Further tags

Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, η οργανική χημεία αποτελεί τον κλάδο της χημείας που μελετά τις ενώσεις του άνθρακα. Εδώ φρενάρει η βιβλιογραφία και αρχίζει το slanging.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λέγοντας οργανική χημεία αναφερόμαστε στο ερωτικό συνταίριασμα των εραστών στο κρεββάτι, ή σε οποιοδήποτε άλλο χώρο ερωτικών αθλοπαιδιών.

Λέγεται έτσι, λόγω του ότι εκεί τον πρώτο λόγο, τον πρωταγωνιστικό ντε, τον έχουν τα πρωταγωνιστικά όργανα της κλασσικής ερωτικής σύζευξης. Τα γεννητικά όργανα των εραστών ντε!

Γιαυτό και η βασικότερη χημική αντίδραση αυτής της οργανικής χημείας είναι:

πέος + αιδοίον-----------> παιδίον

Η παρτούζα πάλι, αποτελεί κλάδο της οργανικής χημείας και μάλιστα σύνθετο, αφού εμπλέκει περίπλοκα γεφυρώματα.

Δες και ενόργανη γυμναστική.

O Γιάννης και η Φλόρα, έχουν σχέση εδώ και δέκα μέρες. Ο Βασίλης, κολλητός του Γιάννη, συζητάει μαζί του, για τη σχέση του ζεύγους.

- Γιάννη, σε βλέπω πως με την Φλόρα, έχετε γίνει πια το ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής. Πως τα πάτε στον κρεββατικό τομέα όμως;
- Καλή ερώτηση! Υπάρχει πρόβλημα φίλε... στην οργανική χημεία!
Δε θέλει ακόμα... λέει. Θέλει να γνωριστούμε... πρώτα. Μπορεί η κλασσική οργανική χημεία να μελετά τον άνθρακα, εδώ πέρα όμως... άνθρακες ο θησαυρός, φίλε. Για να ψηθεί η σχέση μας όμως και να δουλέψει η οργανική χημεία πρέπει πρώτα, να πάρει φωτιά ο άνθρακας. Πρέπει να κάψουμε θερμίδες.
- Έλα ρε μαλάκα. Εσύ ήσουν καλός στη χημεία. Θα τα καταφέρεις.
- Λόλ!

(από GATZMAN, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντουφέκι κι ο μπαργαλάτσος, μοιάζουν λόγω:

  • Σχήματος,
  • Βλητικής δυνατότητας,
  • Σημειολογίας περί κυνηγητικής φύσης του χρήστη τους.

Οπότε μιλώντας για ντουφεκιά, μιλάμε για τη διαφυγή ριπών σπέρματος από την κάννη, πεοβόλου όπλου, στο πεδίο της ερωτικής μάχης.

Αντίθετα με την κλασική έννοια της ντουφεκιάς, ντουφεκιάς που μπορεί να επιφέρει το θάνατο, η συγκεκριμένη ντουφεκιά μπορεί να επιφέρει τη δημιουργία, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία μιας νέας ζωής.

- Με μια ντουφεκιά, την άφησε έγκυο.
- Τόσο ευθύβολος ήταν, ε;

- Σε ποιο αιδοίο βολής θα ρίξεις ντουφεκιές απόψε;
- Στη Σούζυ, που όταν βλέπει ούζι, σκούζει.

Το...ντουφέκι (από GATZMAN, 27/04/09)Στο 00:09 "και εσύ ντουφέκι φλογερόν πουλί μου" (από GATZMAN, 08/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάσκα ομορφιάς, είναι ένα καλλυντικό κατάλληλο για την περιποίηση του δέρματος, ειδικό για το πρόσωπο, για τον λαιμό, για τα μαλλιά, κλπ.

Διάφορες μάσκες φαίνονται εδώ, εδώ, εδώ. Εδώ όμως λέμε να πρωτοτυπήσουμε λίγο, ξεφεύγοντας απ΄τα συνηθισμένα μονοπάτια.

Βλέπουμε εδώ πώς κοπέλα κάποιων Μαϊων παρουσιάζεται στον πλαστικό της χειρουργό για ένα ρουτινιάρικο μπότοξ ρωτώντας τον:

- Γιατρέ, είναι αλήθεια πως το αντρικό σπέρμα κάνει καλό στο δέρμα;
- Τι να σας πω! Γενικά μιλώντας, η άποψη αυτή έχει μια βάση! Ως εμπεριέχον βιταμίνες, ένζυμα και αλκαλικές ενώσεις, ενδεχομένως …αλλά γιατί ρωτάτε;
- Να, έχω τέσσερα αδέρφια …ψωλοκοπάνες! Τουλάχιστον, να μ’ το φυλάνε για να κάνω μάσκες ομορφιάς!

Τα τέσσερα αδέρφια λοιπόν, στο όνομα της αδερφικής αγάπης, καλούνται, να δώσουν το ανεκμετάλλευτο φραπέ τους, στην αδελφή τους, προκειμένου αυτή να γίνει όμορφη και να δει χαρά στα σκέλια της.

Η προτεινόμενη μάσκα ομορφιάς, λοιπόν, αφορά την επάλειψη του προσώπου κάποιας με σπερμικό υγρό, ώστε το πρόσωπό της να πάρει όλα τα αναζωογονητικά στοιχεία του σπέρματος. Το σπέρμα μπορεί να δώσει ζωή, την ομορφιά δεν θα δώσει;Λέμε τώρα!

Αναφέρει σχετικά ο φίλος slangproof (σχετικά με τη διαχείριση του σπερμικού υγρού κατά το φλοκοπόταμο), στο λήμμα φλοκοπόταμος πως: ....θα τον βγάλει από το στόμα της (τον μπαργαλάτσο ντε), και θα δεχτεί μία εξαιρετική μάσκα ομορφιάς στα μαλλιά, στο μέτωπο, στα μάγουλα, στο πηγούνι και στα μάτια....

- Μου 'λεγε η Σούζυ, στα γενέθλιά της, πως στενοχωριόταν που έβλεπε το πρόσωπό της να σπάει με τον χρόνο. Δεν είπα τίποτε. Όταν βρεθήκαμε στο κρεβάτι, της αμόλησα, ένα ωκεανό λάβας στη μάπα. Μιλάμε για τα... χυσομαπίδια. Είχα μια βδομάδα, να χύσω οπότε έβγαλα τον... φλοκοπόταμο. Της λέω, αυτό είναι το δώρο των γενεθλίων σου. Μια μοναδική μάσκα ομορφιάς. Δεν με πίστευε και με φώναζε σπάγγο. Παρόλα αυτά, την έφτιαξε τη μάσκα. Την επόμενη μέρα είχε ένα πρόσωπο... τι να λέμε.
- Μπράβο ρε πλαστικέ χειρούργε.
- Ασ' τα... μαλακία έκανα. Της άρεσε η μάπα της, βρήκε την αυτοπεποίθηση της, με έφτυσε και τα 'φτιαξε με ένα τζόβενο κι εγώ έμεινα με τον πλαστικό χειρούργο στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σερβίρω φραπέ σε άλλον, ή στην παθητική φωνή, «φραπεδιάζομαι», μου σερβίρουν φραπέ. Υπάρχει και το αυτοπαθές «αυτοφραπεδιάζομαι», που είναι κυριολεκτικά σκέτη μαλακία. Επειδή το φραπέ είναι σχετικώς ξεφτίλα, υπάρχει και το «άει φραπεδιάσου», που είναι χειρότερο από το «άει γαμήσου», όσο το φραπέ είναι χειρότερο απ' το γαμήσι. Και πολύ σεξιστικά- προσβλητικά για μια γυναίκα (ή γκέι): «Ούτε για φραπέ δεν κάνει!».

- Όλη μέρα αυτοφραπεδιάζεσαι ρε φίλε, θα σε ρίξει ψυχολογικά. Γιατί δεν πας να σου κάνει φραπέ και καμιά γκόμενα; Για σένα νοιάσου και φραπεδιάσου!

(από Vrastaman, 09/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίτλος ελληνικής ταινίας, με Κωνσταντάρα και Αρώνη. Μιλάμε για σεξουαλική δραστηριότητα οποιασδήποτε μορφής και ανεξαρτήτως ηλικίας, με ή χωρίς παρτενέρ, εντός ή και εκτός φραπενείου. Κυρίως για φάσεις κοινογαμίας (κυνογαμίας), πάρτυ με ούζα, πάρτι με Uzi, παρτούζας ντε!

Πηγή: Γκατσάνδρας.

  1. - Πώς ήταν η τσόντα που σου δάνεισα χτες;
    - Τα συνηθισμένα: Τρία-τέσσερα one on one για αρχή, ένα λεσβιακό, ένα δικάβαλο, και στο τέλος έγινε το μικροί μεγάλοι εν δράσει!

  2. - Μπαμπά, μπαμπά, γιατί εσύ είσαι μαύρος, η μαμά άσπρη κι εγώ κινέζος;
    - Στο μικροί μεγάλοι εν δράσει που κάναμε νά 'σαι χαρούμενος που δεν γαυγίζεις κιόλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα όφωνο αλλιώτικο απ' τ' άλλα. Με αυτό, ορισμένες αξιέπαινες κυρίες που ζουν ανάμεσά μας, δίνουν κανονικά ρεσιτάλ. Ο λυτρωτικός και καθαρτικός χαρακτήρας μιας υψηλής τέχνης απαιτήσεων.

Το πέτσινο μικρόφωνο θέλει να το πονάς, θέλει να το ματώνεις. Η επιτυχία στο άθλημα επ' ουδενί πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Απαιτείται μακροχρόνια τριβή με το αντικείμενο, στοχοπροσήλωση, συνέπεια και συνέχεια. Πάνω απ' όλα πρέπει να το αγαπάς το άθλημα. Όχι «πιάσαμε όλοι από 'να μαρκούτσι και την είδαμε τραγουδιστές». Όχι αγάπη μου, δεν είναι τόσο απλό.

Όροι επομένως όπως πέτσινο μικρόφωνο, κλαρίνο ή βουκολική φλογέρα, υπογραμμίζουν τον εξόχως συναγωνιστικό χαρακτήρα της εν λόγω αγαθοεργού και θεαρέστου πρακτικής. Δεν είμαστε όλες ίσα κι όμοια, πώς να το κάνουμε. Άλλες το 'χουν, άλλες δεν το 'χουν. Όπως σημειώνω και στα παραδείγματα εδώ, η πεολειχία ελάχιστα απέχει από την αναγόρευσή της ως επισήμου ολυμπιακού αθλήματος. Τα όργια (διαγωνισμοί τσιμπουκιού) που έκαναν οι αγγλίδες σε θέρετρα όπως Φαληράκι Ρόδου, Λαγανάς Ζακύνθου, Κάβος Κερκύρας κ.ο.κ., δεν σοκάρουν όπως παλιά την ελληνική καθημερινότητα.

Και μια τελευταία βελτσιά, έτσι να μην ξεχνιόμαστε: οι πεολειχιάστρες αποτελούν τους σύγχρονους συνεχιστές μιας μακράς και αγλαούς προφορικής παράδοσης, εκπρόσωποι μιας αειθαλούς κουλτούρας προφορικότητας. Παράδοση που ξεκινά απ' τον Όμηρα, τους ραπ-σωδούς και τους αοιδούς, την αρχαϊκή ποίησις της Σαπφούς και του Αλκμάνα, συνεχίζεται εν τη Ρωμανία με τον Διγενή Ακρίτα και τα λοιπά άσματα του ακριτικού κύκλου, περνάει κι απ' τα Δημοτικά Τραγούδια. Με τις υγείες σας.

- Θυμάσαι κάτι χαρακτηριστικό που σου έχουν πει για τον κώλο σου;
- Πολλά έχουν πει: «Ποπο κωλάρα!», «Τι κωλάρα είν' αυτή!», «Να σε σκίσω!» κλπ. Δεν μ' αρέσουν όμως αυτές οι ατάκες...
- Τραγουδάς στο μπάνιο σου;
- Όχι, δε μ' αρέσει.
- Έχεις τραγουδήσει ποτέ στη ζωή σου με πέτσινο μικρόφωνο;
- Τι εννοείς; (σ.σ.: γέλια) Σα δε ντρέπεσαι!

Το παραπάνω είναι απόσπασμα από συνέντευξη μιας κάποιας κιουρίας Μάρσιας Αλεξάνδρου, η οποία φωτογραφίζεται με αδαμιαία περιβολή στο MAXIM Δεκεμβρίου (αυτό με τη Σάσα Μπάστα). Όποιον ενδιαφέρει, ας ρίξει μια ματιά εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χέρι ή η παλάμη.

- Τί θα κάνουμε σήμερα το βράδυ; Πάμε για κάνα ποτάκι;
- Μπαα, βαριέμαι θα πέσω για ύπνο.
- Ναι καλά, έτσι το λέμε τώρα!! Πέσμας ότι πάλι με τον πενταδάχτυλο θα την βγάλεις και ασταυτά τα σάπια.

(από tasurmata, 03/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά παλαιάς κοπής (ογδόνταζ), παπαριά ολκής, που όμως ειπώθηκε πολύ. Υποτίθεται ότι παπί = παπί, η υπονοούμενη εξίσωση όμως είναι παπί = καυλί.

Από τη ομότιτλη πιπίτσα του Ρακιντζή, βλ. μήδι.

- Ακαλά, είσαι φουλ καψούρα εσύ! Πώς τα κατάφερε το πρόσωπο και σε έριξε έτσι;
- Ε, στο πάρτυ της Φρόσως, εκεί στο άσχετο, τον ακούω να μου λέει «έλα τώρα, κάτσε στο παπί μου» -και πέθανα, αυτό ήταν.
- ...

(από ironick, 18/02/11)(από Khan, 15/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ψαρέματος επιφανείας το οποίο εξασκείται πάνω σε βάρκα. Πρόκειται για κωδικοποίηση της προτροπής σε γενετήσια πράξη (κοινώς γαμήσι ή καλαφάτισμα), προκειμένου να μην αντιληφθούν τίποτα περί τούτου οι τυχόν παρευρισκόμενοι.

Καλό είναι να χρησιμοποιείται σε μέρη παραθαλάσσια ή παραλίμνια ή παραποτάμια, μιας και η πρόσκληση σε ψάρεμα σε κάποιο ορεινό θέρετρο ή κατά την διάρκεια του χειμώνα και του ψύχους θα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα (κοινώς, θα καρφωθείτε στους υπόλοιπους).

  1. Τυπάς ο οποίος προσεγγίζει διαστημική γκόμενα σε παραθαλάσσιο μπαρ:
    - Μωράκι, τι λες; Πάμε για κανά τσαπαρί;
    - Και δεν πάμε; Θα φέρω τα δολώματα...

  2. - Εχθές το βράδυ είχα πάει για τσαπαρί...
    - Τσίμπησε-τσίμπησε;
    - Οουυυ!!! Έβγαλα μια συναγρίδα νααααά!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφημισμός που χρησιμοποιούν Καθολικοί για να αιτιολογήσουν περιστασιακούς «ανεξήγητους» θανάτους στα σκληροπυρηνικά μοναστήρια τους.

Τα θύματα της μοναστηριακής αλλεργίας είναι άτομα τα οποία είτε πάσχουν από κάποιο θανατηφόρο αφροδίσιο νόσημα, είτε είναι χρήστες ναρκωτικών και καταφεύγουν στο μοναστήρι για να αποφύγουν την κατακραυγή της θρησκόληπτης Καθολικής κοινωνίας. Όταν τελικά αποβιώσουν, τα αίτια θανάτου προσδιορίζονται ως μοναστηριακή αλλεργία, καθώς είναι αδύνατον τέτοιες αμαρτωλές και κολάσιμες συμπεριφορές να συνδέονται με το όνομα του Κυρίου.

- Fabio, θυμάσαι την Laura;
- Φυσικά Giuseppe. Είχαμε επιδοθεί με πάθος και πολλές φορές στην αμαρτωλή πράξη, πριν φύγει για να μονάσει στην Santa Croce.
- Λυπάμαι που στο λέω φίλε, άλλα έμαθα ότι πέθανε από μοναστηριακή αλλεργία, οπότε, για καλό και για κακό, πήγαινε να κάνεις εξετάσεις για αφροδίσια.
- Oh, merda!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified