Selected tags

Further tags

Είναι ειδική καρέκλα-καροτσάκι με μία τρύπα στο κάθισμα, έτσι που να μπορεί κάποιος να αφοδεύει καθήμενος. Κάτω από την τρύπα υπάρχει ειδικό δοχείο συλλογής. Συνήθως χρησιμοποιείται στα νοσοκομεία για αυτούς που δεν μπορούν να πάνε μέχρι την τουαλέτα.

Στο τρόλλεϋ: - Μεγάλε, γιατί κρατάς την κοιλιά σου;
- Άσε, μην παίζεις με τον πόνο μου. Από χθες με πάει κλαστοχέστος.
- Αν είμασταν τώρα στο νοσοκομείο θα είσουνα βασιλιάς στο θρόνο σου...

(από ironick, 20/05/08)(από ironick, 20/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αηδιαστική μυρωδιά που κυριαρχεί τους καλοκαιρινούς μήνες σε όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς... Συναντάται και ως πορδοποδαρίλα όταν αναφερόμαστε σε θαλάμους στρατιωτών.

  1. - Γύρναγα από γερμανικό ρε και την άκουσα από την πορδοποδαρίλα στο θάλαμο.

  2. - Ρε μαλάκα Τάκη, σε σκατά έπεσες και βρωμάς έτσι;
    - Γάμησε με ρε, μια ώρα στο αστικό κόλλησα την πορδομασχαλίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σάλια, ή οι μύξες, που εκσφενδονίζονται όταν φταρνιζόμαστε χωρίς να έχουμε λάβει τα απαραίτητα μέτρα προστασίας (χαρτομάντιλο, πετσέτα, ομπρέλα, κλπ) για τους γύρω μας.

Η τροχιά που ακολουθούν είναι όμοια με τα σκάγια από κυνηγετικό όπλο.

- Τι έγινε ρε Λεωνίδα, τσαντισμένο σε βλέπω.
- Άσε ρε Μάκη, που να στα λέω. Εκεί που διάβαζα την εφημερίδα στο μετρό, φταρνίζεται ένας γέρος και με παίρνουν τα σκάγια στη μάπα... Αηδία σκέτη σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ροχάλα, το πηχτό και ενίοτε χρωματιστό (κίτρινο, πράσινο, γκρι) φτύμα.

- Μαλάκα, που να στα λέω. Πήγα να φτύσω και μού 'φυγε ένα γκρούχαλο... Το πιο άσχημο όμως είναι ότι πήγε και έπεσε στον καφέ του διπλανού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βλεννόρροια (αφροδίσιο νόσημα).

Παίρνε τις προφυλάξεις σου μην πάθεις κανένα σκουλαμέντο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσάρεστη οσμή την οποία ουδέποτε αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια κατά τη διάρκεια του σεξ, παρα μόνο μετά. Ευτυχώς θα μου πείτε, αλλιώς δεν κάναμε δουλειά. Η κωλίλα (την οποίαν αντιλαμβανόμαστε πρωτίστως στα χέρια μας, πχ. στο περίφημο κωλοδάχτυλο) είναι ό,τι απομένει συνήθως από την επαφή μας με τον πρωκτό του συντρόφου -έχει δεν έχει λάβει ο/η σύντροφος τα απαραίτητα μέτρα (πλύσιμο, αρωμάτισμα, κλπ).

Υπάρχουν όμως κι άλλα πράγματα που μυρίζουν κωλίλα, όπως ορισμένα τυριά. Δεν μυρίζουν τόσο τα ίδια, όσο το περίβλημά τους. Όσο περισσότερο βρωμάνε, τόσο καλύτερα και νοστιμότερα τυριά θεωρούνται - και είναι. Το θέμα είναι να ξεπεράσεις αυτή τη μπόχα, καθότι δεν είσαι φτιαγμένος για σεξ την ώρα που πας να φας το τυράκι σου.

- Πω ρε πούστη, τι βρωμάει έτσι;
- Το τυρί που αγόρασα να δοκιμάσουμε, αγάπη μου...
- Έχει μποχιάσει όλο το σπίτι κωλίλα!
- Πού να δεις τα χέρια μου τώρα που τό 'κοβα! Δεν φεύγει με τίποτα!
(και αρχίζει να τον κυνηγάει να του πιάσει τα μαλλιά. Μετά μπορεί να πέσει και κανα γαμησάκι, οπότε τελικά πάλι στα ίδια ερχόμαστε)

(από ironick, 20/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατούρημα με έμφαση στο κανάλι εξαγωγής των υγρών. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την παρατεταμένη προφορά του -ε- της λέξης πεο κατά την προφορική εκφορά της.

Στον ορισμό αυτό δίδεται ασαφής πληροφόρηση για τον ποσοτικό προσδιορισμό της υγρής κατάστασης αφού δεν παρέχεται η διάσταση του μήκους του πέους.

Πάω να ρίξω ενα πέ..ε..ο κάτουρο και φύγαμε.

Βλ. και πουτσοκάτουρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρωμιάρης. Αναδύει οσμή ούρων.

- Καλά αυτός δεν πλένεται ποτέ. Ζέχνει σα μπακαλιάρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η φυσική ανάγκη κάθε έμψυχου όντος. Φανταζόμαστε τον μπιντέ μας ως έναν καμβά έτοιμο να καλλιτεχνίσουμε επάνω του.

- Πού σαι ρε μαλάκα;
- Κάτσε ρε πάω για πινέλο. Δεν προλαβαίνω.
- Δεν μπορείς να περιμένεις;
- Όχι, έφαγα κάτι μακαρόνια και μ' έχουνε πάει αιμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και το υποκοριστικό, κλανοβαλβιδάκι.
Ανάλογα από τον ήχο που παράγει.

Μετά από μιά υγρή πορδή:

Να ρυθμίσεις το avance στο κλανοβαλβιδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified