Selected tags

Further tags

Είμαι τόσο αδερφή που, όταν κρατάω τσιγάρο, τσακίζω στο ύψος του ώμου τον καρπό του χεριού που κρατάει το τσιγάρο, για να μιμηθώ την κομψή γυναίκα. Έτσι λοιπόν, καίω τη βάτα του σακακιού μου...

Βλ. και πνίγω το λαγουδάκι, την τρίζει την όπισθεν, κλπ

- Καλά, δεν βλέπει η Μαρίνα πως αυτός που παντρεύτηκε είναι αδερφάρα; - Τι να σου πω, δεν ξέρω... Φαίνεται όμως με τη μία ότι ο τύπος την καίει την βάτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δήθεν ερεθιστικός. Για τις γυναίκες δεν χρησιμοποιείται ειρωνικά, συνήθως.
Για αντικείμενα: μπορεί και να σημαίνει ζόρικο, νευρικό, κλπ

  1. Κοίτα το τέρας που κάνει και τον καυλιάρη...
  2. Πολύ καυλιάρα γκόμενα η Ανίτα!
  3. Πήρα ένα αυτοκίνητο πολύ καυλιάρικο (ακολουθεί ατελείωτη και βαρετή περιγραφή του αυτοκινήτου).

(από Khan, 03/10/12)

Βλ. και καβλιάρης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δήθεν ερωτικός.

α. Πολύ τον σεξουλιάρη μας παριστάνει ο Μάκης...
β. Σεξουλιάρα γκόμενα, αλλά δεν την πήδαγα με τίποτα.
γ. Αγόρασα ένα φόρεμα πολύ σεξουλιάρικο. Να δούμε πού θα το φορέσω...

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτή που θέλει διακαώς να γίνει τραγουδίστρια σε νυχτερινά κέντρα, αν και η φωνή της είναι λίγο πιο μελωδική απ' του κορακίου. Ντύνεται, μάλλον γδύνεται, για ν' ανέβει στην πίστα, θυμίζοντας περισσότερο περιπατητική παρά καλλιτέχνιδα.

Από εκπομπή του Μητσικώστα:

«Και τώρα, η διεθνούς φήμης ψολίστ, Στέλλα Μπεζ!»

Got a better definition? Add it!

Published

Σπέρμα.

Είχε μέρες να γαμήσει και έχυσε έναν κουβά τσουτσουνόζουμο.

Eβίβα! (από MXΣ, 17/05/10)-Για κατάθεση? Τρίτη πόρτα δεξιά! (από MXΣ, 17/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που γουστάρει πολύ κάθε είδους πούτσο.

- Μάντεψε ποια συνάντησα σήμερα με τον νέο της γκόμενο αγκαλιά: την Πιπίτσα.
- Α, την κυρία Χατζηπούτσογλου θες να πεις; Τι νέο γκόμενο μωρέ, ξεπέτα κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μικρό πέος.

- Τι να γαμήσεις ρε μ' αυτό το γαριδάκι που έχεις;

(από Galadriel, 01/03/09)(από GATZMAN, 14/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων ό,τι λέει η λέξη.

Πολύ κομπλεξάρας ρε παιδιά ο τύπος. Μόνο άνδρες πήγαμε στην ερημική παραλία, όλοι πέσαμε γυμνοί στη θάλασσα, κι αυτός ντρεπόταν να βγάλει το σώβρακο. Λες να 'ναι κοντοτσούτσουνος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(α) Το πέος (β) Γυναίκα νεαρής ηλικίας και ερεθιστικής ένδυσης.

- Πρώτη ώρα θρησκευτικά. Κι'εκεί που περιμένουμε να δούμε την αγάμητη κυράτσα με τα κομποσκοίνια, σκάει ρε μαλάκα το τρελό ξανθό κ α υ λ ά κ ι !... Και σκέφτομαι: «Τα πάντα εν σοφία εποίησας ρε μπαγάσα».
- Τόσο ρε μαλάκα;
- Άσε ρε μαλάκα, μού'γινε το καυλί κατάρτι...

Τσίμπα ένα! (από Vrastaman, 15/09/08)Το Ινστιτούτο Καβλί του Χάρβαρντ είναι κάθε άλλο παρά της πούτσας. (από Vrastaman, 15/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο παρωχημένη λέξη για την πολύ ωραία γυναίκα.

- Φοβερή μουνάρα η Γεωργία!
- Ναι, καλό μουνί!

Shakira, Shakira! (από Vrastaman, 26/08/08):) (από mariahomorfi, 27/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified