Selected tags

Further tags

Το περίνεο, ο περιορισμένος χώρος μεταξύ αιδοίου και πρωκτού.

Κατ' ευφημισμόν πάρκινγκ, καθ όσον εκεί θαλασσοδέρνονται οι όρχεις κατά τη διάρκεια κατά τη διαδικασία εξαγωγής και εκροής του γαλακτικού οπού των.

Όρα και «δυο δάχτυλα και κάτι».

Στην εφηβική καφετέρια:
- Σιγά μη λεγετ' έτσι ρε μαλάκα. Αρχιδοπάρκινκ λέγεται.

(από iwn, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση: «του αρέσουν τα ξινά» κι όλες τις παρόμοιες, το νόημα είναι «Τη βρίσκει με γαμήσι απ' τον κώλο». Τώρα αν πρόκειται για κωλομπαρά ή πούστη, παίζει (πολύ συχνά από τον τόνο της φωνής ή ένα βλέμμα όλο νόημα βγαίνει και το συμπέρασμα).

Αν πρόκειται για γυναίκα δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά, αλλά επιπλέον μπορεί να μιλάμε για παραπάνω από έναν γαμιάδες-παρτουζίτσες κοινώς. Δεν το 'χω ακούσει για λεσβοφάσεις.

Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για ξεπέτες και κίνκοκαταστάσεις. Σήμερα διακρίνω μια κάποια διαφοροποίηση στο νόημα με τάση για δεσίματα, χτυπήματα, αλλά όχι σε βαθμό κακουργήματος.

- Τι να γύρευε στο Ζάππειο τέτοια ώρα ο Λάκης;
- Θα 'χε λιγούρα για ξινά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χείριστη μορφή χυδαίας και κοινής γυναίκας. Εκ του σκατού και της καριόλας. Βλ. για τη χρήση της ατάκα του Εθνικού Πορνοστάρ Γκουζκούνη.

Τί κώλος είναι αυτός;! Πάρτα όλα μωρή σκατοκαριόλα!

Καταληκτική λέξη του πανούσειου άζματος (από Khan, 03/06/14)Και στη ντεκαφεϊνέ εκδοχή του Φοίβου Δεληβοριά (από Khan, 03/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ιδιαίτερα ευμεγέθες και ντούρο πέος.

Ο κέφαλος, το κεφαλόπουλο (Liza aurata), είναι ο γνωστός ιχθύς που παραπέμπει σε μέγεθος και σχήμα τρανού, παχιού φαλού.

Το νύχι σημειολογεί σκληρότερη επιφάνεια, αιχμηρή άκρη με δυνατότητα ξυστριού που σκαλίζει, ξύνει, διεγείρει, ερεθίζει (κι απλουστεύει τη ζωή), αλλά και μια επιθετικότητα αιλουροειδούς η ένα brutality Γκοντζίλα, συνεπώς έναν κάτοχο αρκούντως νταβραντισμένο, ορμητικό και ασυγκράτητο.

Από το απαγορευμένο άσμα Η Βαρβάρα (1936) του Παναγιώτη Τούντα που τραγούδησε ο Στελλάκης Περπινιάδης, και φυσικά ταλαιπωρήθηκαν απο τη δικτατορία του Μεταξά.

Παρέλκει να διευκρινιστεί, ως ευκόλως εννοούμενη, η σημασία του καλαθιού της Βαρβάρας του άσματος, όπου τοποθετείται η σπαρταριστή ψαρούκλα.

  1. Από περιγραφή τσοντοταινίας:
    - Και αμολάει ενα πράγμα, δε σου λέω τίποτα. Κέφαλος με νύχι.

  2. Η Βαρβάρα

Η Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια
Το καλάμι της στο χέρι, κι όλη νύχτα στο καρτέρι
περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει

Ένας κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος
της Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει
Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει τον αγκίστρωσε τον πιάνει
τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται στα γέλια

Κοίταξε μωρή Βαρβάρα, μη σου μείνει η λαχτάρα
τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα να σου πετύχει
Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει και στη θάλασσα βουτήξει
βάστα τον απ' το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι

Στο καλάθι της τον βάζει κι από την χαρά φωνάζει
έχω τέχνη έχω χάρη ν' αγκιστρώνω κάθε ψάρι
Για ένα κέφαλο θρεμμένο όλη νύχτα περιμένω
που θα 'ρθεί να μου τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνότερα με το «μέχρι» στις εκφράσεις: «χώνω / μπήγω / καργάρω / φερμάρω μέχρι ριζάρχιδο».

Το άκρον άωτον που μπορεί να πετύχει ο γαμιάς ακολουθώντας την πατροπαράδοτη συμβουλή: «Πιο βαθιά, πιο καλά».

Ανατομικά: η βάση του πέους (η ρίζα του ως γνωστόν είναι μέσα στο σώμα, όμως οπτικά απ’ αυτήν κρέμεται ο αρχιδόσακκος, οπότε και εξού).

Εννοιολογικά ισάξιο με τα «της τον κάργαρα μέχρι μουνοβάρδουλα / κωλοβάρδουλα», ανάλογα με τη φάση.

- Της τον έμπηξες ρε, ή ακόμα;
- Μέχρι ριζάρχιδο. Της πέταξα τα μάτια έξω.
- Γεια σου ρε γίγαντα!!

(από sstteffannoss, 13/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται το φουσκωτό μουνί, σα μπουμπούκι έτοιμο να σκάσει, σαν φουσκωμένο κάστανο, σανπρόσφορο, που εξέχει εγερμένο ανάμεσα στα λαγόνια, ενώ διαγράφονται ανάγλυφα οι 3D ανατομικές του λεπτομέρειες επάνω στο ένδυμα, απαρέγκλιτα στενό παντελόνι η μαγιό και αναδεικνύεται κατά τη νωχελική, λικνιστική βάδιση της κτήτορος, που το επιδεικνύει ηθελημένα η μη. Κατά τη διέλευση του ακούγονται βαθείς αναστεναγμοί, εκφράζονται καημοί, επιφωνήματα πόνου, αλαλαγμοί, μέχρι πολεμικές ιαχές.

Συνώνυμο: μουνί τριζάτο

- Πάρε μάτι τι περνάει. Μουνί βιτρινάτο.

βλ. και μουνί καμηλό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προετοιμασία και καθαριότητα του πρωκτού πριν το πρωκτικό σεξ.

Γίνεται με τη χρήση του σωλήνα του τηλεφώνου του μπάνιου χωρίς το τηλέφωνο, ο οποίος τοποθετείται εντός της πρωκτικής χώρας και με καυτό νερό πραγματοποιεί κάτι σαν κλύσμα. Είναι σαφής η σχέση της λέξης με τον κώλο. Προέρχεται δε από τη γαλλική λέξη décoller (= ξεκολλάω / απογειώνομαι) > décollage.

- Τί έκανες τόση ώρα στο μπάνιο;
- Άσε, έκανα ένα ντεκολάζ άλλο πράμα! Πολύ το φχαριστήθηκα!

Σαρλ ντε(γ)κόλ. Το (γ) δε μοιάζει με τον πέοντα και τη συνοδεία του; (από GATZMAN, 14/11/10)

Βλέπε και γκαζόζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικά το μικρό ανδρικό γεννητικό μόριο.

- Λέει τίποτα ο Μήτσος τελικά στο κρεβάτι;
- Τρίχες, φιλενάδα. Φασόλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλικές σημασίες του τρώω:

  1. Όταν έχει ως αντικείμενο τον ερωμένο/η σημαίνει γαμώ. Ακριβέστερα σημαίνει το γαμήσι ως ένα κατακτητικό (ή και εξουσιαστικό) επίτευγμα ύστερα από δυσκολία ή, τουλάχιστον, μεγάλο πόθο. Γενικά, υπάρχει μια ανοικτή γραμμή επικοινωνίας μεταξύ κανιβαλισμού και σεξ, καθώς το σεξ διατηρεί αενάως κανιβαλιστικά στοιχεία, ενώ αντιστρόφως και η πράξη της τροφοληψίας είναι αρκούντως λιμπιντιάρικη. Πάντως η γενική σεξουαλική σημασία του τρώω μάλλον σημαίνει το επίτευγμα, σαν ένα γαμήσι που μετά γράφεις το όνομα της γκόμενας στο καρνέ σου, για να βελτιωθεί το τσιβί σου ένα πράμα. Ή για τους μη νάρκισσους, μια απόλυτη συγχυτική ταύτιση με το αντικείμενο του πόθου, που αναιρεί κάθε ετερότητα. Κατά μια έννοια το φάγωμα είναι το ιδανικό του σεξ, η απόλυτη ένωση/ κατάκτηση, όμως για πολλούς η ομορφιά του σεξ έγκειται ακριβώς στο ότι έχει μεγαλύτερη διατήρηση ετερότητας και μη κατάκτηση από ό,τι το φάγωμα.

  2. Ως σημαντική υποπερίπτωση του προηγουμένου το τρώω τον κώλο/κωλαράκι /κωλαρίνι/ σουφρέτο κ.τ.ό., όπου καταφέρνεις να πάρεις ως έπαθλο την δυσκολότερη οπή ύστερα από την σχετική προσμονή, προσδοκία. Σχετικό και το του τρώω το κουλούρι.

  3. Μερικά κλικ πιο κυριολεκτικά σημαίνει την αιδοιολειχία ή την πρωκτολειχία (ροδέλα). Για την αιδοιολειχία μπορεί να ειπωθεί και για να δηλώσει τον υπερβάλλοντα ζήλο ενός μουνάκια, που συμπεριφέρεται στο μουνί λες και είναι κάποιο καλό γεύμα, και παράγει υπερβολικούς ήχους, γενικά είναι κάπως λιμασμένος. Για την πρωκτολειχία, μπορεί να ειπωθεί και για να επιτείνει την ηδονjική αηδία ή την αυταπάρνηση του γλείφοντος που δεν ορρωδεί μπροστά στο ενδεχόμενο να τσιμπήσει κανά μεζέ.

  4. Όταν αντικείμενο είναι, ρωτήστε με, ρωτήστε με... - Ποιος; Αυτός! 1-0! Τότε απλά σημαίνει ότι κάποιος εγκυβώτισε τον πέοντα, ως άλλη αμοιβάδα την τροφή της.

  1. α. - Το βλέπεις αυτό το γκομενάκι που κάθεται σταυροπόδι. Το έχω φάει...

β. - Κομμένο σε βλέπω... Τι έγινε; Γαμήσαμε, γαμήσαμε;
- Άσε έφαγα ένα γκομενάκι μούρλια...

  1. Ύστερα από τόσους μήνες που με είχε στο περίμενε, τελικά χτες της έφαγα και το κωλαράκι.

3.α. Σλουρπ, σλουρπ...
- Ααα, ουυου, σιγά βρε Μήτσο, στο La Pasteria βρίσκεσαι;
(σ.ς. ο Μήτσος έτρωγε το μουνί της Λίτσας).

β. Μετά σηκώθηκε. ήρθε μου σήκωσε τα πόδια και άρχισε σαν τρελός να τρώει το κωλαράκι μου
-Τι κωλαράκι ωραίο έιναι αυτό. Μη σε νοιάζει και θα το περιποιηθώ οπως πρέπει
Μου έγλυφε τα κωλομάγουλα κσαι την τρυπούλα μου. Με σάλιοσε για τα καλά. Τότε νιώθω το ΄δακτυλο του να μπάινει αργά μέσα μου. Τι κάβλα!!!
(Από το GayWorld).

  1. Τοτός: Κυρία, κυρία, τρώγονται οι λάμπες;
    Δασκάλα: Όχι, Τοτέ, τι σε κάνει να το λες αυτό;
    Τ.: Γιατί χτες άκουσα τον μπαμπά μου να λέει στην μαμά «σβήσε την λάμπα κι έλα να την φας».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο πειρακτικός, και δευτερευόντως απαξιωτικός, υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου.

Κυριολεκτικά πρόκειται για τον γνωστό αδένα του αναπαραγωγικού συστήματος του άρρενος, άνευ κόμης (φαλακρό-καραφλιασμένο), είτε ένεκα κουράς, αποτρίχωσης, τριχόπτωσης, φυσικής μειωμένης τριχοφυΐας, τριχοτιλλομανίας κλπ

Με την απογύμνωση του ανδρικού trade mark, λόγω αποψίλωσης, αποπνέεται αίσθηση ελαττωμένου κύρους και συμβολισμός μειωμένης ισχύος, κατά το ιστορικό ανάλογο της κώμης του Σαμψών.

- Τι μαλακίες είν' αυτές που λες πάλι, βρε αρχίδι αμάλιαγο.

(από iwn, 20/11/10)(από iwn, 20/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified