Further tags

  1. Κλάνω, πέρδομαι, την αμολάω, την απολάω. Με αυτή την έννοια συνήθως στον αόριστο: την άφησα. Η έκφραση προήλθε με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος (που ή θα το ακούσεις ή θα το μυρίσεις ή και τα δύο, αλλά να μην το καταλάβεις μάλλον σπάνιο). Λογιότερος τύπος: την άμφησα (< Άμφισσα).

  2. Γαμάω, συνουσιάζομαι, ρίχνω πούτσα, τον/την ακουμπάω, τραβάω μανίκι κ.τ.τ. Η έκφραση προήλθε ωσαύτως με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος. Με αυτή την έννοια η αντωνυμία-αντικείμενο μπορεί να είναι και σε αρσενικό γένος: τον αφήνω, ενώ δέχεται συχνά και έμμεσο αντικείμενο (της/του/τους).

  1. -Πω-πω μπόχ(λ)α!
    -Κάποιος την άφησε, φαίνεται.

  2. -'Ντάξ' με το μανούλι; Το γλέντησες;
    -Ρε της τον άφησα κανονικά, τι μας πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση κατά την οποία, μετά την κολπηδόν συνουσία (σπανιότερα κατά την διάρκεια αυτής), το μουνί διαπράττει αντιποίηση αρχής και παριστάνει τον... κώλο, τ.έ. αρχίζει να κλάνει δυνατά!

Το φαινόμενο οφείλεται σε συσσώρευση αέρα στον κόλπο καθώς ο μπούτσος τρομπάρει μέσα-έξω. Και, ως γνωστόν, ότι μπει, θα βγει. Είναι λίγο embarrassing για τη γκόμενα, αλλά άμα είναι παλιά καραβάνα, βάζει τα γέλια και πάτε γι' άλλο ένα.

- Και που λες, με το που βγαίνω απ' το μουνάκι της, αρχίζει το κλασομούνι και μένω μαλάκας. Δεν είχα ξανακούσει τόσο δυνατές!
- Και δεν ξενέρωσες, ρε;
- Ε, λιγάκι, αλλά αυτή άρχισε να γελάει και να με χουφτώνει άγρια, οπότε της έριξα άλλον ένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή που δίνει άνδρας σε γυναίκα (ή και άνδρα) μετά από ένα ξεγυρισμένο τσιμπούκωμα, ακριβώς τη στιγμή που αυτή (ή αυτός) βρίσκεται με τα μόλις εκτοξευθέντα φλόκια στο στόμα του. Υπάρχουν δύο δυνατότητες: α) η λεγάμενη / ο λεγάμενος να έχει ήδη καταπιεί τα φλόκια, οπότε η ευχή είναι κυριολεκτική, β) να βρίσκεται σε δίλημμα για το αν θα τα καταπιεί ή όχι, οπότε τον ενθαρρύνουμε με αυτή την ευχούλα.

(ο γκόμενος μόλις ανακουφισμένος) - Ααααα... (η γκόμενα με μπουκωμένη προφορά) - Γκαι ντώ'α, Μηνά μου;
- Καλή χώνεψη, μωράκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που προκύπτει από τη παραφθορά της λέξης κουλούρι για να δηλώσει τον ανδρικό ή γυναικείο πρωκτό. Δεν πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη δεδομένου του σχήματος του κουλουριού (στρογγυλό με τρύπα στη μέση) αλλά και της ίδιας της υπόστασης του ως διατροφικό προϊόν, δηλαδή ενός εξαιρετικά δημοφιλούς εδέσματος που όλοι σπεύδουν να το ζητήσουν και να το καταναλώσουν. Σημειωτέον πως το κωλούρι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ανδρικό κοινό, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν χαίρει εκτίμησης και από το γυναικείο.

Για λόγους υγείας και υγιεινής, το κωλούρι είναι καλύτερο σκέτο, δηλαδή χωρίς γέμιση. Αν και αυτό πάλι είναι θέμα καθαρά γούστου και -πάνω απ' όλα- βίτσιου.

- Τι είναι αυτό που θα σας κάνει να θέλετε να συζητήσετε με μια κοπέλα; κ ποιο χαρακτηριστικό είναι αυτό που σας κάνει να την γουστάρετε τρελά; πάντα ήθελα να μάθω...

- Το σπίτι που μένει και σε ποιά περιοχή, το αυτοκίνητο που οδηγεί, το ρολόι π
που φοράει, αν έχει δικιά της επιχείρηση και αν δίνει κωλούρι. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομασία φαγητού που οφείλεται στη διαστροφική σεξουαλική ικανοποίηση κατά την οποία η σύντροφος (είπαμε, μόνο τα κουμούνια κάνουν σεχ) ζητεί από τον σύντροφο να αυνανιστεί μέσα στον κεσέ γιαούρτης που ο τελευταίος έτυχε να τρώει, κατόπιν να ανακατέψει το μίγμα και, εν συνεχεία, να ταΐσει με στοργή την κοπέλα (ή να το φάει ο ίδιος, αλλά αυτό δεν το 'χω βιώσει ποτέ).

- Βλέπω τρως γιαουρτάκι, αγοράκι μου.
- Ε, και τι θες;
- Δεν ρίχνεις μια παχίτσα εκεί μέσα, μετά να το ανακατέψεις...
- Ξέρω, και να σ' το δώσω να (ν)το φας. Μ' έχεις πρήξει μ' αυτά τα κίνκι συνέχεια!!!

Όταν τα σχόλια περιττεύουν... (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 25/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως Flockerface ορίζεται ο άνδρας, του οποίου το κεφάλι κατά τον αυνανισμό (ή το παίξιμο του πέους του από κάποια γυναίκα) βρίσκεται εντός της ακτίνας δράσης μαλακίας, με αποτέλεσμα τα σπέρματα να εκτοξευθούν στο απροστάτευτο πρόσωπό του.

Ο φλοκοπόταμος θεωρείται ότι επιδεινώνει το συγκεκριμένο φαινόμενο.

Ο Flockerface συνήθως δε λέει σε κανέναν για την εμπειρία του υπό τον φόβο μη γίνει περίγελος στους φίλους του.

-Καλά ρε μαλάκα, πόσο καιρό είχες να τραβήξεις;
-Γάμησέ τα, είχαμε αγαμίες τον τελευταίο καιρό...
-Και έχυσες το πρόσωπό σου ρε flockerface; Ντροπή του αντρικού πληθυσμού! Απεόφοβε!
-Μην το πεις στα παιδιά όμως ρε μαλάκα, στο λέω εμπιστευτικά...

Κάνει και πρώτης τάξεως ξύρισμα (από Vrastaman, 04/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελληνική βερσιόν της λέξης ταρζανέλια.

Θα αποτολμήσω και ετυμολογική προσέγγιση, όλη δικιά μου:

Κουρέμπελα από το κουρ(άδα) (το ποιόν) και (κουνια-)μπέλα (κατάσταση). Δηλαδή κουράδες που κρέμονται και κάνουν κούνια-μπέλα!!! Όπως και ο Ταρζάν στο συνώνυμο λήμμα.

Πώς ακούγεται;

«Θα σου κάψω τα κουρέμπελα.»

Τα κουρέμπελα τα έκαιγαν με αναπτήρα, για να μην πληγώνεται το εργαλείο τους (καθότι ξερά και σκληρά στις κολλημένες τρίχες).

«Άσ' τον αυτόν... του τάχουν κάψει τα κουρέμπελα» (π.χ. για τον παπούστη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μπουχέσας.

Είσαι σαν κουραδομηχανή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ένα κομμάτι σχοινί (λεπτό περίπου 6 mm διαμέτρου) που από την μια μεριά έχει μια λούπα και από το άλλο το τραβάς αφού πρώτα έχεις βάλει στην λούπα ένα μικρο πανάκι και το έχεις τοποθετήσει μέσα στην κάννη ενός πυροβόλου όπλου.

Τραβώντας το μέσα από την κάννη την καθαρίζεις. Όσοι πήγαν στον στρατό να υπηρετήσουν την μαμά Ελλάδα το γνωρίζουν καλά. Έχει περάσει στην slang σαν προσβλητική ενέργεια προκειμένου να τόνε χώσει κάποιος στον βρωμόκολο κάποιου η κάποιας.

Σημειωτέον, είναι τέχνη να ξέρεις να χρησιμοποιείς την κωλοτρυπίδα σου για αιδοίον κατά μαρτυρία γνωστού μου κίναιδου - όχι τίποτε άλλο αλλά να προλάβω κάνα Βράστα να μου τη λέει («αυτοαναφορικό, ε;»).

Γιασά ρε Μήτσε με τα μάκτρο σου!!

Συζήτηση κολομπαράδων:
Ρε τόνε γαμάς αυτόνε τον πούστη;; — Όπα ρε μαλάκα, τι είναι ρε η πούτσα μου, σχοινοκαθαριστήρας;

Ο Σάκης παραθερίζει στις Κάννες. (από Vrastaman, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια πολύ γνωστή φράση σε όλους μας, η οποία θεωρείται κοινότοπη και απλοϊκή. Λίγοι γνωρίζουν το εξαιρετικά ενδιαφέρον παρελθόν της και τον θησαυρό που κρύβει η οντότητά της.

Η φράση έχει προέλθει από την εφαρμογή του πρωκτικού σεξ. Όταν, μετά το πέρας της πράξης, το αντρικό μόριο έβγαινε καθαρό από την πίσω οπή (χωρίς υπολείμματα δηλαδή), τότε η πράξη θεωρούταν ότι δεν είχε παράπλευρες απώλειες.

Έτσι η φράση άρχισε να χρησιμοποιείται και με πιο ευρεία έννοια, τόσο, που στις μέρες μας αγνοείται η αρχική της προέλευση.

Ποιος να το περίμενε ε;

  1. Μπορεί να έκανα βλακεία, αλλά τουλάχιστον την έβγαλα καθαρή.

  2. Έτσι όπως οδηγάς, άγιο θα έχουμε αν τη βγάλουμε καθαρή στο τέλος.

(από patsis, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified