Το γαμώ κατά τους γαύρους (Ολυμπιακούς).
Το γαμώ κατά τους γαύρους (Ολυμπιακούς).
Βλ. και έχει γαβριάξει, γαύρος.
Got a better definition? Add it!
Ο πέφτουλας που δουλεύει πολύ με τα χέρια του και απλώνεται σε σημεία που ο απλός φλερτάκιας δεν τολμά καν να πλησιάσει.
- Μαλάκα, πιάσε τον Μίμη εν δράσει να λατρέψεις.
- Και καπνίζει κιόλας; Μα πόσα χέρια έχει ο πούστης... Χταπόδι!
Got a better definition? Add it!
Κωλοτρυπίδα, σούφρα, γκρόβερ, ροδέλα, σφιγκτήρας κλπ.
Προέλευση:
Απο την προφανή ομοιότητα με τον ρόζο ενός δέντρου.
- Πολύ χαρούμενο σε βλέπω.
- Πώς να μην είμαι. Χτες βράδυ η Σούλα μου 'δωσε ρόζο!
- Σέβομαι...
Got a better definition? Add it!
Γενική περιγραφή ερωτικών πράξεων.
- Μην την κοιτάς τη Δήμητρα που το παίζει Παρθενόπη. Της αρέσουν τα ξινά, σου λέω. Προχθές τραβιόταν με τον Μηνά στις τουαλέτες του κλαμπ και αν δεν ήταν η μουσική θα την είχε ακούσει όλο το Χαλάνδρι.
Got a better definition? Add it!
Η αιδοιολειχία στην ερωτική πράξη, το ορίζει η ίδια η λέξη άλλωστε.
Οι γυναίκες ρε συ τη βρίσκουν ατελείωτα με το γλειφομούνι.
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Λέγεται μεταξύ των στρατευσίμων, ότι βάζουν στο φαγητό μια ουσία η οποία εμποδίζει τη στύση (και συνεπώς τις όποιες ορέξεις ή ατυχήματα).
Περισσότερο μύθος παρά αλήθεια, κάτι τέτοιο συμβαίνει λόγω άγχους / στρες / κακής ψυχολογίας / απουσίας γυναικείου φύλου.
Να τρώω το φαγητό απο το μαγειρείο ή λές να έχει αντικούκου μέσα;
Δες και αστικός μύθος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κυριολεκτικά η μεγάλη αράχνη, είδος φαρμακερής αράχνης.
Μεταφορικά η μαλακία, ο αυνανισμός.
- Τον έφαγε η μαρμάγκα, έπαθε μεγάλη συμφορά.
- Γαμάει ο Μήτσος καθόλου;
- Τι να γαμήσει αυτός ρε, τόσους μήνες παίζει μόνο DOTA , τον έχει φάει η μαρμάγκα για τα καλά
Got a better definition? Add it!
Είναι η κοπέλα που έχει ειδίκευση στη στοματική ικανοποίηση του αρσενικού και αυτό την ευχαριστεί κι εκείνη.
Βλ. και πιπού.
-Η Ελένη χθες πήρε πίπα και στον Γιώργο...
-Έλεος την πιπόβια σε όλους πια!
Got a better definition? Add it!
Παίρνω πίπες, κάνω στοματικό σε άντρα.
-Τι έγινε ρε μαλάκα χθες με την γκόμενα;
-Ε μωρέ με πίπωσε και την έστειλα σπίτι...
Got a better definition? Add it!
Η φτιαγμένη πουτάνα (όχι αποκλειστικά από πρέζα γενικώς φτιαγμένη με ναρκωτικά).
-Φτιαχτήκαμε χθες και μετά την έσκισα σου λέω...
-Εντελώς πρεζοπούτανο ε;
Got a better definition? Add it!