Είναι τόσο κοντά που δεν αξίζει να το συζητάς.
Είναι τόσο κοντά που δεν αξίζει να το συζητάς.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηριστικό μέτρο ποσοτικής αποτίμησης της ποιοτικής γυναικείας παρουσίας σε μια περιοχή σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, σε μια περιοχή γενικότερα, αλλά και μέτρο εμφάνισης γυναικών ή και ευκαιριών (αξιοποιημένων ή όχι) για αιδοιοκονέ στη σεξουαλική ζωή κάποιου.
Πέτρος:
- Υπάρχουν πολλά καλά γκομενάκια στη δουλειά σου αυτή την περίοδο;
Μήτσος:
- Μπα, ξεραΐλα υπάρχει. Ο αιδοιοφόρος ορίζοντας και τότε και τώρα τα ίδια σκατά παρουσιάζει. Ένα αντρολίβαδο είναι όπου πού και πού συναντάς και κανα πουρό πέμπτης διαλογής.
Βασίλης:
- Πώς πάει η σεξουαλική ζωή ρε φίλε;
Μάρκος:
- Άσ' τα ρε φίλε ... Αιδοιοφόρος ορίζων 0...
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται, όπως είναι προφανές, για να μας δείξει με επιβλητικό -ως και λυρικό (εφόσον υπάρχει ομοιοκαταληξία)- τρόπο το τεράστιο μέγεθος των οπισθίων μίας γυναίκας. Αν μάλιστα μπούμε στη διαδικασία ανάλυσης της φράσης, καταλήγουμε στο ότι χρησιμοποιείται για την περιγραφή του πρωκτού και μόνο (παρ. 2). Μολαταύτα συνήθως αναφέρεται στο σύνολο της οπίσθιας επιφάνειας.(παρ.1)
Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να γίνει χρήση της και για άντρες.
Παρόμοια έκφραση είναι και η: «Το δεξί της κωλομέρι είναι σαν το Κρυονέρι» και θα συμφωνείτε ότι είναι τουλάχιστον ανάλογου λυρικού ενδιαφέροντος έκφραση.
-Πωωω, κοίτα γκομενάκι που περνάει... -Τι να σου πω; Πάντα στον κόσμο σου. Ρε βλέπεις μπροστά σου; Η κοπελιά έχει ένα κώλο που χωράει τον κόσμο όλο. Έλεος πια!
- Ρε η Κατερίνα ... έχω μάθει πολύ πιπόζα κοπελίτσα.
- Και πιπόζα και πρωκτόλαγνη και απ΄όλα...
- Σώπα ρε τύπε...
- Ρε λέμε έχει φάει πολύ πέος στον κώλο η κοπέλα.
- Μάλιστα... έχει έναν κώλο που χωράει τον κόσμο όλο πλέον έτσι;
Got a better definition? Add it!
Ο ηλικιωμένος άντρας που συνοδεύει νεαρές, συνευρίσκεται σεξουαλικώς με νεαρές, κάνει σεξουαλικά σχόλια (ανάρμοστα συνήθως) ή είναι επιθετικός σεξουαλικά, έχει αυξημένες σεξουαλικές ορμές, ασχολείται με πορνό.
Αν και λίγα από τα παραπάνω είναι μειωτικά για εκείνον (γι' αυτό και συνεχίζει και τα κάνει ό,τι και αν λέμε), ο όρος εντούτοις χρησιμοποιείται μειωτικά, με σκοπό να προσβάλει τον ηλικιωμένο.
Πού πας με το 18χρονο ρε πορνόγερε;
Κατέβα από πάνω μου ρε πορνόγερε!
Κοίτα Κούλα τι είχε ο πορνόγερος στο κουτάκι με τα χάπια του!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πέος σε ανερχόμενη στύση. Λαϊκιστί, μισή κάβλα.
(Βασίλης)
- Ρε μαλάκα το πρωί ξυπνάω και τι να δω! Τούμπανο ρε μόρτη! είδα και ένα όνειρο φίλε... κάβλα!
- Εμένα πάλι το πρωί ήταν σε ημίκαβλα... έριξα ένα κατούρημα... άδειασα φίλε!
Got a better definition? Add it!
Υπερσυγκέντρωση θηλυκών εκπροσώπων του είδους σε ένα σημείο. Συνώνυμα η θεομουνία, η μουνοθύελλα, αγγλιστί moon storm, η μουνοπλαγιά, ο μουνόλακκος, η ακατάσχετη μουνορραγία, το Αιδοίον πέλαγος, ο μουνώνας (ή μουνιώνας), του μουνιού το πανηγύρι (αλλιώς μουνοπανήγυρις) και ο πλούσιος αιδοιοφόρος ορίζοντας.
Έλεος...
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε απέλπιδα και συχνά επίπονη προσπάθεια συγκάλυψης, εντός παραλιακής άμμου, εξ' αίφνης στύσης του γεννητικού μορίου ανδρός λουομένου, χαρακτηρίζεται δε από την πρηνηδόν στάση του ατυχούς φέροντος το εν λόγω όργανο καθώς και από την χαρακτηριστική λακουβίτσα (ή λακούβα, ανάλογα με το μέγεθος του μορίου) που δύναται να παρατηρηθεί μετά το πέρας της στύσης.
- Τι μωρό είναι αυτό ρε φίλε;
- Ωωπ... αμμόχωστος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μία από τις πιο καλές στάσεις σεξ στο αυτοκίνητο!
- Πώς τα πήγες με τη Λίτσα ;
- Τι να σου πω, χέρια πόδια στο παρμπρίζ!!!
Got a better definition? Add it!
Εστιν ουν ξέκωλο, ανήρ έχων αιμοροεές εκ του πρωκτού κατερχόμενες, αιτιωδώς συσχετιζόμενες μετά των ερωτικών προτιμήσεων.
Ο Δημήτρης είναι ξέκωλο. (τελεία)
Got a better definition? Add it!
Η απόλυτα αντιερωτική στάση κατά την οποία το ζευγάρι κοιμάται κουλουριασμένο, με τις πλάτες γυρισμένες και τα κεφάλια διαγώνια αντίθετα.
Κάποιοι θεωρούν ότι πρόκειται για την default στάση των παντρεμένων.
Σκηνή από ένα γάμο:
Κουμπάρος: «Μα παντρεύεσαι ρε συ, γιατί χαμογελάς έτσι;»
Γαμπρός: «Το βλέπεις το κορίτσι αυτό που παντρεύομαι; Κάνει τις καλύτερες πίπες στον κόσμο!»
(...μερικά μέτρα παραπέρα...)
Κουμπάρα: «Ντάξ, παντρεύεσαι, αλλά γιατί χαμογελάς έτσι βρε κολλητή;»
Νύφη: «Γιατί δεν θα ξαναχρειαστεί ποτέ στην ζωή μου να πάρω πίπα! Από δω και πέρα 96 και πάλι 96!»
Got a better definition? Add it!