όσο και για πουτσανάφτρες μιλφέιγ.

- Andriana Lima ……Πολύ παιδί μιλάμε… (Από εδώ)

Πολύ παιδί μιλάμε! (από Vrastaman, 16/05/09)Μα πάρα πολύ όμως. (από Jonas, 18/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που λέγεται, όταν σε κάποιον χώρο εμφανιστεί κάποια γλυκιά παρουσία (πάνω από 1.76, πλούσιο μπούστο, πεταχτό κώλο, ξανθό μαλλί) και μόνο τότε.

-Μάγκες ήρθε η άνοιξη...
-Ναι... ναι... μου άνθισε η τσαπού.

Θάνε, σαν να μπαίνει η άνοιξη! (από Hank, 17/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το κλαπαρχίδης, είναι η -μούνα με διογκωμένα εξωτερικά χείλη αιδοίου. Θεωρείται σεξιστικώς ότι οφείλεται στην πολλή χρήση και ότι η κλαπομούνα είναι παρτόλα. Δεν έχει εξακριβωθεί σαφώς η σχέση με τα παλαμάκια. Αλλά στην εποχή του Pousti κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο!...

Μένιος: - Της αρέσει τόσο πολύ το σεξ μαζί μου, που να φανταστείς μετά χτυπάει παλαμάκια!
Γιώργος: - Απλά η Λάουρα είναι κλαπομούνα! Αχ βρε Γιώργο, το Φραπέ slangossip τό 'χει βούκινο, κι εσύ κρυφό καμάρι!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικά προερχέται από την χρήση (βαμβακερών κυρίως) πανιών, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες όταν είχαν περίοδο, πριν την ανακάλυψη των σύγχρονονων σερβιετών.

Τα πανιά αυτά τα τοποθετούσαν σε καζάνι με νερό που έβραζε (μετά την χρήση) και στη συνέχεια τα επαναχρησιμοποιούσαν... (μετά από 4 περίπου εβδομάδες ως γνωστόν). Αυτά ήταν τα μουνόπανα!!!

- Καλά μιλάμε οτι το πάρκινγκ είναι γεμάτο με μουνόπανα... Πάμε να βρούμε ένα πιό καθαρό μέρος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σούπω / σουπώ / σουπωγώ: Tο σούπω παίζει και ως σεξουαλικό υπονοούμενο:

Κοίταγμα με σέξι βλέμμα (ψιλοχαμηλωμένο κεφάλι, βλέμμα προς τα πάνω, μάτι μισόκλειστο και πονηρό χαμόγελο), χαρακτηριστική κίνηση «γκελ μπουρντά», κατέβασμα κάτω χείλους με νόημα και ψιθύρισμα με βαθιά φωνή «σούπω...».

Πηγή: Vrastaman, Mes, GATZMAN.

- Πστ! Κοπελιά! Σουπώ!

Δες και παράλειψη των να και θα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να κι άλλο κλάσικ που μας ξέφυγε!

Αυτός που όταν γαμάει χύνει μέσα στο πρώτο δίλεπτο, δηλαδή υποφέρει από πρόβλημα πρόωρης εκσπερμάτωσης. Πρόβλημα που ταλανίζει μέγα μέρος του ανδρικού πληθυσμού εν Ελλάδι. Κανάς Ασκητής και κανάς Βαΐτσης Αποστολάτος θα μας έλεγαν πως οφείλεται στην ανυπαρξία σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα σχολεία και την κοινωνία με τους γρήγορους εξοντωτικούς και ανταγωνιστικούς ρυθμούς που υποσκάπτουν τις ανθρώπινες σχέσεις, μπλα μπλα μπλα... πάω για τούφες...

Μια ολόκληρη βιομηχανία έχει στηθεί για την αντιμετώπιση και καλά του εν λόγω προβλήματος, με μαντζούνια, αλοιφές, επιβραδυντές, ειδικές καπότες και δε συμμαζεύεται.

Πρώτο θέμα στις συζητήσεις που κάνουν οι γκόμενες μεταξύ τους (μετά το μέγεθος βεβαίως βεβαίως). Και ξέρετε πως κυκλοφορούν αυτά από στόμα σε στόμα, κι άμα σου βγει το όνομα την πούτσισες, θα σε βλέπουν τα θηλυκά και θ' αλλάζουν πεζοδρόμιο.

Κλασική συμβουλή που παίζει σε αντροπαρέες είναι το προληπτικό τράβηγμα μιας ξερής πριν πας να γαμήσεις, ώστε να είσαι - και καλά - χορτάτος και να κρατήσεις περισσότερο. Ουδέν βλακωδέστερον. Άμα είσαι κοκορίκος, και τη δέκατη φορά πάλι στο δίλεπτο θα πιτσιλίσεις.

- Ρε συ φιλενάδα, είμαι σε μεγάλο δίλημμα τώρα τελευταία...
- Για πε, για πε...
- Να ρε συ, παίζω με δύο γκομενάκια και δυσκολεύομαι να διαλέξω...
- Αυτό είναι μωρή; Κράτα και τα δύο.
- Λέω να σοβαρευτώ σιγά σιγά, δεν είμαστε 20 πλέον...
- So;
- Λοιπόν άκου. Ο ένας είναι δεκαεφτάποντος αλλά κοκόρι, ο άλλος δεκαπεντάποντος αλλά ντούρασελ. Τον βάζεις μπρος και δε σταματά...
- Τι να σου πω φιλενάδα, αυτά είναι σοβαρά θέματα. Να συγκαλέσουμε συμβούλιο και με τις άλλες να μας πουν κι αυτές τη γνώμη τους.

Κοκόρι: ένα κάρο φασαρία και αποτέλεσμα μηδέν. Στην πυρά. Κοκορομακαρονάδα. (από Galadriel, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified