Selected tags

Further tags

Ευρεία συνομοταξία που περιλαμβάνει: Αλόγες, αλογομούνες, άλογα, καμηλοπαρδάλεις, αγγούρες, αλλά και λαμπάδες και λεβεντομούνες. Φανταζόμαστε κάποιον να πρέπει να πάρει σκάλα για να ανέβει να φιλήσει. Και μετά ένα μικρό σκαμνάκι για να κατέβει να γαμήσει. Ασφαλώς, η έκφραση έχει κάτι το υποτιμητικό για τις ψηλές, και όπως και το ψηλό μουνί για παρέλαση, κοντό για κρεβάτι φαίνεται να έχει προωθηθεί από τις πιπινέζες. Δεν χρειάζεται πάντως απογοήτευση. Με στοματικό σεξ τα καταφέρνεις μια χαρά και τα δύο και δεν χρειάζεται να ανεβοκατεβαίνεις στην σκάλα.

Ασίστ: Vrastaman, Αυτοκτονημένος.

- Πού την βρήκε την Σκλεναρίκοβα το χαμαντράκι ο Καρεμπέ; Θα τον έχει ανέβα να φιλήσεις κατέβα να γαμήσεις η νταρντάνοβα.

- Μπα, η πούτσα του Καρεμπέ φτάνει παντού, δεν έχει ανάγκη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουμουνιάζομαι λοιπόν, εκ του ΣΜΝ (σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα) ή αλλιώς αφροδίσια κι όχι αφροδισιακά (γελάμε τώρα). Όταν κάποιος σουμουνιάζεται, δεν ξέρει από πού του έχει έρθει. Καλεί τον γιατρό πανικόβλητος και τις περισσότερες φορές αναθεματίζει και καταριέται την τύχη του που είπε κι αυτός ο καημένος μια φορά να γαμήσει...! Σουμουνιάζεται με την αφή, την επαφή ή την μαλακία κατόπιν επαφής. Το άτομο το οποίο προσβάλλεται ή είναι γκαντεμόσκυλο ή πάει νύχτα με την άλλη ή κεράτωσε την κοπέλα του κι η τύχη τον εκδικείται.

- Άσ' τα ρε μαλάκα...

- Τι, δεν πέρασες καλά;

- Ναι ρε μαλάκα, αλλά μια φορά είπα να γαμήσω και σουμουνιάστηκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την γαμήσαμε και ψόφησε.

  • Όταν είναι κάτι να γίνει, αλλά αργεί πολύ.
  • Όταν πέφτουμε θύματα.
  • Όταν πας με κάποιον και μετά εξαφανίζεσαι.
  • Για τις περιορισμένες δυνατότητες του άλλου στο αγαπημένο μας άθλημα.

-Έστειλε τίποτα;
-Μπα. Την γαμήσαμε και ψόφησε.

Δες επίσης και το γαμήσαμε και ψόφησε, το γάμησες και ψόφησε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι δεν είναι ο Έλληνας Θεός αλλά ένα του μπι κοντίνιουντ στην απέραντη θάλασσα των πουστολημμάτων.

Ωστόσο το λήμμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιδιότητα του αρχαίου Ολύμπιου θεού. Ο Ερμής είναι ο αγγελιοφόρος των θεών στην ελληνική μυθολογία. Έτσι ως ταχυδρόμος το πάει το γράμμα. Και σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, πατέρας του Ερμή κατα τη μυθολογία είναι ο Δίας (πρβ. πούστη Δία).

Ακόμα και τα ρούχα του φανερώνουν τη διττή φύση του. Φοράει φτερωτά σανδάλια (κάτι αντίστοιχο με τις σερβιέτες με φτερά στην αρχαιότητα).

Σε αυτό το ριβιού δεν θα μπορούσε να λείπει το έμβλημα του Ερμή.
Ένα ΠΑΛΟΥΚΙ τυλιγμένο από ΔΥΟ... ναι ΔΥΟ φίδια (το αρμέγει το φίδι).

Παραθέτω την original στιχομυθία μεταξύ Ψινάκη και ενός γέροντα-χορευτή (σούργελο) μετά τον αποκλεισμό του από το Ελλάδα έχεις ταλέντο.

Γέροντας: Μπορώ να ρωτήσω κάτι τον Ψινάκη;
Ψινάκης: Για ρώτα...
Γερ.: Εσύ τί είσαι Ερμής;
Ψιν.: Τι Ερμής;
Γερ.: Ο ταχυδρόμος...
Ψιν.: Που το πάει το γράμμα και το φέρνει;;;
Γερ.: Ναι, λέγε είσαι;
Ψιν.: Ε ΝΑΙ ΕΙΜΑΙ.

Δυστυχώς δεν βρήκα τίποτα καλύτερο για να υποστηρίξω την εναλλακτική εκδοχή του Ερμή ως μαμιά. (από Hank, 22/06/09)(από Khan, 19/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναισθητική ουσία που χρησιμοποιείται και ως επιβραδυντικό.

Εικάζεται ότι χρησιμοποιείται ως επί των πλείστων από τύπους γκραν γαμάω οι οποίοι για να αυξήσουν το χρόνο συνουσίας κατά 2-3 ώρες και καλά αδειάζουν το σωληνάριο πάνω στο ραδιενεργό πέος τους πριν την εισχώρηση και ενώ βρίσκονται σε στύση με αποτέλεσμα να μη νιώθουν και έτσι δεν αισθάνονται την μέγιστη διέγερση που τους αναγκάζει να χύσουν σε χρόνο dt. Αυτό τους επιτρέπει να περηφανεύονται ότι γαμάνε και δέρνουν με τις ώρες και προσφέρουν απεριόριστη ευχαρίστηση στα θηλυκά.

-Τσακαλάκο τι λέει, γαμάς κανένα μουνί;
-Ε, κάτι γίνεται αλλά μέτρια πράματα. Εσύ όμως πώς τα καταφέρνεις και σε παρακαλάνε τα μωρά συνέχεια;
-Ε, μυστικά του επαγγέλματος. Καταρχήν, λούστηκες με ξυλοκαΐνη;
-Όχι, τι είν' αυτό;
-Λούσου με ξυλοκαΐνη και θα δεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας μιλήσουμε τώρα, για εκείνο το γλυκό που ακούει στο όνομα κρέμα καραμελέ. Για ένα γλυκό που προκαλεί τέρψη των οφθαλμών και δημιουργεί μια ανείπωτη ευχαρίστηση στη στοματική κοιλότητα. Μιλάμε για ένα είδος παχύρρευστου γλυκίσματος που ψήνεται στο φούρνο και περιχύνεται με σιρόπι καραμελωμένης ζάχαρης. Και μην ξεχνάμε, μιλάμε για κρέμα. Πράγμα που σημαίνει πως έχουν χτυπηθεί κάποια υλικά, προκειμένου να γίνει κρέμα.

Ώρα όμως για να πάρουμε πάσα στο σλανγκικό πεδίο. Πάμε περιπτώσεις;

Μιλάμε λοιπόν για:

1) Γλυκιά καυλοσυνάτη γκόμενα (παστάκια, νουαζέτες και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις), με πλούσιο βυζογραφικό και αρμονική ταλάντωση. Για τύπισσα με ισχυρό αιδοιομαγνητικό πεδίο, που αιχμαλωτίζει ματιές και σηκώνει κεφαλές στο πέρασμα της. Για γκόμενα που, ως λικνιζόμενη κρέμα καραμελέ, αποτελεί το πιο γαμάτο γιατρικό για όσους έχουν πτώση ζαχάρου. Αυτή έχει μερακλή ζαχαροπλάστη πατέρα. Λέμε τώρα... Βλ. σχετικά και και η κλανιά της βάλσαμο. (βλ. παρ. 1).

2) Παχύσαρκο άτομο που ζει για να χτίζει κοιλιακούς. Μιλάμε για άτομο που μοιάζει με κινούμενο ζελέ, του οποίου η παλινδρόμηση της κοιλίας του, θυμίζει το δίχως άλλο, κρέμα καραμελέ. (βλ. παρ. 2).

3) Άτομο της γερολαίας με σώμα γαλλικό σίγμα, που τρέμει σαν κρέμα καραμελέ, όταν κινείται. Όλα σχεδόν τα μέλη του, χορεύουν πεντοζάλη. (βλ. παρ. 3).

4) Άτομο που έχει προσβληθεί από τη νόσο του πάρκινσον και δονείται σαν κρέμα καραμελέ. (βλ. παρ. 4).

5) Πολύ λεβεντόκωλο άνθρωπο. Για τσαγιέρατου ελέους ο λόγος, που από το πολύ σπάσιμο της μέσης, επηρεάζει το στάτους των πλευρικών ανέμων και προκαλεί μεταβολή στα data του καιρικού δελτίου, δελτίου που εκφωνεί μια άλλη κρέμα καραμελέ (η Πετρούλα). (βλ. παρ. 5).

6) Για κάποια περιοχή που έχει δεχτεί ισχυρό καταστροφικό χτύπημα (όπως χτυπιούνται και καλά κάποια διακριτά υλικά προκειμένου να γίνουν κρέμα), π.χ.: βομβαρδισμός (βλ. παρ. 6).

7) Το τσουτσού σορόπ κάποιου γλυκοτσούτσουνου. (βλ. παρ. 7).

  1. - Καλά ποια είναι αυτή η σεινάμενη και λυγάμενη που βγαίνει από το γραφείο του προέδρου; - Η νέα του γραμματέας είναι. Μπουκιά και συγχώριο, ε;
    - Μμμ Η απόλυτη κρέμα καραμελέ φίλε μου. Μμμ!

  2. Έχεις δει το Γιώργη τελευταία; Κρέμα καραμελέ κατάντησε. Άσ' τα, άμα δεις πως χορεύει η κοιλιά του όταν περπατάει, θα τα παίξεις.

  3. - Είδα χθες τον κυρ Μανώλη στο δρόμο. Μιλάμε, λες και βλέπεις κινούμενη κρέμα καραμελέ. Περπατά και διαλύεται. - Ε... ενενήντα και είναι ο άνθρωπος. Πάλι καλά. Θα ζούμε εμείς στην ηλικία του;

  4. Η κυρά Μαρία έχει προσβληθεί από νόσο του πάρκινσον. Τρέμει λες κι είναι κρέμα καραμελέ.

  5. - Γιατί λένε στη δουλειά κρέμα καραμελέ τον Πέτρο; - Επειδή κουνιέται σα βάρκα σε τρικυμία και επειδή ο τύπος αρμέγει το φίδι τρεις φορές την ημέρα, προ και μετά φαγητού. Καλά τίποτα δεν έχεις καταλάβει;

  6. Γιατί το να βομβαρδίζει κάποιος είναι εύκολο. Τη στήνεις απέναντι στην Ιταλία και πατάς κουμπάκια μέχρι η άλλη χώρα να γίνει κρέμα καραμελέ.
    Δες

  7. Λόλα: Αδερφούλα μου βγάζει μια κρέμα καραμελέ το σουτζούκ λουκούμ του Κώστα. Μμμ!; Να γλείφεις τα δάχτυλα σου.

(από GATZMAN, 24/06/09)(από GATZMAN, 24/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο άλλος έχει προσόντα αυξημένου βεληνεκούς... και προσέξατε παρακαλώ την σύνδεση:

βεληνεκές το [velinekés]: η απόσταση που διανύει ένα βλήμα από το σημείο που εκσφενδονίζεται, ως το σημείο πτώσης: Πύραυλοι μικρού / μέσου / μεγάλου βεληνεκούς.

Έχει λοιπόν το πουλάκι μας, μεταφορικά και κυριολεκτικά, και το μέγεθος και την ταχύτητα που εντυπωσιάζει στο κάτω κάτω, αλλά δεν ξέρει τι να το κάνει, το έχει με λίγα λόγια μόνο για μόστρα.

Συνήθως ο εν λόγω φέρων το προσόν δεν έχει μόνο αυτό για μόστρα. Γενικά η έκφραση χρησιμοποιείται και για άλλα θέματα επιδειξιομανίας.

— Ακόμα να γίνει κάτι;
— Άστα ακόμα...
— Και καλά, αυτά που έλεγες περί ντουρασελιάς;
— Τζάμπα πάει, για μόστρα το έχει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλομπαρίστικο και ευνόητο. Για τους πιο συναισθηματικούς, το δεύτερο συνθετικό μπορεί να αντικατασταθεί με το: κήπος με άνθη.

Ισπανιστί: Culo con pelo, jardin de flores.

λούγκρα: Έχεις να μου κάνεις ένα τάληρο λιανά; (συνοδευόμενο από σχετική χειρονομία με τον αντίχειρα και τον μέσο εν είδει οπής)
λόμπα: Μμμμχχχ... Κώλος με τρίχες, μπαξές με λουλούδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.

Γκάιντα ρε, τάχα το χαλόνι ! (= κοίτα ρε κώλο το γκομενάκι !)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μη ευωχούμενος της ενεργητικής πρωκτικής διεισδύσεως (ανεξαρτήτως προθέσεως και φυλετικού προσήμου), δεν έχει ιδεί τίποτις εις την ζωήν του και θα ποθάνει με αυτό το μαράζι [sic].

Ας συγχωρεθεί ο οίκοθεν νεολογισμός εις την ιταλικήν ως:
Chi non chiava culo, se ne va ad Ade cieco (ταυτόσημο λέξη προς λέξη).

-Φίλος χτες πήγα με την Έλλη σπίτι της κι έγινε το έλα να δεις!
-Κώλο σου 'δωσε ρε;
-Κάτσε ρε φίλο, προχτές τη γνώρισα...
-Καααλά... Όποιος κώλο δε γαμεί, στραβός πάει στον Άδη. Να ξέρεις δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified