Selected tags

Further tags

Χρησιμοποιείται κυρίως -τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια- για να περιγράψει επακριβώς την στιγμή κατα την οποία, μετά από έντονη και επαναλαμβανόμενη στοματική σεξουαλική δραστηριότητα, η γλώσσα θυμίζει περισσότερο το τριχωτό της κεφαλής, παρά την λεία επιφάνεια της στοματικής κοιλότητας.

Μαλάκα, τα 'παιξα προχθές, έγλειφα το ειρηνάκι 2 ώρες και όταν τελείωσα η γλώσσα μου είχε γεμίσει τρίχες, μάλλιασε η γλώσσα μου σε λέω.

Από το 4:43. Robin Williams, Live on Broadway. Υπέροχος. (από patsis, 07/02/10)Κυριολεκτικά... (από kondr, 09/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εν ολίγοις ότι το μουνί τραβά καράβι.

- Ρε, έχεις δει των Κώστα;
- Άσε, πήγε για μπάντζι τζάμπιν με αυτή τη Γαλλίδα που γνώρισε στο Μαγγανάρι... Τί να σου πω ρε Μπάμπη;
- Τί να μου πεις; Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Vrastaman, 08/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια πουτάνα που ξεκώλιασε το μουνί της.

Ο Θόδωρος ξεκώλιασε το μουνί του της προάλλες.

Δες ακόμη: ξεκωλόμουνο, ξεκωλοπατόμουνο, -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις ταλιμπανικές περιόδους του ελληνισμού, έπρεπε να αποδειχθεί ότι η νεόνυμφη υπανδρεύθηκε όντας παρθένα. Γι' αυτό μετά το σεξ της πρώτης νύχτας, το ζευγάρι έπρεπε να κρεμάσει το σεντόνι με το αίμα από την απώλεια της παρθενιάς, σε δημόσια θέα ώστε να κατευνασθεί η οργή των κυρα-περμαθούλων και να περηφανευτεί κι ο γαμπρός ότι πήρε καλό πράμα. Συμβαίνει στην ταινία Στον Αστερισμό της Παρθένου με την Ζωή Λάσκαρη.

Παίζει κι η εκδοχή ότι κάποιοι γαμπροί εξίσου καταπιεσμένοι από τον θεσμό, αλλά δειλιάζοντας μπροστά στον κοινωνικό περίγυρο έβαζαν άλλο αίμα στο σεντόνι (λ.χ. από περίοδο, μικρό κόψιμο στο χέρι κ.ο.κ.) ώστε να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Δεν πιστεύω να συμβαίνει πια σήμερα, είναι θεσμός καταδικασμένος στην συνείδηση του λαού, αλλά έχει απαθανατιστεί σε ομώνυμο σκυλοτράγουδο.

Πάσα: Κνάσος.

Το παρθενόπανο

Ένα μήνα πριν το γάμο
Μου σκάσες την ιστορία
Πως αν θέλω να σε πάρω
Πρέπει νά βρω σκευωρία

Ρώτησα τι εννοείς
Αν και το ´λεγαν στη γύρα
Πως στο τέλος θα μου πεις
Πως παρθένα δε σε πήρα

Τι θα βγάλω τώρα εγώ
Το πρωί μετά το γάμο;
Το σεντόνι το διπλό
Δίχως το σημάδι πάνω;

Για ένα παρθενόπανο
Γινόμαστε κουβάρι
Άμα σ´αφησω τώρα εγώ
Να ´δω ποιος θα σε πάρει

Τη Λάσκαρη την πήρανε
Χωρίς υμενα παρθενίας
Γιατί αυτής της εκοφτε
Κι είχε σημαία Ιαπωνίας

Μου πες να κοπώ στο χέρι
Σαν τους Ψίθυρους Καρδιας
Θα με στείλει το χουνέρι
Για να κάνω μπάι πας

Σκέφτηκα έναν άλλο τροπο
Στον πατέρα σου να πω
Στην οργή να δώσει τόπο
Και εγώ να μη κοπώ

Μα την ξανασκέφτηκα
Προσκλήσεων παραγγελία
Και στο τέλος δέχτηκα
Ν´ αλλάξω ημερομηνία

Για ένα παρθενόπανο
Γινόμαστε κουβάρι
Άμα σ´αφησω τώρα εγώ
Να ´δω ποιος θα σε πάρει

Τη Λάσκαρη την πήρανε
Χωρίς υμενα παρθενίας
Γιατί αυτής της εκοφτε
Κι είχε σημαία Ιαπωνίας

Ήσουνα στις μέρες σου
Την πρώτη νύχτα στο κρεβάτι
Και την εβγαλά με σου
Μ´ εκμεκ και λίγο μάτι

Το σεντόνι βάφτηκε
Και στο μπαλκόνι βγήκα
Η ντροπή τινάχτηκε
Μα κράτησα την προίκα

Αν ήξερα τι ´ταν γραφτο
Για μενανέ να γίνει
Θα τρεχα αμέσως να κρυφτώ
Στη ζούγκλα με τους μπαμπουίνοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυρία που μπουκώνεται με ψωλές διαφόρων μεγεθών. Βλέπε τσιμπουκλού.

Α!!!! η καινούργια της τάξης .... μεγααααααλο ψωλομπούκανο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • [i]Ψωλή μου που 'σουν όμορφη κι' ήφτανες στο φεγγάρι και 'δα θωρώ τ'αρχίδια σου κ' ήκαμες μαξιλάρι.[/i]
  • [i]Ψωλή μου που 'σουν όμορφη και 'ποκαμάρωνα σε και 'δα στην τρύπα του μουνιού θωρώ σε και κοιμάσαι.[/i]
  • [i]Ψωλή μου που 'κανες τσαντίρι το σεντόνι και 'δα που σε χρειάζομαι σε πήραν οι δαιμόνοι.

[/i] Κρητικές χαρακτηριστικότατες μαντινάδες που αφιερώνονται σε όσους έχουν παροπλίσει το πέος τους και δεν μπορούν να εκτελέσουν τα σεξουαλικά τους καθήκοντα.

Δεν χρειάζεται, οι μαντινάδες μιλάνε από μόνες τους.

(από kounelos66, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων κοχόνας - ή κοχόνια (πλήρης εξελληνισμός της κατάληξης). Τα κοχόνας (cojones) είναι οι όρχεις ισπανιστί. Ως εκ τούτου, η λέξη αποτελεί δάνειο από τα Ισπανικά και χρησιμοποιείται ευρέως στην καθομιλουμένη της χώρας μας τα τελευταία χρόνια, με τη σημασία «ορχειδάτος».

Πιθανότατα εισάχθηκε κατά την περίοδο των πρώτων 2-3 ετών της τρέχουσας δεκαετίας, όταν και η κουτσή Μαρία ενεγράφετο σε παρακολουθήσεις μαθημάτων της Ισπανικής, μήπως καταφέρει ποτέ να βιώσει το αρχιτεκτονικό θαύμα της Βαρκελώνης από τις αγκάλες κάποιου καλλιτέχνη τύπου Χαβιέ Μπαρτέμ. Κοινώς, απ' όταν τα Ισπανικά γίναν τρέντι.

  1. Σέντερ μπακ κοχονάτο.

  2. Ναυαγοσώστης με κοχόνια - κοχονάτος.

  3. Επιστήμων με κοχόνια και ουχί κοχόνια επιστήμων.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλειδί ίσως στην ερμηνεία της κραυγής «χύνω» είναι ότι, εν αντιθέσει με το πέρας της συνουσίας, σπανίως ακούγεται με το πέρας του αυνανισμού: ο αυνάνας δεν νιώθει την ανάγκη να θριαμβολογήσει. Η αυτοϊκανοποίηση και ο αυτοθαυμασμός τυγχάνουν έννοιες αλληλοαναιρούμενες.

Ήτοι το «χύνω» είναι ρήμα δηλωτικό επιτεύγματος και δη επιτεύγματος σπουδαίου και τελείου, επιτεύγματος που δεν αρκεί να φανερωθεί ως ύλη, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να σημανθεί και με λόγο. Υπό αυτήν την έννοια το «χύνω» δεν περιττολογεί ούτε ταυτολογεί, όπως ακριβώς δεν περιττολογεί ούτε ταυτολογεί η μόνη άλλη αντιστοίχου φωτός και εκστάσεως κραυγή που μπορεί να βγει από ανθρώπινο στόμα, η κραυγή «γκολ».

Αυτό γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρο αν προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε το ρήμα «χύνω» με ρήματα άλλων σωματικών λειτουργιών σημαντικά. Πόσο γελοίο θα φαινόταν δηλαδή να αναφωνούσαμε (και μάλιστα στεντόρεια τη φωνή) «χέζω» ή «κατουράω»; Γελοίο κι αντιαισθητικό μαζί. Το πολύ πολύ να αφήσουμε αναστεναγμό βαθύ αν έχουμε κρατηθεί παρά τη θέλησή μας για πολλή ώρα.

Ωστόσο, αφοδεύοντας ή ουρώντας, απλά αδειάζουμε φαΐ και υγρά, απλά βοηθάμε τη δική μας μηχανή να συνεχίσει να δουλεύει.

Εκσπερματώνοντας, δεν εκκρίνουμε ούτε φαγητό ούτε νερό, αλλά επιθυμία, καύλα, αγάπη, έρωτα (κάτι απ' όλα ή και όλα μαζί). Φτάνοντας στο ποθητό σημείο κορύφωσης όλο μας το είναι έχει μετατραπεί σε γενετικό υλικό, σε υλικό που πρέπει πάσει θυσία να βγει από μέσα μας και η έξοδός του δεν είναι απλά λειτουργική, δεν είναι γραφειοκρατική, αλλά έχει σχεδιαστεί ως εξόχως απολαυστική, ως ο κυριολεκτικός ορισμός της ηδονής, αφού με αυτόν τον τρόπο σχεδιαστήκαμε, καθώς αποφασίσθηκε πως το ανθρώπινο παραμύθι μπορεί να διαιωνισθεί μόνο αν συνδεθεί αναπόδραστα με την ηδονική λάμψη, ώστε να απεξαρτηθεί σε έναν ικανό βαθμό από την ελεύθερη ανθρώπινη βούληση και τον συνακόλουθο σκεπτικισμό της.

Φωνάζοντας «χύνω», διαλαλώ πως έφτασα εκεί που πρέπει, πως ρίχνω τον καρπό μου, χωρίς να έχει την παραμικρή σημασία το πού ακριβώς τον ρίχνω, καθώς η διαδικασία, η εντολή που με έχει οδηγήσει στο να φτάσω ως εδώ είναι η ίδια.

Χύνω, δηλαδή εκείνες τις στιγμές δεν είμαι πια εγώ, είμαι εγώ ως σκυταλοδρόμος, είμαι εγώ που βγαίνω από μένα και προσφέρω κάτι από μένα για να γεννηθεί κάτι έξω από μένα.

Σωματοποίησα την επιθυμία μου,
ο οργανισμός μου πήρε ένα όραμα και το μετέτρεψε σε σπέρμα,
δεν χύνω πορτοκαλάδα, δεν χύνω καφέ,
χύνω ζωή,
ζωή μεταφέρω και ζωή σκορπώ,
χύνω, για την ακρίβεια, μια πιθανότητα ζωής,
όπως ακριβώς είμαι κι εγώ μια πιθανότητα ζωής που πραγματοποιήθηκε,
τίποτα παραπάνω από μια τυχαία πιθανότητα ανάμεσα σε μυριάδες άλλες,
ήρθα κατά τύχη, ζω κατά τύχη, χύνω κατ' ανάγκη,
μια ανάγκη που με καίει και με φωτίζει,
μια ανάγκη που με σβήνει καθώς σβήνει
και ίσως γι' αυτό οι ποιητικότερες φύσεις να διεκδικούν την ώρα που σβήνεις κάτι περισσότερο από σένα, ίσως γι’ αυτό να διεκδικούν να ακούσουν, όχι ρήματα ανάγκης, αλλά ονόματα επιλογής, έτσι ώστε να πιστέψουν ότι εκείνη την ώρα δεν χύνεις αλλά γράφεις, γράφεις το όνομά τους πάνω στο γυμνό κορμί τους.

Καλά μην τα παίρνετε όσα έγραψα τόσο σοβαρά, αλλιώς θα σας χύσω και θα πνιγείτε.

Αυτογκοοοοοοοοοοοοολ!!!! (από Vrastaman, 11/02/10)

Προγενέστερη δημοσίευση εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί αρρένων, αυτός που δεν έχει χύσει, ο αγάμητος. Σπανιότερα, αυτός που δεν έχει καν εκτονώσει χειροδικώντας τη σωρευμένη ψυχοσωματική αγανάκτηση που του προκαλεί η παρατεταμένη κατακράτηση φλοκίων, με αποτέλεσμα το γνωστό ανοϊκό σύνδρομο.

Επί θηλέων, αυτή που δεν την έχουν χύσει, η άπαρτη, η αγάμητη, η παρθενοπιπίτσα, η χριστιανόφουστα κλπ.

Τη λέξη χρησιμοποιεί ο σταρ των Θεσσαλονικιώτικων cult αθλητικών εκπομπών Κωστής Ραπτόπουλος. Η παρεπίδραση της Αφύτου Χαλκιδικήςστο σχηματισμό της λέξης είναι πιθανή.

...34 χρονών και δεν ξέρετε τη λέξη επιβήτορας, ή άχυτη είστε ή... (βλ. βίντεο)

(από xalikoutis, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Η κτηνοβασία και γενικότερα όσες σεξουαλικές συμπεριφορές θεωρούνται αποκλίνουσες από την πλειοψηφία (η οποία διακρίνεται, άλλωστε, για την έλλειψη φαντασίας).

Προφανής λεξιπλασία.

- Δεν ξέρω, εμένα η Φραντζέσκα με φτιάχνει!
- Άντε μωρέ την κατσίκα!
- Δεν φταίω εγώ, είναι το προβατορικό αμάρτημα που με ωθεί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified