Selected tags

Further tags

Ὅπως εἶναι γραμμένο, εἴτε εἶναι λάθος, εἴτε πρόκειται γιὰ σλαγκισμένη προφορὰ τοῦ κοινοῦ «Ἔ, ἄει καὶ γαμήσου...» (από τον ορισμό του aias.ath).

Kι όμως, περιέχει ένα σλανγκικό έρμα, αφού:

  • το «ειά και γαμήσου» φανερώνει περισσότερη περιφρόνηση από το απλό «άει γαμήσου» προς το άτομο στο οποίο εκστομίζεται,
  • απαντάται και στον πιο ξυσοκάρυδο τύπο «ειά και γά»/
  • εμπεριέχει το ρίσκο της απάντησης-τάπωμα (ή γείωσης κατά vikar) «Πάρ 'τη και κοιμήσου», οπότε αξίζει (τουλάστιχο) μνείας.

Λημπούμεραγκ: αίας.αθ

- Ρὲ φιλάρα, κοίτα νὰ ποῦμ', δὲν βγαίνει ὅπως τὄπαμε χθὲς, νὰ ποῦμε. Ρίξε κάτι παραπάνω νὰ μείνῃ συρμαγιὰ καὶ γιὰ πάρτη μας, νὰ ποῦμε.
- Ἔ, ειἄ καὶ γαμήσου σκατόλουστρε, μὲ τὰ κορδελάκια σου...

φερτε τα πσαρια! (από BuBis, 02/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην ερωτική ορμή, στύση και καρποφορία εφήβων και νεαρών ανδρών οι οποίες είναι τόσο ισχυρές ώστε να μπορεί ο νεαρός επιβήτορας να κρατήσει τα μπόσικα με μια προπορευόμενη γαϊδούρα στον ανήφορο.

Αγαπημένη έκφραση παππούδων όταν αναπολούν την (πραγματική ή φανταστική) σεξουαλικότητα των νιάτων τους και όταν αναρωτιούνται για τους γιους η εγγονούς τους στην Ηλεία.

- Θα σε πάω στη Μαρία τη χορεύτρια να μου πει μετά αν γκαστρώνεις γαϊδούρα στον ανήφορο ή τζάμπα σου δίνω χαρτζιλίκι για σουβλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για πράγματα που επαναλαμβάνονται συνεχώς, που συζητιούνται ευρέως κάποια δεδομένη χρονική στιγμή.

- Φτάνει πια! Το άκουσα.
- Έχεις δίκιο. Η αλήθεια ότι τις τελευταίες μέρες όλοι αυτό συζητάνε. Πάει από στόμα σε στόμα, σαν πούτσα.

γλειφιτζούρι (από panos1962, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμάω. Τόσο απλά.

Κι αν θέλουμε να το κάνουμε και φραγκοδίφραγκο, να πούμε πως ο γαμιάς «φορτώνει» τη ψωλή του στο «θύμα», της τον ακουμπάει. Για να «φορτώνει» όμως την ψωλή, πρέπει κι η ψωλή να είναι «φορτίο», να έχει δλδ κάποιο υπολογίσιμο βάρος. Η χρήση λοιπόν του ρήματος υποδηλώνει slightly το μεγάλο μέγεθος της πούτσας αυτού που γαμεί.

Κι επειδή επανάληψη μήτηρ μαθήσεως κλπ, ας κάνουμε μια λιστούλα - ενδεικτική, not εξαντλητική - συνωνύμων, έτσι για την καύλα μας.

Σπρώχνω - σπρώξιμο.

Σφίγγω - σφίξιμο.

Πνίγω

Κομματιάζω

Σφυρίζω (ένα πούτσο to sbd)

Τον ακουμπάω (τον πούτσο to sbd)

Aλλάζω τα υδραυλικά

Πετάω τα μάτια όξω (to sbd)

Kάνω παρέλαση

Παίζω καράτε

Χρακάρω (από τον ήχο «χρακ» / «κρακ» που κάνουν οι εισαγωγές-εξαγωγές)

Φιστικώνω

Πατάω (συνηθ. στη φράση «της πάταγες ένα πούτσο;»)

Μανικώνω / ρίχνω ένα μανίκι

Ταΐζω κρέας (sbd)

Σερβίρω ένα πούτσο (π.χ. της τον σέρβιρα άνετα)

Κερνάω (π.χ. το κέρναγες το μωρό που περνάει;)

Σφάζω (π.χ. το έσφαζες; - στο γόνατο...)

Σπάω στον πούτσο sbd - Σπάσιμο (π.χ. κορμάκι λεπτεπίλεπτο για σπάσιμο)

Ξηγάω τ' όνειρο

Πετσώνω - πέτσωμα.

Τεντώνω - τέντωμα.

Τον βρέχω (κάπου ζεστά και υγρά)

  1. - Βγήκατε τελικά με το μωρό απ' το FB;
    - Ναι, την Παρασκευή. Κάτι φιλάκια πέσανε στην καφετέρια και λίγο μπαλαμούτι μέσα στ' αμάξι όταν τη γύριζα.
    - Άρα το φόρτωμα αναβλήθηκε να υποθέσω..
    - Όχι για πολύ φίλος, όχι για πολύ...

  2. - Μαλάκα δε στα είπα, ξαναβρεθήκαμε με το μωρό απ' το Face...
    - Ένα μόνο θα σου πω. Φόρτωσες;
    - Όχι ρε γμτ, μου είπε πως είχε τα ρούχα της.
    - Κι εσύ το 'χαψες το μυθιστόρημα που σου σέρβιρε. Α ρε θύμα! Μια ζωή αγκαλίτσας θα μείνεις και καληνυχτάκιας περιωπής...

Θέλω να με φορτώσω, αλλά το ρουμλετάδικο είναι κατηλειμμένο. Που σου να μην κάνω κράτηση! (από GATZMAN, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κερατάς. Προέρχεται από το λατινικό cornu (κέρατο) και σημαίνει αυτόν που η γυναίκα του τον απατά. Πώς συνδέεται το κέρατο με την εν λόγω απάτη δεν είναι γνωστό, πάντως εικάζεται ότι έχει να κάνει με τα ελάφια, καθώς οι ελαφίνες, όπως βέβαια και τα περισσότερα θηλαστικά, κατά την περίοδο του ζευγαρώματος «πάνε» με πολλούς συντρόφους.

Δεν υπάρχει αντίστοιχο λήμμα στο θηλυκό γένος, όπως εξάλλου δεν υπάρχει αντίστοιχο θηλυκό λήμμα για το «κερατάς». Συναντάται όμως το «κερατωμένη» που δηλώνει, εντούτοις, παρελθόντα χρόνο.

  1. - Είδα την Πόπη αγκαλιά με το Νίκο.
    -Τι μου λες; Κορνούτος δηλαδή ο Αλέκος;

  2. - Νομίζω ότι η Δέσποινα μου τα φοράει.
    - Κορνούτος; Γουέλκαμ του δε κλαμπ.

Τάρανδος (από panos1962, 01/11/09)Κερατάς ο Μεγαλοπρεπής. (από Khan, 02/11/09)Στο 2.28 και στο 4.30 χαρακτηριστικές χρήσεις. "Διαζύγιο αλά Ιταλικά" του Τζέρμι. (από Khan, 02/11/09)Καπέλο κορνούτου (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τις σιγανοπαπαδιές, αυτές που το παίζουν παρθένες, ενώ το φυσάνε το κλαρίνο.

Απαντάται και ως «οσία», «οσία Παρθένα», «Παναγία» κλπ. Ετυμολογείται όχι από το κύριο όνομα «Παρθενόπη», αλλά μάλλον από τα παρθένα και οπή, κοινώς παρθένα. Βλέπε και η παρθενιά της γυναίκας είναι από κώλο.

- Καλέ, πήγα στο Νίκο να μου δείξει τον Firefox και κάποια στιγμή μου πιάνει το μπούτι!
- Ναι, εσύ δεν ξέρεις απ' αυτά. Παρθενόπη...

- Φτου να μη γαμήσω κανέναν, πάλι βρώμισε το registry!
- Καλέ, πώς μιλάς έτσι;
- Ναι, εσύ παρθενόπη! Δεν ξέρεις απ' αυτά, πουλάκι μου.

Κα(β)λόγρια (από panos1962, 02/11/09)Κουρτ Βάλντχαϊμ (από panos1962, 02/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να καυτηριάσουμε ακριβό αντρικό ντύσιμο σε όχι πολύ φανατικούς άντρες. Λέγεται και ως αυτοαναφορικό. Ετυμολογείται από τον Υβ Σαιν Λωράν ο οποίος υπήρξε γνωστή γκέισα· η σχέση του με τον Νουρέγιεφ ήταν θυελλώδης.

  1. Ω, με γεια το πουλόβερ! Ιβ Σεν Φλωράν είναι;

  2. Τι φοράει, ρε ο Ιβ Σεν Φλωράν;

  3. Πάρε τη γκέισα! Πού βρήκε λεφτά για Ιβ Σεν Φλωράν;

Yves Saint Laurent (από panos1962, 03/11/09)Αλέξανδρος Ιόλας (από panos1962, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικό υπονοούμενο για ύποπτη ή παράνομη ερωτική συνεύρεση. Εκφέρεται κυρίως με δηκτική διάθεση συνοδευόμενη από αρκετό φθόνο, και συνήθως αφορά σε άτομα του στενού φιλικού ή οικογενειακού περιβάλλοντος (σύζυγος, κόρη, γκόμενα κλπ).

  1. - Η Μαρία πήγε στη Ρώμη με το αφεντικό της για «δουλειές». Μου την έχει δώσει!
    - Μήπως είσαι παράξενος;
    - Στο ίδιο δωμάτιο μένουν ρε μαλάκα, τι λες εσύ, το βράδυ να παίζουν τις κουμπάρες;

  2. - Η Δέσποινα είναι κλειδωμένη στο δωμάτιό της με το Γιώργο δυο ώρες.
    - Λες να πηδιούνται;
    - Όχι, παίζουν τις κουμπάρες. Άιντε, σύνελθε!

Παίζουμε τις κουμπάρες; (από panos1962, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταραντέλα: Μιλάμε για ένα χορό που συνδέεται με την αρχαιοελληνική αποικία του Τάραντα και με τον ταραντισμό, μια μορφή κρίσης που οφειλόταν στο τσίμπημα μιας αράχνης Λικόσα Ταραντούλα. Η ενδεδειγμένη θεραπεία περιελάμβανε ένα μουσικό εξορκισμό: ο άρρωστος χτυπιόταν μιμούμενος τις κινήσεις της αράχνης μέχρι να πέσει εξουθενωμένος. Από την τελετουργία αυτή γεννήθηκε o ζωηρός και εύθυμος αυτός λαϊκός χορός της νότιας Ιταλίας.

Στα καθ' ημάς τώρα. Αποκαλούμε ταραντέλα κάποια σεινάμενη και λυγάμενη κραγμένη αδελφή του ελέους, κάποια λούγκρα που σπάει φωνή, λυγάει μέση και σώμα και περπατάει με χάρη και νάζι. Μιλάμε για κάποια κρέμα καραμελέ (περίπτωση 5), για κάποια hitech τσαγιέρα ολκής.

Στο παρακάτω βίντεο ο Παπαγιαννόπουλος αποκαλεί έτσι μια αδερφή κομμώτρια που του στείλανε να τον κουρέψει και να του κόψει το μουστάκι. Το σκηνικό είναι από την ταινία Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται.

βλ. και λήμμα πούστης.

Σημείωση:

α) Επειδή υπάρχουν ταραντέλες και ταραντέλες, ο λαός επινόησε και τον όρο παλιοταραντέλα για αυτές που φωνάζουν από μακριά πως το τρίβουν το πιπέρι με όλες τις εναλλακτικές τριψίματος του. Ε... άμα είναι κανείς ευαίσθητος στο τσίμπημα της ταραντούλας... χορεύει ως ταραντέλα μια ζωή ταραντέλα. Το αναζητά ο οργανισμός του το τσίμπημα. Αυτό είναι το γιατρικό του.

β) Σχετική ατάκα: το ντέφι κι' η αποκριά είναι του πούστη η χαρά.

- Καλά... είδες τον νέο καθηγητή της μουσικής που μας στείλανε;
- Ω ναι. Τι κουνίστρα είναι αυτή ρε εσύ;
- Δε λες ταραντέλα καλύτερα;
- Και παλιοταραντέλα τη λες... Αμέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεθοδολογία κατάταξης επίπεδων πηδηξιμότητας μιας γκόμενας:

Έστω ότι το Λίλιαν βρίσκεται στην κορυφή του επιπέδου Α και η φίλη της η Λάουρα βρίσκεται στην διόλου ευκαταφρόνητη κορυφή Β. Μια επιεικώς γαμήσιμη γκόμενα λιμνάζει στο επίπεδο Γ, αυτό της μετριότητας, εκεί όπου με λίγη καλή πίστη και επιείκεια οι αναστολές πέφτουν και οι γκόμενες καθίστανται οιονεί πηδήξιμες.

Τα παρακάτω επίπεδα Δ (μέτριες προς το κακό) και Ε (φλόμπες) δεν σηκώνουν επιείκειες, παρόλα αυτά κυκλοφορούν εξειδικευμένοι δρακογάμηδες, ήρωες και προικοθήρες που τις περισυλλέγουν.

- Ρε, σου αρέσει καθόλου η αδερφή του Παύλου;
- Τι να σου πω επιεικώς πηδήξιμη θα την έλεγα.
- Ωραία γιατί σε γουστάρει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified