Σύνθετη λέξη (πούτσος + αρπάζω) η οποία παραπέμπει στο άτομο που δέχεται το συγκεκριμένο όργανο σε κάθε διαθέσιμη εσοχή του.
- Η Άννα είναι μεγάλη πουτσαρπάχτρα. Ρώτα όλη την παρέα να σου πει...
Σύνθετη λέξη (πούτσος + αρπάζω) η οποία παραπέμπει στο άτομο που δέχεται το συγκεκριμένο όργανο σε κάθε διαθέσιμη εσοχή του.
- Η Άννα είναι μεγάλη πουτσαρπάχτρα. Ρώτα όλη την παρέα να σου πει...
Βλέπε και ψωλαρπάχτρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άθλημα στο οποίο έχουν έφεση γυναίκες με μεγάλο και κατά κανόνα πεσμένο στήθος, τόσο ώστε να μπορούν να το κλοτσούν καθ' ομοίωση του δημοφιλούς ποδοσφαίρου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα που προτιμά ερωτικά τις γυναίκες, η λεσβία, η ομοφυλόφιλη.
Κοίτα τις τζιβιτζιλούδες που φιλιούνται!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός ο οποίος ασελγεί εις βάρος γιδών και πιθανότατα και προβάτων. Συνήθως τον πετυχαίνουμε με μια γκλίτσα και μια φλογέρα σε βουκολικό background.
Βοσκός 1: Ωρέ Μήτσου, είδης ντη γκατσίκ' που μοιάζ' μ' άθρωπους; Βοσκός 2: Ναι μωρέ, του Μανωλιού του γιδογάμ' πιδί είνι...
Βλ. και γαϊδουρογάμης.
Got a better definition? Add it!
Φωνή επιδοκιμασίας του κοινού κατά την προβολή ερωτικών ταινιών την στιγμή που ο πρωταγωνιστής ολοκληρώνει το έργο του -συνοδευόμενη συνήθως και από χειροκρότημα.
(Πρωταγωνιστής) -Πάρτα μωρή άρρωστη!!!
(Κοινό) -Άξιος άξιος!!!!!
Σχετικά: βάστα τοίχο, θα σμπρώξω, βεντούζα, δε γαμώ κώλο που κλάνει, έεετσι!, έγια μόλα έγια λέσα, βάλε και τις μπάλες μέσα, Γκουσγκούνης/ Γκουζγκούνης, και τα αρχίδια μέσα, και τις μπάλες, με την αρμύρα, Μπεν Χουρ, μπράβο μωρή π... καριόλα!!, παλαμάρι, σκύψε ευλογημένη, σπάω τον πάγο, υπονοούμενο, υπόθεση σε τσόντα, ζμπρώγνω
Got a better definition? Add it!
=Παίρνει Πίπα Όρθια.
Υποδηλώνει την υπερβολικά κοντή γυναίκα, η οποία φθάνει μέχρι το ύψος του ανδρικού μορίου.
-Πόσο κοντή είναι αυτή: -Σκέτη Π.Π.Ο.
Βλ. και Π.Τ.Ο., όρθιο τσιμπούκι, το, πίπα όρθια, Π.Π.Μ.Σ.
Got a better definition? Add it!
Ανθρωποειδές αρσενικού φύλου, το οποίο είναι διατεθειμένο να κάνει οτιδήποτε, παρά τη θέλησή του, μόνο και μόνο επειδή του το ζήτησε κάποια κοπέλα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι η κοπέλα είναι όμορφη, ή ότι πρόκειται να παιχτεί κάποια φάση με αυτή.
Οι «επιστήμονες» πιστεύουν ότι τέτοια φαινόμενα οφείλονται στην απελπισία που προέρχεται από την αγαμία.
- Τι μουνόδουλος είναι αυτός ο Βαγγέλης ρε παιδί μου!!! Χάρισε το μόνο ενθύμιο της πείνας των διακοπών στην Ιωάννα, επειδή του το ζήτησε με υφάκι.
Σχετικό: μουνοείλωτας, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος, χαζομούνης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εφαψίας.
- Είχε μεγάλο στριμωξίδι στο μετρό το πρωί και βρήκε ευκαιρία ένας ψυχάκιας χούφτερμαν να χουφτώσει μια γυναίκα. Έφαγε όμως με τη σειρά του μια τσιμπιά στα παπάρια κι ακόμα σκούζει ο ανώμαλος.
Got a better definition? Add it!
Κουνιέμαι υπερβολικά περπατώντας δημοσίως.
Σιγά ρε παιδί μου, μην κουνιέσαι τόσο, θα χυθεί ο αφρός του φραπέ.
Got a better definition? Add it!
Η ευπαρουσίαστη κοπέλα, η όμορφη και σέξυ.
- Πωπω, η Κατερίνα από το σχολείο είναι αυτή ρε; Που ήταν γεμάτη σπυράκια και σώμα σαν άντρας; Πώς έγινε έτσι τούμπανο ρε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified