Selected tags

Further tags

Το θεόμουνο το ευλογημένο και το κατανυκτικό, αυτό που μας κάνει να αναρωτιόμαστε ποιος το γαμεί να του φιλήσουμε τον πούτσο. Τρελή σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Σ.ς.: ακόμα και αυτό κάποιος έχει βαρεθεί να την πηδάει, μη τρελλλαθούμε κιόλας.

1.
Ας πούμε: οι ψωλέττες, οι μουνέτες, οι μαμούνες, οι μουνίτσες, οι αγγελοπούτες, οι μουνάγγελοι, οι κρεμοταΐστρες, οι σπερμοπιτσίλες, το μουνόγαλα, το εξογκωμένο μουνίδιον, τα μιμιά, οι καυλοπυρέσσοντες, τα παλουκοψώλια, τα γαμώ σε, γαμώ σε, τα χύνω, χύνω, χύνω, τα ώωωωωωω, τα άαααααα, όλα αυτά που δεν τελειώνουν.

2.
Γιατί να μη μπορεί κανείς να προσεύχεται χρησιμοποιώντας τα γενετικά του όργανα. Δηλαδή ο Εμπειρίκος όταν μιλάει για μουνάγγελους, τι είναι αυτό;

3.
Μπορεί να κάνει πολύ extreme πράγματα αυτός ο μουνάγγελος.. Τέλος πάντων η κοπέλα αξίζει για μια δοκιμή.

(από σφυρίζων, 18/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ροδαλού κι ελαφρώς βελουδένιου ωσάν βερίκοκο-ρίκο-ρίκο-ρίκοκο μουνιού - πρόσφορο. Οι φέρουσες τοιαύτα αιδοία αποκαλούνται καϊσοµούνες. Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Εκ του καϊσί (< τουρκ. kaysι, βερίκοκο).

Μόλις άφησε η µικρή κοκκινοµαλλούσα τό άθλιο κουρελοφόρεµά της να σκεπάση τό ωραιότατο καϊσοµούνι της ...
(εδώ)

(από σφυρίζων, 18/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ερωτικόν γλεύκος που εκτοξεύει κατά λιπαρά κύματα ο σφύζων ερωτικός πίδαξ του ανδρός. Μια από τις πολλές ερωτικές κρέμες κι αφρούς που πραγματεύεται ο σλανγιώτατος Ανδρέας ο Εμπειρίκος.

Βλ. επίσης ψωλοχυμός, ψωλόχυμα, μουνόχυμα, μουνόγαλα et al.

1.
και είδα να ξεπετιούνται από τήν πούτσα του µε ορµή, σαν αστραπές, πολλές άσπρες ρουκέττες από παχύ ψωλόγαλα

2.
Όταν κατάλαβα πως ήμασταν και οι δυο έτοιμοι να εξαπολύσουμε τους ερωτικούς μας χυμούς, τραβήχτηκα και πολλές άσπρες ρουκέτες από μπόλικο παχύ ψωλόγαλα πετάχτηκαν με ορμή από τον καυλό μου και κατέληξαν πάνω στην οθόνη του υπολογιστή – εκεί που ήταν το μέιλ. Τα χύσια μου γλιστρούσαν πάνω στην οθόνη και πίσω τους έπαιζαν οι λέξεις.

3.
συσκευη αρμέγματος για “ψωλογαλα”. Αυτο δε χρησιμοποιειται τοσο για ικανοποιηση αναγκης αλλα για συγκεκριμενο φετιχ

(από Khan, 18/12/14)Καυλοπυρέσσων καυλάγγελος πίνων γάλα εν είδει ψωλογάλακτος. (από Khan, 18/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδοχή της κοινής πουτάνας.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).

Βλ. και πουτί.

Τότε, και ενώ η Υβόννη εψιθύριζε: « Καλά να πάθης, πούτα... », η Έθελ, µη δυναµένη να αναµείνη ούτε ένα λεπτόν, έθεσε τήν δεξιάν της χείρα εις τό αιδοίον της και, στηριζοµένη µόνον µε τήν αριστεράν επί τού πάγκου, ήρχισε να τό τρίβη γρήγορα, εις τήν θέσιν που ευρίσκετο, ώστε να προκαλέση τουλάχιστον µόνη της, διά τού αυνανισµού, τόν οργασµόν.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδοχή τςη μουνότρυπας, προσφιλής στον σλανγιώτατο Ανδρέα τον Εμπειρίκο.

Μουνοτρυπίδα στην μαλλιαρή, για να πούμε και κάνα ινσέψιο να περάσει η ώρα.

1.
Κατ' αρχάς, ή ΄Εθελ έμενε σιωπηλή, και πλην των κινήσεων της αυνανιζούσης χειρός της, και του δεξιού βραχίονός της, έμενε ακίνητη, κοιτάζουσα περιπαθώς τον Αιμίλιον εις τα μάτια, ικανοποιημένη από την ιμερικήν του έξαρσιν και την έκδηλον καύλαν του. Γρήγορα όμως, ή ΄Εθελ ήρχισε να επιταχύνη την ηδονικήν τρίψιν, και καθώς εκινείτο η χείρ της πιο γοργά, το αιδοίον της ήρχισε σιγά-σιγά άλλα οφθαλμοφανώς να ανοίγη ολόκληρον με τα εξογκωθέντα εν τω μεταξύ υπεράγαν απο την διέγερσιν μικρά χείλη του εν τοιαύτη διαστολή, ανάμεσα εις τα τελείως ανοικτά εξωτερικά παχέα τοιαύτα, ώστε να αφήνουν να φανή, εν τέλει, καθαρότατα, εις το μεταξύ αυτών τρυφερόν βαθούλωμα η ερυθρά μουνοτρυπίς . . .

2.
Αυτος ευκαιρια δοθεισης της μεγαλωσε την μουνοτρυπιδα της και μπορει και να της ανοιξε και την κωλοτρυπιδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζει ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος τους αναγνώστες εγχειριδίων, καθώς του Μπέκκερς και του Τισσώ, που θεωρούσαν τον αυνανισμό ως αιτία δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, τύφλωση, κύρτωση κ.ο.κ., ενώ ο ίδιος ο ποιητής προσπαθεί εναντίον τους να αποκαταστήσει τον αυνανισμό ως μια φυσική διαδικασία, είτε γίνεται κατά μόνας, είτε στο πλαίσιο προκαταρκτικών θωπειών, είτε, κατά μία ψαγμένη ψυχολογική άποψη, κι όταν ο εραστής χρησιμοποιεί ολόκληρο τον ερώμενο και το σώμα του ως αυνανιστικό βοήθημα προκειμένου το ίδιο το σεχ να γίνει εντέλει αφορμή για να παραδοθεί στις αυνανιστικές του φαντασιώσεις και ονειρώξεις.

«Καὶ ἀκόμη κάτι. Ἐσύ, ἔστω καὶ σήμερα, ὅταν χαϊδεύηις μιὰ γυναίκα, ἕως τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ εἰσδύσηις μέσα της, ἕως τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ ἀρχίσηις νὰ τὴν γαμᾶις, κάνοντας τὶς γαμικὲς κινήσεις σου μέσα στὸν κόλπον της, μήπως καὶ σὺ ὁ αὐνανισμοφόβος, δὲν κάνεις κατὰ ἕναν τρόπον, χρῆσιν αὐνανιστικὴν τοῦ ἔρωτος, ὅπως ὅλος ὁ κόσμος κατὰ τὴν φάσι τῶν θωπειῶν; Θέλεις νὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἄλλο; Μάθε ὅτι ὑπάρχουν ἀρκετοὶ ἄνθρωποι τόσο ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ποὺ καὶ ὅταν ἀκόμη εἰσδύουν ὀρθοδόξως στὸ αἰδοῖον τῆς γυναίκας, ἢ, μᾶλλον, γιὰ νὰ τὸ πῶ καλλίτερα καὶ πιὸ ἐκφραστικά, ὅταν εἰσδύουν στὸ μουνί της, (πρέπει να μάθεις Σέργιε νὰ λὲς τὴν ὡραία λέξι ΜΟΥΝΙ καὶ τὸ χαρίεν ὑποκοριστικὸ ΜΟΥΝΑΚΙ), ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ καὶ τότε ἀκόμη, δηλαδὴ τὴν ὥρα ποὺ γαμοῦν (ἀγαπητέ μου, πρέπει νὰ μάθηις νὰ χρησιμοποιεῖς καὶ τὸ ΓΑΜΩ τὸ ἐξαίσιον αὐτὸ ρῆμα), ὑπάρχουν λέγω ἄνθρωποι ποὺ καὶ σὲ τέτοιες στιγμὲς ἀκόμη, οὐσιαστικῶς δὲν γαμοῦν μὰ αὐνανίζονται - δηλαδὴ ψυχολογικῶς δὲν κάνουν τὸν ἔρωτα μὲ τὴν γυναίκα, ἀλλὰ μὲ τὸν ἑαυτό τους» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 18-19)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επωνυμία του Θεού στον οποίο πιστεύει ο Ανδρέας Εμπειρίκος, για τη λατρεία του οποίου έχει επιστρατεύσει ένα ετερόκλητο θεολογικό και φιλοσοφικό υλικό.

Τον θεωρεί ως έναν Θεό γονιμοποιητή, όπως στην αρχαία ελληνική μυθολογία, που έχει χαρακτηριστικά του Δία και του Πανός, ο Οποίος, όμως, κείται επέκεινα του καλού και του κακού, σύμφωνα με την κατάρριψη της χριστιανικής ηθικής στο ομώνυμο έργο του Friedrich Nietzsche. Φέρει ωστόσο ονόματα και του χριστιανικού Θεού αντλημένα από τη βυζαντινή παράδοση την οποία οικειούται απολύτως ο Εμπειρίκος στο πλαίσιο μιας γλωσσικής φετιχιστικής προσκόλλησης στην ελληνοπρέπεια του λόγου, που χαρακτηρίζει όλη τη γενιά του 1930. Ο βυζαντινός μυστικισμός του Ακτίστου Φωτός μπλέκεται έτσι με τις αρχαιοελληνικές οργιαστικές λατρείες, με τον ιουδαϊστικό αποκρυφισμό, με τον πανθεϊσμό ή πανενθεϊσμό του Baruch Spinoza (=ο Θεός μέσα στα κτίσματα, ή ο Θεός εκτός των κτισμάτων, αλλά η ενέργειά Του εντός τους), και με τον προφητικό αντιηθικισμό και ουτοπισμό του δυτικού 19ου αιώνα σε ένα ιδιότυπο εμπειρίκειο συνονθύλευμα (βλ. παράδειγμα).

«Μήπως οἱ ἀπέραντοι κόσμοι ποὺ ἀπετέλουν τὴν θεσπεσίαν ἁρμονίαν ἦσαν τὸ ἔργον ὄχι τοῦ Θεοῦ ποὺ ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ μᾶς ἐπιβάλληι, ἀλλὰ ἑνὸς Θεοῦ τελείως διαφορετικοῦ, ἑνὸς Θεοῦ ἀλήθεια παντοκράτορος, ἑνὸς Θεοῦ ἀλήθεια παντοδυνάμου, ποὺ ὑπῆρχε μέσα στὰ ἲδια τὰ ἔργα του καὶ τὰ κτίσματά του, ἀποτελοῦντος ἕνα μὲ αὐτά, καὶ ὑπάρχοντος παντοῦ ἀλλ' ἀοράτου, ὅπως εἶναι ὑπαρκτὴ μὰ ἀόρατος ἡ ἐνέργεια, ὅπως εἶναι ὑπαρκτὸν μὰ ἀόρατον τὸ πνεῦμα, ὅπως εἶναι ὑπαρκτὸν ἀλλὰ μὴ ὁρατὸν εἰς τοὺς πολλοὺς τὸ Μέγα Φῶς τὸ Ἄκτιστον, τὸ ἐν μεγαλείωι καὶ δόξηι καταυγάζον, τὸ εἰς τοὺς αἰῶνας ἄπιαστον, μὰ ἐκθαμβωτικὰ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων ὁρατόν, μόνον εἰς ὅσους εὐλογήθησαν μὲ τὴν Ὑψίστην Χάριν τὸ Φῶς αὐτὸ νὰ ἰδοῦν; [...] Μήπως, μὰ τὸν Θεόν, ὁ μόνος Θεὸς ἦτο ἕνας τεράστιος καὶ παντοδύναμος Ψώλων, καὶ, οὐσιαστικῶς ὑπῆρχαν μόνο ἡδοναί, διὰ τοῦ πανισχύρου Πέους του καὶ τοῦ ὑπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι; Καὶ μήπως αἱ ἡδοναὶ αὐταί, τουτέστιν αἱ ἐρωτικαί, ἦσαν αἱ πράξεις ἐκεῖναι, ποὺ ἐπλησίαζαν ἀσυγκρίτως περισσότερον ἀπ' ὁ,τιδήποτε ἄλλο τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὸν Μεγαλοψώλονα Θεόν, τὸν ἀπόλυτον Πλάστην καὶ Κτήτορα τοῦ Κόσμου, τὸν Ἀπόλυτον Κύριον τῶν Δυνάμεων, τὸν Ἀπόλυτον Ἄρχοντα τῶν Οὐρανῶν καὶ τῆς μικρᾶς μας Γῆς;» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 108-109).

Dick Almighty (από σφυρίζων, 18/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δια χειρός, δια στόματος ή δι' οιασδήποτε ετέρας μεθόδου επαυνάνισις της εν λαγνική εξάρσει παλλομένης πούτσης, ίνα προκληθή πυκνόρρευστος σπερματική βροχή.

Φραπέλημμα του του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Ολίγα δευτερόλεπτα διήρκεσε η σιωπή τού κατάπληκτου ανδρός, και ο Μπερτιέ επρόκειτο να οµιλήση και µάλιστα ενθουσιωδώς όταν η γλυκεία παιδίσκη, νοµίζουσα ότι ο ζωγράφος δεν τήν εφαντάζετο αρκετά πεπειραµένην εις τήν τέχνην τής ψωλαντλήσεως, υπεγράµµισε διά µιας σαφούς διαβεβαιώσεως και µε τήν ιδίαν πάντοτε αµεσότητα και ελευθερίαν, τήν ικανότητά της εις τήν αυνάνισιν τών ανδρών. « Μαλακίζω καλά... Θα δήτε, θα ευχαριστηθήτε... Αφήστε µε να σας τήν τρίψω... Ή µήπως έκανα λάθος και δεν θέλετε; » (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χειράντλησις: η δια χειρός ηδυπαθής προστριβή του ερωτικού σωλήνος πούτσης, ίνα εκτοξευθεί το λιπαρόν σπερµατικόν πίαρ. Κοινώς, η μαλακία.

Φραπέλημμα του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
Άλλος (είναι ένας άνδρας στιβαρός) εις ήσυχον σημείον ενός πάρκου, υπό το φως ενός φανού κινών με σθένος την δεξιάν του, τρίβει το γυμνωμένον πέος του και μία διερχομένην νεάνιδα (που ερυθριά πολύ, μα στέκει και τον κοιτά) καλεί, με «Άαααχ!» και «Ωωωχ!» λαγνοβαρή, με επιμόνους φλογερούς εις την γαλήνην της νυκτός ψιθύρους, ικετεύων αυτήν να πλησιάση, και από κοντά να ιδή το εξογκωμένον πέος του, και, ωσαύτως, μέχρι τέλους, την τελουμένην επ’ αυτού χειράντλησιν του σπέρματός του

2.
Και όμως, εύκολα θα μπορούσαμε να κάνουμε λίγη αυτοκριτική, να πούμε «φτάνει, πια, η παροξυσμική, παρακρουστική, εθνική χειράντλησις σπέρματος».

3.
Ναὶ μέν, ὁ ὑπερφαὴς κῆρυξ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῶν μεγάλων Μετεώρων, Προηγούμενος Ἀθανάσιος, κατερείπωσε τὸ σκέλεθρο τῶν ἀρβυλοπατημένων τοῦ δικομματισμοῦ... Καὶ ναὶ μὲν κι ἐμεῖς, οἱ ἐκεῖ πανεπιστημιακοί, δείξαμε τὴν ἐλεφαντίασιν τοῦ κεχηνότος μὴ ὑπουργείου τους, ἀλλὰ ξανά: γιατί τόση καὶ τέτοια ἡ μεμαλθακισμένη χειράντλησις, ἡ ἐκπορευομένη ἐκ τοῦ σεβαστοῦ ὑπουργείου τῆς Παιδείας τους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου. Είναι συνώνυμο του ψωλίς, ήτοι η ερεθισμένη κλειτορίδα της γυναίκας ως μικρό πέος. Δηλώνει τη φαλλική υπόσταση λεσβίας ή εγκαύλου κορασίδος.

«Τότε μόνον ἐπρόσεξε ὁ ἐν ψυχικῆι διαμάχηι τελῶν ναύτης, ὅτι τὰ μάτια του δὲν ἔβλεπαν μόνον τὴν ἡδονικὴν ὀπὴν τοῦ αἰδοίου, ποὺ ἐμφωλεύει μεταξὺ τῶν ἁπαλῶν ἐσωτερικῶν χειλέων τῆς ἐρωτικῆς σχισμῆς ὅλων τῶν γυναικῶν τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὅτι ἔβλεπαν κάτι ποὺ δὲν ἐτρέπετο ὅπως ὁ κόλπος πρὸς τὰ ἔσω, μὰ ἀντιθέτως πρὸς τὰ ἔξω, κάτι, ποὺ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Τζέην ἤνοιξεν περισσότερο τὰ σκέλη της πρὸ ὁλίγου, ἤρχισεν ὡς βέλον πολὺ μικρόν, ἢ ὡς γλωσσίδιον χαρίεν, ἢ ὡς στήμων εὐαίσθητος θερμοῦ σαρκοπετάλου ἄνθους, νὰ αἰχμίζηι εἰς τὸ ἄνω μέρος τοῦ μουνιοῦ, καὶ νὰ τανύεται, νὰ πάλλεται, καὶ νὰ ἐκμυτίζηι ὡς ράμφος μικροῦ πουλιοῦ, περιπαθῶς καὶ ἐπιχαρίτως, ἤ, ἀκριβέστερον ἀκόμη, ὡς μία μικρὰ ψωλίς, ὡς ἕνα πεΐδιον μικρόν, μικρούτσικον καὶ ὑποτυπῶδες, τὸ ὁποῖον θὰ ἤθελε νὰ ἐπιτεθῆι, νὰ ἐκτοξευθῆι, νὰ χύσηι...» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 83).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified