Selected tags

Further tags

Εις -σέξουαλ ανδρότυπος. Σχηματίζεται και αυτός ειρωνικά προς εις -σέξουαλ τύπους, όπως ο μετροσέξουαλ, που για τους πιο δύσπιστους αποτελούν απλώς ευφημισμό για την πραγματικότητα του πουστοσέξουαλ. Σε αντίθεση, όμως, με ξενόφερτους παλινορθωτικούς του ανδρισμού -σέξουαλ, όπως ο λαμπερσέξουαλ, που γίνεται τεχνητή προσπάθεια εισαγωγής τους στην Ελλάδα, ο καφροσέξουαλ μάλλον είναι απόλυτα εγκλιματισμένος και ιθαγενής.

Δεν πρόκειται για άντρα που ζηλώνει τις αρετές του woodsman (=δασάνθρωπος) που χέζει στο δάσος, αλλά μάλλον αυτές του Woodman, τον οποίο έχει ως πρότυπο εραστή. Με λίγα λόγια, δηλώνει αυτόν που από φόβο μην τον πούνε μετροσέξουαλ κ.τ.ό., έχει «αντρίκια» συμπεριφορά στο σεχ, μάλλον υπέρ το δέον, με ύφος γαμαωδέρνουλα, σφαλιάρες, πουτσοσκάμπιλα, χυσομαπίδια και γενικά διάφορους εξευτελισμούς και καφρίλες. H καφρίλα μπορεί να εκτείνεται και εκτός κρεβατιού με την ανάδειξή του ως μπεκροσέξουαλ κλανιαρογαμπρού.

Ελάχιστα χτυπήματα στον γούγλη, το έχω όμως συναντήσει και σε κοινωνικά μέσα δικτύωσης.

συμφωνω και εγω ουτε μετροσεξουαλ αλλα ουτε και καφροσεξουαλ καπου στην μεση ειναι το σωστο (Το ταμπού του ανδρικού μακιγιάζ).

Got a better definition? Add it!

Published

Υποκοριστικό της φελλάτριας, της τσιμπουκλούς, της πιπούς, της ψωλογλειφίδος.

Αργκό του σλανγιώτατου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
- Ο Μπερτιέ, πανευτυχής, τήν ηυχαρίστησε θερμώς, και πνευστιών ακóμη απó τóν μέγαν γλυκασμóν που είχε δοκιμάσει, έκυψε και τήν εφίλησε εις τά κάθυγρα απó τó σπέρμα του χείλη της, εκφράζων και τóν θαυμασμóν του δια τήν τέχνην και τάς ερωτικάς ικανóτητας τής νεαράς φελλάτριας. « Είσαι μια υπέροχη μικρή ψωλογλειφίτσα! » είπε και τήν ησπάσθη άλλην μίαν φοράν εις τó στóμα.

2.
- Αγνοήστε τις πόρνες, τις πουτάνες, τις πουτανίτσες, τις τσουλίτσες, τα τσουλιά, τα πουτανοκόριτσα, τις γλυκομούνες, τις λάγνες, τις ψωλαντλούσες, τις καυλοπυρέσσουσες, τις ψωλέττες, τις ψωλογλειφίτσες....Θα ασχοληθούν άλλοι ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που ολοένα γυρνά γύρω από ένα μουνί ή μπλέκεται με τις μουνότριχες. Του αρέσει να ασχολείται με γυναικείες δουλειές και μπλέκεται όλο στα πόδια της γυναίκας του. Κάνει στην πεθερά του και στις κουνιάδες του τον ταξιτζή, το μάγειρα, σερβίρει το τσάι όταν έρθει γυναικοπαρέα επίσκεψη στο σπίτι. Αφού σερβίρει τον διώχνουν και κάθεται σαν τον ψωριάρη στην κουζίνα από όπου προσπαθεί να κρυφακούσει. Πού και πού έρχεται η μικρή του κόρη μέσα και τον ρωτά ερωτήσεις του τύπου "μπαμπά γιατί η θεία Λένα λέει ότι είσαι μεγάλος παπάρας;" Όταν η γυναίκα του κάνει μπάνιο πάει και μαζεύει τις μουνότριχες από τη μπανιέρα για να μη βουλώσει.

- Ρε συ ο Μήτσος είπε ότι δεν έρχεται στο ματς γιατί η γυναίκα του του έχει βάλει να κάνει δουλειές.
- Άσ' τονε μωρέ το μουνότριχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που χύνει τρελά ή αυτή που προκαλεί μεγάλης ποσότητας και έκτασης εκσπερμάτωση στον άνδρα. Κατά μια παραπλήσια έννοια αυτή που είναι τόσο καυλιάρα ώστε να προκαλεί την ανδρική επιθυμία για εκσπερμάτωση στο μουνί της.

  1. Πο πο, τι χυσομούνα η Καλλιόπη φίλε μου. Με στέγνωσε...

  2. - Τι γκομενάκι είναι αυτό ρε Βλάση;
    - Χμ, την είδες τι χυσομούνα είναι η ψώλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως συναντάται ως "τα χυσίδια": Το σπέρμα, συνήθως μεγάλης ποσότητας, εκτινασσόμενο σε ακανόνιστες αποστάσεις, το οποίο προκαλεί μορφασμούς έκπληξης και ηδονής στην ερωτική σύντροφο που το υποδέχεται, συνήθως, με σφιχτά, κλειστά μάτια.

- Έριξα κάτι χυσίδια χτες στη μάπα της Έλενας που ήταν όλα δικά της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσιμπουκλού, η πιπού, η ψωλογλειφίδα.

Σλανγιωτατική αργκό του Ανδρέα Εμπειρίκου. Εκ του λατινικού fellare (πιπιλάω).

1.
Η μεσήλικη φελλάτρια μπαίνοντας με βρήκε όρθιο και ολόγυμνο να παρατηρώ τον χώρο. – Γεια σου γλυκούλη μου, γεια σου κούκλε μου! είπε και με αγκάλιασε ...

2.
Ο Μπερτιέ, πανευτυχής, τήν ηυχαρίστησε θερμώς, και πνευστιών ακóμη απó τóν μέγαν γλυκασμóν που είχε δοκιμάσει, έκυψε και τήν εφίλησε εις τά κάθυγρα απó τó σπέρμα του χείλη της, εκφράζων και τóν θαυμασμóν του δια τήν τέχνην και τάς ερωτικάς ικανóτητας τής νεαράς φελλατρίας. « Είσαι μια υπέροχη μικρή ψωλογλειφίτσα! » είπε και τήν ησπάσθη άλλην μίαν φοράν εις τó στóμα.

3.
« Βύζαξε!... Βύζαξε!... » ήκουσε η Υβόννη τόν ναύτην να προστάζη, εν µέσω τών βόγγων και τών αναφωνήσεων τής βαθύτατης ηδονής, εις τήν εξωτικήν φελλάτριάν του. Και χωρίς τήν προσταγήν ταύτην, η ευειδής θεραπαινίς θα είχε κάµει αυτό που τής εζήτει ο θαυµαστής της. Σφίγγουσα τό στόµα της γύρω από τόν σφύζοντα καυλόν τού ναύτου, εξηκολούθησε σθεναρώς τήν άντλησιν, µε ισχυράς εκµυζήσεις και ηχηρά πλαταγίσµατα τών χειλέων της, καταπίνουσα µε λαιµαργίαν τό σπέρµα που ανέβλυζε τώρα εντός τού στόµατός της, ενώ, δια τής αριστεράς χειρός, επίεζε τούς ογκώδεις όρχεις που εταλαντεύοντο κάτω από τόν εµέσσοντα ερωτικόν σωλήνα.

(από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω πίπα, τσιμπουκώνω, επιδίδομαι σε γλειφοπούτσι, παίζω σόλο κλαρίνο.

Ονοματοποιία του σλανγιωτάτου Ανδρέα Εμπειρίκου.

- η Μιμή κρατούσα αβρώς τό πέοςτού ταχυδακτυλουργού µε τήν αριστεράν της, και ζυγίζουσα απαλά µε την δεξιάν χείρα της τούς ωσαύτως βγαλµένους έξω όρχεις του, είχε κολλήσει τά χείλη της γύρω από τήν σφύζουσαν βάλανόν του και εις τό φουσκωµένον γεννητικόν του µόριον «µιµί» - τουτέστιν έγλειφε τήν ψωλήν τού ταχυδακτυλουργού µε έγκαυλον ζέσιν, γλωττίζουσα αυτήν και πιπιλίζουσα τόν κόκκινον καυλόν της, ωσάν να ήτο η κεφαλή τής πούτσης τίτθη, ενώ ο Γκρεγκουάρ πανευτυχής και καυλοπυρέσσων, αναστενάζων και λαγνοβοών από τήν µεγάλην ηδονήν που εδοκίµαζε, ευρίσκετο εις τόν Παράδεισον και, καµµύων τούς οφθαλµούς του, έλεγε εις τήν ξανθήν ψωλογλειφίδα λόγια αισχρά, αισχρότατα, ανάµικτα µε τρυφεράς εκφράσεις και επαίνους.
(Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ο Μεγας Ανατολικός»)

Ινσέψιο (από Khan, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλική πράξη στην οποία ο πούτσος χώνεται σε μία από τις μασχάλες της ερωμένης και συνεχίζει εκεί μέχρι τελικού οργασμού.

Συνήθως εκτελείται εφόσον όλες οι άλλες τρύπες έχουν ικανοποιηθεί και από εξελικτικής απόψεως βρίσκεται σε μία φάση πριν προσπαθήσουμε να τον χώσουμε σε κάποιο ρουθούνι.

Ο όρος «ρουθουνόπιπα» είναι ακόμα σε πειραματικό στάδιο καθώς τα πρακτικά πειράματα έχουν δώσει αμφίβολα αποτελέσματα μέχρι στιγμής.

Μωρό μου, ξεσκιστήκαμε, νισάφι, πάρε μου μια μασχαλόπιπα να τελειώνουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ορθάνοιχτο, ξεχειλωμένο μουνί, μέσα από το οποίο βλέπεις έως τις παρυφές του γαλαξία μας. Έχει έννοια παραπλήσια με της πηγαδομούνας.

- Ρε συ Μάνο, κουνιόμουνα μέσα-έξω στο μουνί της Λίτσας αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα.
- Φαρδύ μπουρί ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα υποειδικοτήτων της Γυναικολογίας ασχολούμενη αποκλειστικά με το μουνί (όχι σάλπιγγες, ωοθήκες και εξαρτήματα). Στους γιατρούς αυτούς καταφεύγουν κυρίες ή/και δεσποινίδες με φαγούρα στο μουνί τους αγνώστου αιτιολογίας. Οι υποειδικότητες αυτές είναι: ''μουνίατρος - ψωλοχώστης'', ''μουνίατρος - χυσοβύζης'' και ''μουνίατρος - μουνογλείφτης''.

- Αχ έχω πάει γι' αυτή τη φαγούρα σε όλους τους γυναικολόγους βρε Σούλα μου και δεν βρίσκω γιατρειά!
- Σε μουνίατρο πήγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified