Selected tags

Further tags

Ορός από το αγγλικό (one size) που αναγράφεται πάνω σε ρούχα υποδηλώνοντας το μέγεθος.

Εν προκριμένω αναφέρεται σε ρούχα που προορίζονται για άτομα μικρών διαστάσεων ή τουλάχιστον σε ρούχα που έχουν μεγάλο εύρος ταιριάσματος.

Το σλανγκ υπονοεί γκόμενες μικρού μεγέθους (συνήθως το πολύ 40-45 κιλά) που είναι ευκολόχρηστες κ ευέλικτες κατά την σεξουαλική πράξη!!

Δηλαδή κοινώς η γκόμενα μινιόν, ο πουτσομεζές!

- Ρε μαλάκα το πηδάς αυτό;
- Αυτό το ουάν σάιζ το παίζεις στα δάχτυλα, το κάνεις ό,τι θες και χωράει μέχρι και στην τσέπη σου!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λογοκριμένο ή γουτσιστικό μουνί.

Το νινί, το νινί, το νινί σέρνει καράβι,
και δεν τό 'χεις καταλάβει...

(από Khan, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Το κατούρημα
  2. Τα ούρα, τα τσίσα
  3. Το πουλί ή το μουνί στην παιδικήν

Από τη γαλλική λέξη pipi.

  1. - Μαμάααααααααααααααα, πιπί μουουουουου!
    - Τώρα, έρχομαι!
    ...

  2. Πώ πω πότε πρόλαβες και τά' κανες πάνω σου και γέμισες τον κόσμο πιπί!

  3. - Μαμά, τι σημαίνει «το κάνω;»
    - Είναι όταν βάζεις το πιπί σου σε αυτό ενός κοριτσιού.
    ...

(από malakia, 02/11/11)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή έκφραση της καλιαρντής, που έχει περάσει και στην κλασική αργκό (αφού είναι συγκοινωνούντα δοχεία), για την άσχημη ή φτωχιά ή γριά (ή και τα τρία) χαρμανιασμένη αδερφή, που δεν κατορθώνει να ψήσει για κλαρίνο, ούτε αυτούς που γλίτωσαν απο το Νταχάου.

(Στο πάρκο):

– Φίλε, με συγχωρείς τι ώρα έχεις;
– Δυο και δέκα.
– Κάπου σ' έχω ξαναδεί. Πώς σε λένε;
– Κωστή.
– Από 'δω είσαι;
– Όχι, απ' το Βόλο.
– Ωραίος ο Βόλος, έχω πάει τρείς φορές. Να έρθω να κάτσω εκεί, να τα πούμε;
– Και δεν έρχεσαι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
– Ωραίααα. Στην Αθήνα πού μένεις;
– Σ' ένα ξάδερφό μου.
– Φοιτητής είσαι;
– Ναι.
– Έχεις φιλενάδα;
– Όχι.
– Θές να κάνω τίποτα εγώ;
– Ά εκεί το πας; – Μόνο του πάει...
– Βρε ίσα μωρή καημόπουτσα, που πα' να με διπλαρώσεις! Εμένα βρήκες; Φύγε τώρα με το κεφάλι γερό, γιατί θα το πάρεις στα χέρια! Τ' άκουσες;
– Καλά-καλά, φεύγω! Άει στο διάολο τσογλάνι, που 'χασα την ώρα μου μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ωραία γυναίκα που σου θυμίζει τη μάνα σου γι' αυτό και σου αρέσει; Που θες να την βοηθήσεις να τεκνοποιήσει;

Δεν γνωρίζω, μη βαράτε, όμως τόσο οι ΑΜΑΝ όσο και ο Βέγγος την έχουν κάνει διάσημη οπότε είναι ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΤΙΚΟ λέγω να μη την έχω βρει εδώ μέσα.

Τέσπα, Μμμανούλα είναι η ωραία και γοητευτική γυναίκα.

- Θου-Βου: Ντόιιιινκ ντόινκ ντόινκ! Φσιτ φσιτ φσιτ! Μμμανούλααα αχ!

Μανούλα by ΘουΒού (από GATZMAN, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μωρό που έχει και γαμώ τους πάτους. Το πατούρι αλλιώς. Λέγεται στο στράτευμα. Υπάρχει και ως πάταρος.

- Μαλάκα μου τι πάτος είναι τούτος;; Κοιτάει στον Θεό μιλάμε...
- Αυτό φίλος λέγεται πατάρι, κανονικότατα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν ξεπατώνεις μια γκόμενα. Και φτάνεις βαθιά, πολύ βαθιά. Τότε είναι που λέμε την έκφραση «της τον έφτασα ώς τις αμυγδαλές», ή κάτι παρόμοιο. Μόνο για προσοντούχους τύπους.

- Η Μαρία είναι μια σταλιά κοριτσάκι, 1.40 με τα χέρια στην ανάταση... Και τσίχλα. Για σκέψου να φάει κανά χοντρό εργαλείο, ως τις αμυγδαλές θα της φτάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμήσι. Λέμε πχ «έλα δω μωρό μου να σου κάνω ένα κλύσμα» ή: «της πάτησα ένα κλύσμα που θα της μείνει αξέχαστο».

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Κλύσμα είναι απαραίτητο να προηγηθεί του πρωκτικού σεξ, για να φύγουν μικρόβια κλπ. Άσχετα αν οι πιο πολλές γκόμενες δεν το κάνουν.

Και μεταφορικά: «παίξαμε τάβλι με τον Πάνο και του έκανα κλύσμα».

Δες ορισμό.

Δες και γκαζόζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση έχει τρία μεγάλα πεδία εφαρμογής:

  1. - Βαγγέλης: Σωραίος, Πέρι, μετά από τόσες πουστιές το Λίλιαν σου κάθεται ακόμα στο φιλικό! Ενώ εμένα, ό,τι κάτσει...
    - Πέρι: Τελέρε, λίγη σου πέφτει η Λάουρα;

  2. - Ρωτάει στην διαφήμιση για το Τζόκερ «κι αν σου κάτσει;», δεν αναρωτήθηκαν όμως τι γίνεται «κι αν δε σου κάτσει;»'... (από εδώ)

  3. - Αδερφέ οροθετικέ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ μπορείς να μας πεις πως σου έκατσε αυτή η πάθηση. Αν δε θες οκ πάω πάσο απλά το ρώτησα μπας και το αποφύγει κόσμος. (από εδώ)

(από Vrastaman, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπινελίκι αυτό και οι παραλλαγές του (μωρή ξεσκισμένη, παλιοξεσκισμένη, κ.α.) αποτελούν πολύ βαριές προσβόλες.

Συνήθως απονέμεται σε:

Εκ του αρχ. σχίζω.

Αποσιστωμένη, εις την μαρτυριάρικην Τζύπρον.

  1. - Και μετά η Απελευθέρωση. Βλέπουμε τη λευτεριά «πανώρια κόρη» που την κατάντησαν ξεσκισμένη πόρνη να σέρνεται τα επόμενα χρόνια στους δρόμους της Αθήνας, διεκδικούμενη από πλήθος νταβατζήδες και εργολάβους. Η ανασυγκρότηση της νέας Ελλάδας... (από εδώ)
  1. - Η ξεσκισμένη η Canon δε δίνει τα specs για να φτιαχτούν drivers για τον εκτυπωτή μου (μόνο μαύρο και υπό προϋποθέσεις μπορώ να τυπώσω)... (από εδώ)

Ο γιατρός με το μαγικό νυστέρι (από Vrastaman, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified