Τα υγρά του μουνιού από την κάβλα.
Όπως και να το κάνουμε, το σημαντικό με τον γκόμενο είναι να του αρέσει η μουνόσαλτσα.
Τα υγρά του μουνιού από την κάβλα.
Όπως και να το κάνουμε, το σημαντικό με τον γκόμενο είναι να του αρέσει η μουνόσαλτσα.
Κολπικά υγρά: βρέχονται βρακάκια, ζουμιά, μουνιαγάρας, μουνικά, μουνόγαλα/μουνόγαλο, μουνόσαλτσα, μουνόφτυμα, μουνόχυμα, μουνοχύσια, σιντριβάνι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ένα μακρύ μεταλλικό σίδερο που χρησιμοποιείται για το ανακάτεμα της φωτιάς. Το άκρο του είναι ελαφρός γυριστό και κατά περίπτωση μπορεί να υπάρχει και χειρολαβή.
Οι πιο μεγάλες σε ηλικία γυναίκες σε πολλά χωριά της Λευκάδας το χρησιμοποιούν για να χαρακτηρίσουν το αντρικό γεννητικό μόριο.
Έχασα το σουδαύλι και κάηκα προσπαθώντας να φτιάξω τα ξύλα στη φωτιά.
Αχ αυτή η γυναίκα δεν έχει ούτε ιερό, ούτε όσιο, όλο το σουδαύλι έχει στο μυαλό της.
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζένια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πούττος, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σλανγκιά από τον μαγικό κόσμο των ανωμαλιάρηδων: το ξυλίκι που τρώει ο μαζώ στα πλαίσια ερωτικών παιγνίων με ντόμινα (ενεργητική γκομενίξ).
Συνεκδοχικά, αυτό που επιφυλάσσει η μοίρα στον κάθε μουνόδουλο.
Got a better definition? Add it!
Από τους πιο διαδεδομένους και παγιωμένους ευφημισμούς για το σεξ –το σεχ, το γαμήσι, το πήδημα, το φίκι-φίκι, τη συνουσία, τον έρο* τελοσπάντων–, ανεξάρτητα απ' το αν γίνεται όντως σε κρεβάτι, στη ροζ φλοκάτη, σε στρώμα θάλασσας που ξεφουσκώνει, σε μουτζουρωμένο θρανίο, σε σπασμένο καθρέφτη, μουχλιασμένη φυλλωσιά κάτ' απο δέντρο, ή σε φακίρικο κρεβάτι ισορροπούν στην κεραία του πύργου του Οτέ. Ακούγεται κυρίως στις φράσεις κάνω καλό/κακό κρεβάτι, είμαι καλός/κακός στο κρεβάτι.
Η κουβέντα, ευκολάκι γαρ, υπάρχει αυτούσια και σε άλλες γλώσσες. Υπάρχει και στα λεξικά, αλλά δεν άντεξα να μην την αναρτήσω, ένεκα το πλήρες του εγχειρήματος διά το οποίο κοπτόμεθα νυχθημερόν και ιδροκοπώντες –χαίρετε.
Δες ακόμη: τίγρης στο κρεβάτι, μεγάλο κρεβάτι.
Τον καημενούλη, είμαι σίγουρη ότι θα είναι κανένας κοντούλης, καραφλός, που θα περνάει απαρατήρητος που δε θα μπορεί να κάνει καλό κρεβάτι. Θα είναι κανένα κακομοίρικο πλάσμα, ξέρω κι εγώ. Παρ' όλ' αυτά τον αγαπάω, κι ας έρθει να τον πάρω και μια αγκαλιά, του στέλνω την αγάπη μου [...] (Η Βάνα Δωσεκαιμένα για κάποιον δημοσιομπάρμπα, από εδώ)
Πάντως, ένα γερό στυλ αδιαφορίας (σχεδόν φτύσιμο....) από την μεριά σου πιθανότατα να έχει πολύ καλά (εώς συνταρακτικά....) αποτελέσματα! Κάνε την να νιώσει ότι.....«την κοπάνησες» γιατί δεν ήταν καλή στο κρεβάτι και η ανασφάλειά της μπορεί να σου ανοίξει «δρόμους μαγικούς και ονειρεμένους» (συμβουλές πάνω στις σχέσεις, εδωπέρα)
Είναι άχρηστη η πατσαβούρα, όπως όλες οι όμορφες γυναίκες. Δεν μαγειρεύει, δεν πλένει, δεν καθαρίζει, κοιτάζει μόνο τα λούσα της. Αλλά κάνει, η ρουφιάνα η ντερμπεντέρισσα, καλό κρεβάτι και γι' αυτό ανέχομαι όλες τις αδυναμίες της. Κάθε βράδυ σκαρφαλώνω πάνω της και χαϊδεύω τις καμπύλες της. Αν δεν ήμουν καψούρης, θα σ' άφηνα να τη χουφτώσεις κι εσύ λίγο, για του λόγου το αληθές. (Γιάννης Φαρσάρης, «Johnnie Society», 2009)
οι ψηλές είναι για την παρέλαση και οι κοντές για το κρεβάτι (από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Η νεόκοπη αυτή ατάκα αποτελεί ταυτολογία-ωδή στα σφαιρικά θέλγητρα της χιλιοτραγουδιαμένjης ρουμπενσικής ελληνίδας βυζαρούς. Αυτής που ακόμα κι αν είναι ψιλομπάζο, προξενεί λιμβικό ταράκουλο στον ορμονικά ενεργό άρρενα πληθυσμό δια της βυζαναδείξεως.
Πέον να σημειωθεί ότι η έκφραση γέννησε πληθώρα παραλλαγών που γίνηκαν βάιραλ στο νέτι και απανθίζουμε προς τέρψιν του συναγωνιστή σλάνγκου:
Σ.ς.: οι υπόλοιποι που προτιμάτε τις γυναίκες σας παστές σαν φωτοτυπία ταφόπλακας παρακαλώ περάστε στο φουαγιέ για ένα ντεκαφεϊνέ, γουλιά και φέρετρο. Στη συνέχεια θα σάς παραλάβει ειδικό πουτσύλατο-ασθενοφόρο με προορισμό το Ακτινολογικό, Αβύζου και Ακώλου (γωνία).
Ασίστ:Gatzman
1.
- Χαντουτσοβα και ξερο ψωμι , κι ας ειναι αβυζο...
- Διαφωνώ συνονόματε γιατί όπως λένε Γυναίκα χωρίς βύζους=Εκκλησία χωρίς Jesus
2.
Ο Χριστός δεν ξέρω τι είπε, αλλά προσφάτως ο ντι τζέι στις Μούσες έλεγε «γυναίκα χωρίς βύζους, ίσον εκκλησία χωρίς τζίζους» :headbang3: :2funny: :2funny: :tooth:
Got a better definition? Add it!
Δοκίμως είναι: «1. Μακρύ ξύλο με το οποίο ανακατεύουν τη φωτιά στο φούρνο. 2. Μακρύ ξύλο που μοιάζει με σκούπα και με το οποίο καθαρίζουν τους φούρνους εσωτερικά. 3. Μακρύ φτυάρι με το οποίο βάζουν και βγάζουν τα ψωμιά ή τα φαγητά από το φούρνο, αλλιώς φουρνόφτυαρο.» (Βλ. Live-Pedia).
Σλανγκικώς, είναι το μεγάλο πέος, το παλαμάρι, το οποίο κυριολεκτικά είναι μακρύ, σκληρό, ανθεκτικό στις υψηλές θερμοκρασίες, και μπαινοβγαίνει στο φούρνο της φλογερής ερωμένης/ -ου.
Άλλη μεταφορά από τον κόσμο της αρτοποιίας είναι ο παύλος.
Πάσα (Δ.Π.): Κροκοδειλίτσα. (Απλή συνωνυμία με τη γαργαλιέρα Крокодил).
Στανταρ ο αντρας της θα της βαζει και λιγο το φουρνοξυλο στο κωλο (Φούρνος καυλιάρας).
Αν για να κατακτήσεις μια γυναίκα, πρέπει να γαμήσεις το μυαλό της (αυτό που η ίδια ονομάζει έτσι, αν και εμείς πιστεύουμε πως ανήκει στην σφαίρα της φαντασίας, όπως ο Άϊ Βασίλης και ο Σούπερμαν), εμάς μας κατακτά μια γυναίκα, η οποία ξέρει να φέρεται αναλόγως στον καλύτερο μας φίλο, τον παργαλάτσο, το γιαταγάνι, το φουρνόξυλο, τον πούτσο μας ρε αδερφέ!!!!! (Βασικά καβλησπέρα σας).
έτριβε τη πούτσα μου στις βυζάρες της και μου είχε γίνει φουρνόξυλο (Από μπουρδελοσάιτ).
Got a better definition? Add it!
Το σεξ από τον κώλο, το πρωκτικό.
Η τύπισσα ήταν στην αρχή διστακτική με το κωλογαμήσι, αλλά όταν άνοιξε άρχισε να νιώθει ωραία.
Got a better definition? Add it!
O στηθόδεσμος.
Η γυναίκα που σε θέλγει με το ακαταμάχητο στήθος της και σε παγιδεύει. Ή, ακόμη πιο συγκεκριμένα, το ίδιο το υπερμέγεθες στήθος μέσα στο οποίο φανταζόμαστε ότι μπορεί να χαθεί ο άντρας ή μετωνυμικώς ο πέοντας. (Όσο να είναι, παίζει και ψυχαναλυτικής υφής φόβος για μητέρα που παγιδεύει τον γιο της, ή πιο ακραία τον έλκει πίσω στην κατάσταση ταύτισης μαζί της).
Εδώ το βρίσκουμε ως απόπειρα μετάφρασης του αγγλικάνικου booby-trap. Το τελευταίο σημαίνει γενικά παγίδα, που συνίσταται συνήθως από εκρηκτικά που σκάνε αιφνιδίως, και όπως βλέπουμε εδώ έχει ισπανική ετυμολογία από τη λέξη bobo που σημαίνει ηλίθιος, απρόσεχτος και άρα επιρρεπής να πέσει σε παγίδα. Όμως η ομοιότητα με τη λέξη boobs για τα βυζιά έχει οδηγήσει και τους Αγγλικάνους σε σχετικά λολοπαίγνια για τα βυζιά ως booby-traps. Για το τελευταίο, λοιπόν, προτείνεται η μετάφραση βυζοπαγίδα, όπως και βυζοναρκοπέδιο, βυζοπέδιο καθώς και το ρήμα εγκλωβύζω.
Πάσα: Mr Cadmus.
Αν δε χωράς σε μια βυζοπαγίδα τότε τι κρίμα…
ΔΕ ΧΩΡΑΣ ΠΟΥΘΕΝΑ! (Εδώ).
α. Βυζοπαγίδα! Τα βυζια της ειναι παγιδα τελικα, τα σκεφτομουνα 2-3 μερες τωρα και δεν μπορεσα να αντισταθω, αν και προχτες ηταν ποιο στρογγυλα, σημερα ηταν ποιο πλατσκουτα (Από μπουρδελοσάιτ)
β. θα γαμησεις κ τις βυζαρες με ρωταει; επιβαλεται της λεω οπου κ χαθηκε ο μικρος τζιμακος για μερικα λεπτα στην βυζοπαγιδα! (Από μπουρδελοσάιτ).
Got a better definition? Add it!
Το τσιμπούκι όταν βάζεις το πέος σου στην μασχάλη της γκόμενας και το κουνάς πέρα δώθε.
Got a better definition? Add it!
Ο μακράν έχων την ψωλήν, τουτέστιν ο πουτσαράς. Χρησιμοποιείται ασφαλώς και κυριολεκτικά, και κυριολεκτικά για αυτόν που γαμάει και σπέρνει σαν άντρας, προσωπικότητα, ό,τι, και ειρωνικά για κάποιον που μπαίνει τσαμπουκαλεμένος και περιαυτολογεί πάνω από το όριο των αντοχών μας.
Σημασία δεν έχει το πόσο αλλά το πως... αν ήταν έτσι τότε δε θα έβγαινε η φήμη του Greek lover and Greek kamaki...οι τουριστριουλες έχουν ωραίες αναμνήσεις από το Ελλάντα...οι δικοί τους οι μακρυψωληδες(και καλα) φαίνεται δεν κάνουν καλή δουλεια... (Οι Έλληνες έχουν το μικρότερο πέος).
επιθετικα θελει εναν εναλλακτικο του Στεφανιδη ή καλυτερο ακόμα, δυο σεντερ μπακ, και εναν επιτελικο με σωματικα προσοντα ( μακρυψωλης) (Εδώ).
και μπαινει ο μακρυψωλης ο φορουμιτης και λεει οτι καθε φορα που πηδαει ανοιγει μια τρυπα κατω απο το κρεβατι του απο το νταπα ντουπα. (Εδώ).
δεν νομιζω οτι ο μακρυτζωνης (και μακρυψωλης) θα ασχολειτο με ακαδημαϊκες (δηθεν επιστημονικες) παπαριες. εαν δεν βρονταγε το καρυοφιλι δεν θα υπηρχε μακρυγιαννης. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!