Selected tags

Further tags

Ο κωλομπαράς.

- Σκατοσπρώχτης ο δικός σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διάρροια.

- Έφαγα ένα βρώμικο και με πήγε πρωκτοζούμι.

Βλ. και τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι, αίμα, σαντορούμι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διάρροια, πρωκτοζούμι, με πάει αίμα.

- Τσιρλιπιπί με πάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μεταφ.: εξαιρετικά, πολύ σπουδαία ερμηνεία -κυρίως σε εκτέλεση μουσικού. Πάρα πολύ (για πιοτό).

συνώνυμο: παίζει παπάδες!

  1. Ο τύπος που μοιάζει με τον Μάρλεϊ παίζει στην κιθάρα κωλάντερα!

  2. Χθες πάλι ήπιαμε κωλάντερα και δεν την παλεύω καθόλου σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συνεχές κλάσιμο για μεγάλο χρονικό διάστημα.

- Μαλάκα έκλασες;
- Άσε, αυτό δεν ήταν κλανιά, ήταν πορδοχαρά.

Πήρε φωτιά ο κώλος του απ\' την χαρά. (από Galadriel, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μυξιάρης, που ψάχνει για κοιτάσματα πετρελαίου στα ρινικά του σπήλαια.

- Καλώς το μυξοβοσκό! Βρήκες κάνα κοίτασμα ή θα παγώσουμε πάλι, τόσο ακριβό που είναι το πετρέλαιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ασήμαντος, αυτός που δεν μετράει.

  2. Ο υπερβολικά κοντός.

  1. - Σκάσε ρε πορδοβούλωμα!

  2. - Με αυτό το πορδοβούλωμα θα βγεις; Αυτός είναι ένα κι ένα μίλκο (ήτοι κάτω του 1, 20 μ.).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά άσχημη με μια δόση δυσωδίας.

Και να με πλήρωναν δεν θα πήγαινα μ' αυτή τη βρωμομούνα!

Βλ. και βρωμόμουνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν βλέπουμε κάποιον στο δρόμο και δεν έχουμε κατι πρωτότυπο να του πούμε για να τον χαιρετήσουμε. Αυτός ο κάποιος είναι σίγουρα φίλος μας, οπότε έχουμε οικειότητα μαζί του και ρωτώντας τον αν έχει κλάσει, κατευθείαν τον αποστομώνουμε και τον φέρνουμε σε δύσκολη θέση.

Καλύτερη περίπτωση είναι ειδικά όταν έχουμε γυναίκες στην παρέα και ο φίλος εκπλήσσεται εντελώς.

- Πού είσαι ρε, τι κάνεις;
- Έκλασες;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified