Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.
Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;
Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.
Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;
Βλ. και πιάνω αράχνες.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
γαμιστρώνας, γαμηστρώνας
Το μπουρδέλο, ή ακόμα και ανεπίσημο μέρος όπου ο κόσμος τείνει να αγαπιέται.
- Ρε φίλε, γιατί βγαίνουν συνέχεια ζευγαράκια από κείνο το ξενοδοχείο;
- Είναι γνωστός γαμιστρώνας, δεν τό 'ξερες;
Got a better definition? Add it!
Το πέος, ειδικά όταν είναι μεγάλου μεγέθους.
- Σου λέω διαγραφόταν καθαρά η κρεατόβεργά του, χρυσή μου!
Got a better definition? Add it!
Η πράξη κατά την οποία γλυκαίνεσαι με το χέρι. Ο αυνανισμός.
Χάρυ Κλυνν: «Κάτι τέτοια παιδιά έχουν ψοφήσει τους ρέστους στο χερογλύκανο...»
βλ. και χειρογλύκανο
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται ειρωνικά για άτομα που περιαυτολογούν και υπερβάλλουν για την σεξουαλική τους ζωή.
- Άκου φίλε, πήδηξα μια γκομενάρα εχθές και μια αλλη προχθές ...
- Καααλά ... κατούρα και λίγο...
Δες και γειώσεις.
Got a better definition? Add it!
Η βόλτα ο οποία έχει ως σκοπό την επίσκεψη σε πληθώρα οίκων ανοχής.
- Πάμε καμιά μπουρδελότσαρκα;
- Γιατί θες να γαμήσεις;
- Όχι μωρέ, για την πλάκα μας μόνο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αντρικό γεννητικό μόριο, αλλά λέγεται και γενικά για άντρα. Το λέμε και λαμπάδα.
Καλά, είπαμε να βγούμε για γκόμενες και ήρθαμε εδώ που είναι μόνο κοντάρια μαζεμένα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο σχετικός με το πέος. Δεν έχει συγκεκριμένη σημασία, αλλά χρησιμοποιείται γενικώς μειωτικά για κάποιον.
Πού πα' ρε ο Πεοκλής...!
βλ. και πουτσικλής.
Got a better definition? Add it!