Selected tags

Further tags

Χρησιμοποιείται αντί του πουτσοσκάμπιλου, και είναι στην ουσία μια politically correct έκφραση για την περιγραφή πουτσομπουνιδίων σε πρόσωπο (αντρικό ή γυναικείο).

Εκ των πέος + ράπισμα.

- Πω δικέ μου, έπεσα στο κρεβάτι με την παπαδιά προψέ, σου μιλάω ότι πήγε να μου τον καταπιεί!
- Αγίου Ευαγγελίου το ανάγνωσμα... - Κοκκίνισε το μαγουλάκι τση από το πεορράπισμα ρε, άσε τη λειτουργιά κ τσι μαλακίες κ έλα να σου λέω να τον παίζουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση εϊτίλα περίπου, για τον ούμπερ γαμίκο, για τον άπληστο γαμιά που την πέφτει σε ό,τι θηλυκό βρει μπροστά του, ακόμα κι αν πρόκειται για ζώο. Εννοείται μεταφορικό.

ΠαράκληΣη: μη μου αρχίσετε τα αστειάκια ή τα μήδια με γάτες ή άλλα ζώα ή ξερωγω παιδάκια, με χαλάνε...

  1. Καλά ο Μήτσος δεν αφήνει ούτε θηλύκια γάτα. Πραγματικός Ευρι-πήδης! (από το δικό μας λήμμα Ευρι-πήδης)

  2. Το αγόρι τούτο δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα να περάσει χωρίς να την τσεκάρει και με τον καιρό -όση καψούρα κι αν είχε για εσένα- θα σε αντικαταστήσει με... (κόβεται).

  3. Δεν αφήνει ούτε θηλυκιά γάτα να τον προσπεράσει στο δρόμο χωρίς να την πάει στο κρεβάτι.

  4. Δεν έχουν αφήσει ούτε θηλυκιά γάτα! Είσαι παντρεμένος άνθρωπέ μου; Κάτσε στην φωλιά σου και λούφαξε, τι μου παίρνεις τους δρόμους και το παίζεις τζόβενο...

(διχτυωτά ούλα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη διάρκεια της τσιμπουκοληψίας, πολλοί δέκτες (θήλεα, αλλά και άρρενες-γιαλαντζή) παθιάζονται υπερβολικά, είτε λόγω ωραιότητος του πέους, είτε λόγω γλυκοτσουτσουνίασης. Σε αυτή την περίπτωση, πασπατεύουν την τσαπού, την ρουφάνε, την πιπιλάνε, την βάζουν ανάμεσα από δόντια και μάγουλο, υπογλώσσια, στον ουρανίσκο κ στις αμυγδαλές. Σε αυτή την περίπτωση λέγεται ότι την κάνουν οδοντόβουρτσα, σε μια προσπάθεια εξαγνισμού της στοματικής κοιλότητας από τον Πεωσφόρο.

Σε πιο προχώ μορφή λέγεται και οδοντόπουτσα. Κατόπιν εκσπερμάτισης εμφανίζεται και οδοντόπαστα.

- Πού 'σαι ρε, τι λέει, ανέβηκες στο Λίλιαν;
- Πσσσσσσσσσσστ ναι ρε, σου μιλάω για κοσμογονία στην πίπα...
- Για πε....
- Μου τον έστριβε από εδώ, τον τράβαγε από εκεί, τον έτριβε κ μούγκριζε ρε! Οδοντόβουρτσα μου τον έκανε!!!

(από dk636, 21/06/12)πάρε πασά μου την οδοντόβουρτσα μου... (από MXΣ, 22/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί σύντομη και αρκετά χυδαία περιγραφή του πρωκτικού σεξ.

Αποτελεί σύνθετη λέξη με πρώτο συνθετικό το πουτσο- εκ του ο πούτσος και δεύτερο συνθετικό το -κώλι εκ του ο κώλος, το κωλί.

Στην ουσία περιγράφει με συντομία την ένωση-διείσδυση του πέους με τον πρωκτό.

- Τί έγινε ρε μαλάκα χθες; την πήδηξες τη γκόμενα τελικά;
- Αμέ! Και όχι μόνο...
- Τι ρε, τι;
- Της έριξα κι ένα πουτσοκώλι και το φχαριστήθηκε η καριόλα!
- Μπράβο η Ελενίτσα... και μας το 'παιζε και μυξοπαρθένα...

Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στελνω τουίτ, αλλά με την χαριτωμένη έννοια.

Πρώτος ο Τζιπάκος επισήμανε ότι το τουίτ στα ποδανά είναι τιούτ. Κι έτσι άνοιξε ο ασκός του αστειάτορα Αιόλου για κάθε λογής λολοπαίγνιο τ.:

κ.ταλ., κ.ταλ.

- Τοιούτερ: Θα κάνω νέο σόσιαλ νέτγουορκ, Gaybook. Αντί για ποσταρίσματα πουσταρίσματα, αντί για πόουκ, πουτσοσκάμπιλο...
(εδώ)

- Το τουίτ ανάποδα διαβάζεται τιούτ. Μασωνοαδερφάτο παντού. (θα το προωθήσω στην «Ελεύθερη ώρα»! ή να δοκιμάσω και «Ριζοσπάστη»;)
(εκεί)

- Αφού στην πραγματικιά ζωή δεν γελάει κανείς σας με αναγραμματισμοχιουμοράκια. Στο τοιούτερ γιατί μας πρήζουτε τους όρχεις με δαύτα;
(παραπέρα)

- τοιούτερ - το εύθυμο αδερφάκι του twitter.
(χα χα, ευθυμήσαμε πάλι)

(όλα τα παραπένω είναι τιούτ)

Τοιούτοι χαφιέδες τοιουτίζουν τιούτ σε βάρος του Κόμματος (από Vrastaman, 22/06/12)Τοιούτον τοιούτ δεν διενοήθη νους τις, ουδέ έγραψε χειρ τις, αλλά πους τις. (από σφυρίζων, 18/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλάσμα το οποίο ξεχειλίζει τόσο πολύ από καύλα... που λέγεται ότι έχει βουτηχτεί στο ιαματικό καυλόνερο. Παρόμοια περίπτωση με τον Οβελίξ, μόνο που εκείνος έγινε χοντρός και δυνατός, ενώ οι βουτηγμένες στο καυλόνερο προκαλούν ονειρώξεις και σπερματεγχύσεις, ακόμα και ασταμάτητο μπαρμπούτι.

Στο 99,99% των περιπτώσεων χρησιμοποιείται για γυναίκα, ενώ για άντρες μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο χάριν αστεϊσμού.

(Αληθινή περιγραφή χορεύτριας σε στριπτιτζάδικο από τον dj)
- Και τώρα ετοιμαστείτε να υποδεχτείτε τη Λάουρα, μια γυναίκα βουτηγμένη στο καυλόνερο...
Λάουρα είσαι καύ(ε)λα, είσαι καύ(ε)λα...

(από bmwgkouklidis, 24/06/12)

σχετικά με τον Οβελίξ βλ. έχω πέσει στη μαρμίτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική ονομασία του ομαδικού ανδρικού αυνανισμού, καθώς η κίνηση του χεριού προσομοιάζει σε εκείνη του κουνήματος των ζαριών πριν τη ρίψη, ενώ φυσικά χρειάζεται άνω του ενός ατόμου για να παιχτεί σωστό, ζουμερό μπαρμπούτι. Πλεονεκτεί στο ότι δεν κινδυνεύει ο παίκτης να χάσει την περιουσία του, αλλά το πολύ πολύ 100 θερμίδες και 5ml σπέρματος.

- Τι κάνει ο γιόκας σου ο Γιαννάκης ρε; Μπήκε στο Γυμνάσιο;
- Τι να κάνει μωρέ... Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί εξασκείται στο τρομπόνι. Τον έχει κάνει λάστιχο... Προχθές που λείπαμε στο εξοχικό και γυρίσαμε, τον έπιασα με την παρέα του να παίζουνε μπαρμπούτι. Εἰχε γεμίσει χύσια το τηλεκοντρόλ. Εν τω μεταξύ έχει κι έναν ανώμαλο φίλο που του αρέσει να ξεριζώνει τις πουτσότριχες... Και βρήκα 5-6 στο βούτυρο. Βλέπεις δεν είχαμε ενυδατική... Μα γάμησέ τα σου λέω να τρίζει το σκυλί!

(από bmwgkouklidis, 24/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή κατάρα / μπινελίκι με αρχαιότατες Αριστοφανικές ρίζες. Εκ του ῥαφανιδόω, χώνω ῥαφανῖδα (ραπανάκι) εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Έτσι τιμωρούσαν τους μοιχούς οι Αθηναίοι: όταν οι βάρβαροι ευρωπαίοι τρώγανε ραπανάκια, εμείς οι Έλληνες τρώγαμε ραπανάκια.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι σε αντίθεση με το αγγούρι που ενίοτε δροσίζει τον αποδέκτη του, ο ράπανος εμπεριέχει ερεθιστικά δια τον πρωκτόν οξέα που αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο παράπλευρης απόλαυσης, τουλάστιχον στην χαρτογραφημένη πλειοψηφία.

Αντιδάνειο: johnblack & khank.

- «τί δ'ἤν ῥαφανιδωθῆι τέφρα τε τιλθῆι» (Ἀριστοφάνους Νεφέλαι, στ. 1083)

sarant: - Φαίνεται ότι και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι τα είχαν μακρουλά τα ρεπάνια τους, πάντως, διότι αν θυμάστε από τον Αριστοφάνη, συνήθης τιμωρία των μοιχών ήταν να τους χώνουν μια ραφανίδα εκεί που ξέρουμε όλοι

Τιπούκειτος: - Σχετικά με το αριστοφανικό aside (...) για την τιμωρία των μοιχών στην αρχαιότητα, θα ήθελα να καταθέσω τη σημερινή κυπριακή βρισιά/κατάρα «Στον κώλο σου ρεπάνι», η οποία αποδεικνύει μεταξύ άλλων την αρραγή τρισχιλιετή συνέχεια της φυλής και της γλώσσας μας και των ρεπανιών μας (για τους κώλους μας δεν τίθεται καν ζήτημα) (...) Η αποτελεσματικότης της κατάρας «στον κώλο σου ρεπάνι» δεν απορρέει, νομίζω, από το ευμέγεθες των εν Κύπρω ραφανίδων, αίτινες είναι ήκιστα μακρότεραι των εν Ελλάδι, αλλά μάλλον από τα οξέα τα οποία περιέχονται εις την σάρκα των ορεκτικωτάτων τούτων ζαρζαβατικών.
(δαμαί)

βιλλιές σσιηστές τα μέτρα τους,
στον κώλον τους ρεπάνι
εκάμαν τα σιεσσιέ γιαχνί
τζιαι ο λαός ξιάννει
(τζειαμαί)

- Ε έ; Τζιαί τωρά εκακοφανίστηκεν; Στον κώλον του ρεπάνι. Μα αν ήταν να ειδοποιείται τζι' ο κάθε μούτσιος για τες στρατιωτικές μας ασκήσεις, ήταν νά 'μαστεν για τα παναύρκα. (τζειαχαμαί)

Τιμωρία για τους αντεπαναστάτες (από Vrastaman, 25/06/12)Βασίλης Ράπανος: θα μάς πάει "ρεπάνι και καρότο"? (από Vrastaman, 25/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρία άνω των πενήντα, με εμφάνιση και ντύσιμο πορνοστάρ, που κάνει μπαμ από χιλιόμετρα μακριά ότι ψάχνει απεγνωσμένα για άγριο και αχαλίνωτο σεξ.

Κατ' επέκταση κάθε γυναίκα ώριμης ηλικίας που ντύνεται και στολίζεται σαν εικοσάρα, προκαλώντας τους άντρες αλλά και τις ...συνομήλικές της.

Κι εκεί που την είχα στήσει στην άκρη του δρόμου και έκανα ωτοστόπ, σταματάει ένα κάμπριο με δυο καυλόγριες μέσα, άλλο πράμα σου λέω ρε φίλε! Έμεινα κάγκελο, δεν ήξερα τι να κάνω!

Βλέπε και gilf / τζιλφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πέοντος, ή τσουτσουνίου, ή ματζαφλαρίου, ή μπαργαλάτσου, ή, ή, ή... (αυτά τα πολλά παρατσούκλια μάλλον σε σεσημασμένο απατεώνα μου φέρνουν).

Τεσπα, αυτό είναι: Το καυλί, το οποίο (ενίοτε) αίρεται στο ύψος των περιστάσεων. Μη ζητάτε πολλά πολλά, έτσι κι αλλιώς το λήμμα για τον πούτσο είναι...

Ο Γιαννούκος του Γιαννάκη. Ιντερνετική ιστορία ΓΤΠ με θλιβερό τέλος.

Πιό πολύ ξεκαρδίζομαι με τις άθλιες ονομασίες που δίνονται σε ταινίες εδώ πέρα...
Και το πλέον ΓΑΜΑΤΟ: όταν σε καθαρά αμερικάνικες εκφράσεις πετάν ξεκάρφωτα ελληνικά στοιχεία!!! Να λένε π.χ. ελληνικές παροιμίες, να αναφέρονται στον...Καραγκιόζη, την μαλαπέρδα να την λένε Γιαννούκο και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Εκεί

Το μέγεθος του «γιαννούκου» σε απασχολεί από τα μικράτα σου! Από τις πρώτες...επαφές, τις πρώτες συζητήσεις με την παλιοπαρέα, ένα ήταν το θέμα: πόσο την έχεις; στο βρακί.

Πάει να βάλει την καπότα κατευθείαν στον γιαννούκο μου, παθαίνω ένα ελαφρύ σοκ, ούτε καν προσπάθεια να τον σηκώσει ούτε χαδάκια ούτε τπτ...
(Από γνωστό μπουρδελοσάιτ).

Monty Python - 00:18 "So three cheers for your Willy or John Thomas" (από Cunning Linguist, 26/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published