Selected tags

Further tags

Αγγλιά για το βαρετό, το ντεκαυλέ, το παρώ, το αντίθετο του κίνκι. Στα ελληνικά, χρησιμοποιείται κυρίως από την σαδομαζοχιστική κοινότητα (όπως άλλωστε και στα αγγλικά), για να περιγράψει το σεχ που δεν έχει σαδομαζό στοιχεία (ή έστω έχει λίγα, μια και σεξ χωρίς καθόλου σαδομαζό διάσταση ίσως δεν υπάρχει), και είναι ωσεκτουτού φριχτά βαρετό. Επιτομή της βανίλιας είναι ο ιεραπόστολος. Η σειρά από την βανίλια προς την αποβανιλοποίηση πάει περίπου: βανίλια < κίνκι < fetish < BDSMτζής.

Προφάνουσλυ, προκύπτει από το ότι η βανίλια είναι το πιο ουδέτερο και άχρωμο άρωμα λ.χ. σε κρέμες, παγωτά κ.ά., που υπάρχει επιλογή μεταξύ πολλών.

Θρεντ εδώ:

είστε σε bdsm ή βανίλια σχέση;

- Vanilla θα έλεγα αλλά με πολλά στοιχεία BDSM καθότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό. Πως λέμε ρε παιδί μου « θα σε γαμήσω που θα σε γαμήσω, ας βάλω και λίγο αίσθημα »
- Είμαι σε ένα περίεργο σύμπλεγμα BDSMικής σεξουαλικά και στα παιχνίδια σχέση με βανιλικα συναισθήματα και συμπεριφορές κατά διαστήματα
- Εγω σε vanilla γαμο με στοιχεια και διαθεση bdsm (και απο τους 2) - Εχω σχεση, συζουμε, τον πλακωνω συχνα στις φαπες αμα με παραζορισει, αυτος με βριζει, εγω τον φτυνω, αυτος με φασκελωνει, οταν παει να κατσει στο pc του τραβω την καρεκλα με αποτελεσμα να κοπανιστει στο παρκε, αλλοτε παλι μου κλεινει το φως ενω κανω ντους μπας και τσακιστω, κατι σαν τον πολεμο τωμ Ροουζ ενα πραγμα!
Ειμαστε τοσο υποδειγματικο ζευγαρι!

Ιδού η απορία! (από Khan, 20/09/10)Βανίλια με Βίσση (από Khan, 21/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφόσον τα αρχίδια θεωρηθούν ως καμπανέλια, δηλαδή ως «σακκούλια που κρέμονται και ταλαντώνονται όπως οι καμπάνες», τότε το συνολικό σύστημα πούτσος- αρχίδια θεωρείται ως καμπαναριό, όπου ο πέων είναι ο πύργος και τ' αρχίδια οι φίλοι του οι καμπάνες εκατέρωθεν.

Χρησιμοποιείται περισσότερο:

α) Στην έκφραση:

Στα αρχίδια μου τα δυο,
που είναι σαν καμπαναριό

(τ. στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς).

β) Στην έκφραση αρχίδια καμπαναριό, όπου το καμπαναριό επιτείνει το ότι κάτι είναι αρχίδια. Άλλωστε η ομόηχη κατάληξη -αριό δηλώνει μεγέθυνση, επίταση ή συνάθροιση πρβλ. πουταναριό, φοιτηταριό, παπαδαριό, οπότε με αυτήν την σημασία το καμπαναριό είναι επίταση/μεγέθυνση ή συνάθροιση από καμπανέλια.

Πάσα: Gatzman.

  1. Από το Φάε ένα μαλάκα:

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Αβραμόπουλου.
[...] Το χειρότερο της υπόθεσης ήταν (τι άλλο;) ο μαλάκας ο Αβραμόπουλος που είχε πάρει και τα πάνω του με τη σκαλωσιά, αποκαλώντας την «το μεγαλύτερο δέντρο της Ευρώπης»! Μιλάμε για αρχίδια-καμπαναριό! Γι' αυτό μετά από λίγο ίδρυσε το ΚΕΠ. Σου λέει «Εδώ ανεχτήκανε μια φωτεινή κουράδα δίπλα στη Βουλή των Ελλήνων! Το κόμμα μου θα τους πειράξει;»

  1. Συζήτηση για την Αριστερά σήμερα σε μπουρδελοσάιτ:

Στα αρχίδια μας τα δυό που«ναι σα καμπαναριό , οι γραμμές του ΚουΚουακίου και της Πινατούμπο , αλλά το να βγαίνουν και να λοιδωρούν Μακιαβελογκαιμπελσικά , ΑΥΤΟΊ ΠΟΥ ΦΕΡΑΝ ΤΟΝ ΤΟΠΟ Σ'ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΑΛΙ , ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΦΩΝΑΖΑΝ ΜΙΑ ΖΩΗ ΟΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ , ε είναι κάτι που δεν το θέλει ούτε ο Θεός ούτε ο Διάολος !

  1. Περισσότερη ποίηση με μούσα τα αρχίδια εδώ:

Τ' αρχίδια μας κουνιούνται σαν δυο καμπαναριά
κι εσύ θαρρείς πως είναι σακούλες με φλουριά!

  1. Χιόνια στο καμπαναριό, που κακά μαντάτα φέρνουν

Ιάκωβος Καμπανέλλης (από Khan, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες εξτραδακίων:

Α. Βιοποριστικά εξτραδάκια

Τεράστιο φάσμα που δειγματοληπτικά περιλαμβάνει την κοσμική λούγκρα που διακόπτει τον εαυτό της στα πρωινάδικα, τον καθηγητή του Κολεγίου Αθηνών που παραδίδει ιδιαίτερα σαν προϋπόθεση καλής βαθμολόγησης στην τάξη, τον ξεφτίλα ζωγράφο με την μυτόγκα που μοσχοπουλάει τους στιλιζαρισμένους γουτουπού πίνακες του με ειδική αφιέρωση σε νεόπλουτες κυρα-περμαθούλες, τις ευκαιριακές αρπαχτές των Scorpions στην Ελληνική επαρχία, το λαμόγιο που εισπράττει γρηγορόσημο από την φουκαριάρα την μάνα μας, την πτωχή πλην έντιμη μιαμόρ που προσφέρει φραπέ με το αζημίωτο, αλλά και τον φοιτητή που βγάζει την μπύρα την επιούσια κάνοντας τον ντι-τζέι.

Β. Καγκούρεια εξτραδάκια

Τα παραφερνάλια με τα οποία η καγκουριά πιμπάρει τα εργαλεία της: απλώστρες, σιδερώστρες, σφυρίχτρες, νίκελα, νυχάκια, ξύστρες, πάσης φύσεως πειράγματα, κωλοφτιάγματα, μοντιφιές και ταλιμπάν. Εξτραδάκια όμως θεωρούνται και τα αποθηκευμένα μαμίσια προικιά που παραδίδονται με την μεταπώληση ενός κάγκουαρ.

Γ. Εξτραδάκια-καλούδια

Μαρκετίστικα τερτίπια για να προωθούνται μέτρια προϊόντα και υπηρεσίες εν μέσω οικονομικής κρίσεως: Σιντιά με στρουμφάκια, χατζιδάκια, και άλλα θεοδωράκια εφημερίδων, δωδ με διακαίως κομμένες σκηνές και παραληρήματα σκηνοθετών, νετμπουκάκια δώρο με κάθε πανάκριβη συνδρομή θριτζί ίντερνετ και ταλιμπάν.

- Αποτελεί κοινό μυστικό ότι τηλεαστέρες, μοντέλα και σελέμπριτις καλούνται από επιχειρηματίες σε εγκαίνια, εκδηλώσεις και events με σκοπό να προκληθεί ντόρος γύρω από την επιχείρηση και να διαφημιστεί το μαγαζί. Ανέκαθεν οι «επώνυμοι» είχαν τα εξτραδάκια τους διαφημίζοντας μαγαζιά, προϊόντα, αλλά και επιχειρήσεις.
(εδώ)

- Το μόνο που μπορώ να αναφέρω για το πατάρι επειδή στο site μπαίνει κάθε καρυδιάς καρύδι είναι ότι ΜΕ ΕΝΑ ΕΞΤΡΑΔΑΚΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ.
(ρηβιού φραπενείου εκεί)

Αλλιβέ (αναφερόμενος στο μερσεντικό του Ζανουάρ): - Την κωλοέφτιαξες κιόλας;
Ζανουάρ: - Ιεροσυλία my friend. Ως καλός νεο-κάγκουρας, όλα τα εξτραδάκια (ζαντολάστιχα, παρκτρόνικ κλπ) μαμίσια με παραγγελιά...
(παρακάτω)

- Στο DVD είχε εξτραδάκι τον σκηνοθέτη να συνομιλεί με το (Ελληνικό) κοινό...
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντεκαβλέ, το αντισέξ, αυτό που σου μπαμπάει τη λίμπιντο.

(Νοείται με την ενεργητική έννοια. Όχι επειδή είναι αλλά επειδή σκόπιμα έχει γίνει).

Εκ του κλασσικού στρατιωτικού ούρμπαν λέτζεντ (βλ. έτερο ορισμό).

Κρέντιτ: ironick

- Και τελικά πώς γλύτωσες απ' το βαμβακούλα;
- Στην αρχή της έπιασα μια κουβέντα εντελώς αντικούκου, ξέρεις, ιστορίες από στρατό και τέτοια, αλλά δεν έπιασε, οπότε στο τέλος αναγκάστηκα να της πω ότι είμαι τομπαίρνουλας.

Got a better definition? Add it!

Published

Αν και το λήμμα έχει ήδη αναρτηθεί, όφειλα να επισημάνω και τον ακόλουθο ορισμό, για να ολοκληρωθεί το σύμπλεγμα σημασιών και χρήσεων του όρου.

Ξεροχύνω: έρχομαι μεταφορικά σε οργασμό, άνευ σεξουαλικής πράξης ή και πρωταρχικής σεξουαλικής διέγερσης - καύλας από εξωτερικό ερέθισμα (εικόνα σεξουαλικού πλάσματος, βρώσις διεγερτικών εδεσμάτων, όσφρησις διεγερτικών αρωμάτων, κατουρόκαυλες, κ.ο.κ.), ως αρσενική λειτουργία.

Συνώνυμο των «γουστάρω τρελά», «έχω καρακαυλώσει», «έχω χαρά μεγάλη», «είμαι ανεβασμένος»...

Αναλυτικότερα: χύνω χωρίς σπέρμα, χωρίς υγρά, δηλαδή, εμφανίζω συμπτώματα οργασμού (μτφ. χαράς, ικανοποίησης, ενθουσιασμού)... στα «ξερά»...

Η μεταφορική του χρήση συναντάται στην χαρά του γκολ της αγαπημένης ομάδας ποδοσφαίρου, ή στην πώρωση της ανάγνωσης του πρωτοσέλιδου της αντιπροσώπου της ομάδος, αθλητικής εφημερίδας που «γαμεί» την εφημερίδα του αντιπάλου, στους πολιτικούς διαξιφισμούς ή και στις πολιτικές συγκεντρώσεις, ανά τους οπαδούς των κομμάτων. Επίσης, μόλις παίρνει κανείς πτυχίο, ή αύξηση στη δουλειά, ή παντός είδους επιβραβεύσεις και «χειροκροτήματα» (εάν έχει έφεση στο να αυτοπροβάλλεται / εκτίθεται / εκδίδεται) κλπ....

  1. Αυτός ο Μήτσος είναι ο ορισμός του ανεγκέφαλου, «αυστραλοπίθηκου» βάζελου οπαδού. Κάθε πρωί κάθεται μία ώρα έξω από το περίπτερο και χαζεύει τα εξώφυλλα της «πράσινης» και ξεροχύνει στο πεζοδρόμιο με τη μάπα του Βγενό. Και το απόγευμα πάει στους «μάντ μπόυς» όπου τον έχουν για τα θελήματα και κάθεται και τον φορτώνουν καρπαζές...

  2. Η μικρή Λίλιαν, όταν ήταν 16 και τραγούδησε στη σχολική εορτή, μόλις απέσπασε τα χειροκροτήματα του κοινού απέκτησε ένα βλέμμα λες και ξερόχυνε εκείνη την ώρα. Από τότε φάνηκε πως θα γινόταν «μεγάλη» σόου-γούμαν και έχει γυρίσει όολα τα πανηγύρια της Κάτω Αχαγιάς χωρίς να έχει «κλείσει» ούτε μισή σεζόν σε ταβέρνα στην Κλειτορία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που περιγράφει νεαρό, καλοσχηματισμένο και κοντό κοπελάκι. Όχι όμορφο αλλά ναζιάρικο. Σα τη Κοκκινοσκουφίτσα αλλά στην πουτανί εκδοχή της. Κάτι σαν το καβλοράπανο αλλά στο πιο πρόστυχο. Στην τελειότερη εκδοχή της, η πουτανοσκουφίτσα διαθέτει αθώα φατσούλα που παραπέμπει σε σαδομαζοχιστικά όνειρα.

Συνήθως χώνεται σε μια παρέα, την πέφτει σε όποιον τον έχει φάει η μαλακία περισσότερο απ' τους άλλους, πηδιούνται για μία και μοναδική φορά, και μετά την πέφτει κάθε μέρα και σε άλλον απ' την παρέα. Εννοείται ότι στον επόμενο λέει ότι ο προηγούμενος τον είπε «μαλάκα» προκειμένου αυτοί να τσακωθούν και αυτή να καλύψει τα ίχνη της. Αυτό το βιολί συνεχίζεται μέχρι να κάνει όλη την αντροπαρέα ένα μάτσο χάλια ή και μουνί καπέλο. Εξαφανίζεται το ίδιο αιφνιδιαστικά όπως εμφανίστηκε.

Η αναφορά στην Κοκκινοσκουφίτσα δεν είναι τυχαία. Η παραμυθένια ηρωίδα εμφανίζεται ως αθώα παιδούλα στην αρχή, αλλά στο τέλος τον λύκο τον ξεφυτίλιασε (όρος που θα προστεθεί στο μέλλον).

Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και τα λήμματα πουστρόλυκος και πουστρογυριστούλης.

- Τι έγινε ρε μαλάκα; Πού χάθηκες;
- Εγώ πού χάθηκα; Εσύ έχεις να πάρεις τηλέφωνο από πέρσι. Και δε μου λες μπάϊ δε γουέι, με κείνη τη ψιψινέλ τη Μαρία τα έχεις ακόμα;
- Όχι ρε. Χωρίσαμε σχεδόν την ίδια μέρα. Εξαφανίστηκε, ούτε που κατάλαβα τι έγινε. Εγώ νόμιζα ξαναγύρισε σε εσένα.
- Παπάρια γύρισε σε εμένα. Μας έκανε όλους άνω κάτω και εξαφανίστηκε η πουτανοσκουφίτσα.

Πού είναι ο λύκος να του ρίξω ένα μουνί; (από Khan, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει κίναιδο μεγάλο σε ηλικία, που διατηρεί την σεξουαλικότητά του παρά τα χρόνια του. Προέρχεται από το πούστης + (γερό)λυκος. Προσοχή, δεν είναι ηλικιωμένος. Τους παππούδες πούστηδες τους λέμε διαφορετικά.

Πουστρόλυκος για παράδειγμα, είναι αυτός που σε νυχτερινή πτήση Αθήνα-Θεσ/νίκη κόλλαγε σε έναν πιτσιρικά να τον πηδήξει. Ο πιτσιρικάς δεν του καθότανε γιατί «θα μας δούνε». «Όχι βρε κουτό, δεν βλέπεις, κοιμούνται όλοι». Κοιτάει γύρω του δύσπιστος ο πιτσιρικάς και του λέει ο πουστρόλυκος «να, πήγαινε να τους ζητήσεις δήθεν τσίχλα που βούλωσαν τα αυτιά σου και θα δεις ότι κοιμούνται». Όντως το έκανε ο μικρός, διαπίστωσε ότι κοιμούνται όλοι, οπότε έκατσε και τον πήδηξε ο γέρος. Όταν έφτασαν στη Μίκρα, ένας παπάς διαμαρτυρήθηκε «Έχω έναν πονοκέφαλο, άλλο πράγμα!». «Και γιατί δε μας ζήτησες ασπιρίνη» του λέει η αεροσυνοδός. «Τι λες καλέ; Ο άλλος τσίχλα ζήτησε και τον γάμησαν, ασπιρίνη θα ζητούσα εγώ;»

- Τον είδες τον ταρίφα. Ροδάνι πάει η γλώσσα του.
- Ναι τον πουστρόλυκο. Άπαιχτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πούτσα του γέρου, η μαλαπέρδα.

Έπιασε με δυσκολία την πεσωμένη του και κατούρησε με κόπο τα παπούτσια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτελώ την ερωτική πράξη.

Σε έκοψα από αβγόκομα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, σε προέκταση του ορισμού της vip ότι Τιραμόλα (από τον γνωστό ήρωα κόμικ) είναι αυτός που «μπορεί να κάνει κινήσεις πέραν των κινήσεων του μέσου ανθρώπου», Τιραμόλα είναι αυτός που έχει απίστευτη ικανότητα στο να χταποδιάζει και να χουφτώνει, ακόμη κι όταν αυτό φαίνεται ανατομικά αδύνατο. Κοινώς, αυτός που άμα είσαι στο ίδιο δωμάτιο μαζί του, πρέπει να πηγαίνεις τοίχο-τοίχο και πάλι καλύτερα να έχεις μαζί σου και τίποτα τσίγκινα σώβρακα και παραπλανητικές κωλοτρυπίδες.

Εντέλει, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, Τιραμόλα είναι ο ίδιος ο πέοντας, καθώς μπορεί να τεντώνεται υπερφυσικά και παράδοξα, πέρα απ' ό,τι φαίνεται στην αρχή δυνατό.

Σχετική και η έκφραση ο πούτσος του Τιραμόλα, που λέγεται με περηφάνια και καμάρι στο στυλ «καλά, τον πούτσο του Τιραμόλα έχω ο πούστης;» ή «αντρούτσο μου, τον πούτσο του Τιραμόλα έχεις;».

  1. Τιραμόλας καπούτ. Το ένα χεράκι γύρω από την μέση της γυναίκας που υποτίθεται αγαπάει και θα παντρευτεί. Το δεύτερο χεράκι να χουφτώνει την γκόμενα που κάθεται δίπλα του. Τα ποδαράκια κάτω από το τραπέζι να προσπαθούν να φτάσουν τον φάρυγγα της κοπελιάς που κάθεται απέναντι. Με τιμή σας παρουσιάζουμε τον Τιραμόλα (Τι τραβάει ο άντρας για να πηδήξει)

  2. Μουρντάρης-Τιραμόλα-χταπόδι.
    Ξεκίνα χαλαρά στην αρχή, λίγο κραγιονάκι στο πουκάμισο σου, μερικές ξανθές τρίχες στο σακάκι, κλειστά κινητά, απρόσμενα επαγγελματικά ραντεβού, μασημένα λόγια κτλ. Όταν την συνοδεύεις χαμογέλα πονηρά στις σερβιτόρες, κοίταζε σα λιγούρι κάθε θηλυκό που περνάει, κλείνε με τσαχπινιά το μάτι στην γκόμενα που κάθεται απέναντι. Αν δεν πολυχαμπαριάζει μην χάνεις τον καιρό σου. Πέσε την στεγνά στην καλύτερη της φίλη, στη μάνα της, στην αδερφή της, στον πατέρα της, στον παπα της ενορίας, στην μανάβισσα, στον χασάπη και σε οποίον βρεις μπροστά σου. Ε, δε μπορεί, θα σε χωρίσει. Aν όχι, τότε είναι η ιδανική γυναίκα. Παντρέψου την αμέσως. (Οδηγίες για χωρισμό (ή για γάμο) εδώ).

  3. Αρχίσαμε με πολλά χαδάκια και μόλις έφτασε στον Τιραμόλα με ρωτάει με ένα λάγνο βλέμμα « ΜΠΟΡΏ Ε;;»
    Αν μπορείς ;; Πάρτο ολο δικό σου μανάρι μου το κερδισες!!!

(Ο περήφανος πουτσοδότης ασκεί ευμενή μπουρδελοκριτική εδώ)

  1. Καθοδηγεί τα χέρια μου πάνω στον πούτσο του και ανατριχιάζω… τρομάζω από το μέγεθος του πούτσου του… από το μάκρος του… Τον τεντώνω και αισθάνομαι πως κρατώ στο χέρι μου τον πούτσο του Τιραμόλα… (Η γκέι εκδοχή του Τιραμόλα εδώ)

(από Khan, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified