Κλανιά με έντονη μυρωδιά.
Γιαννιώτικη λέξη. Τον γκιολέ γενικώς τον αμολάμε, αλλά στα Γιάννενα επίσης τον ντενιάρουν.
- Ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ. (Από το λεξικό στο www.tzedes.gr)
Κλανιά με έντονη μυρωδιά.
Γιαννιώτικη λέξη. Τον γκιολέ γενικώς τον αμολάμε, αλλά στα Γιάννενα επίσης τον ντενιάρουν.
- Ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ. (Από το λεξικό στο www.tzedes.gr)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δύο από τα πλέον χαρακτηριστικότερα είδη κλανιάς.
Η κούφια πολλές φόρες δεν κάνει καθόλου θόρυβο, ενώ άλλες φορές κάνει έναν μικρής εντάσεως και παραπονιάρας χροιάς θόρυβο. Η κούφια διακρίνεται για την ανυπόφορη οσμή της. Σκέτος χημικός πόλεμος. Τα προβλήματα εντείνονται με τη ζέστη και είναι ιδιαιτέρως έντονα στους κλειστούς χώρους (πχ. ασανσέρ).
Η ξυπόλητη διακρίνεται από τον εντονότατο θόρυβό της. Πολλές φορές ηχεί σαν mini κανονιοβολισμός. Είναι άοσμη.
Και στα δύο είδη κλανιάς το performance βελτιώνεται με πρωτύτερη βρώση φασολάδας. Η φασολάδα αποκαλείται δε και χεσολάδα, λόγω αυτών των κλανουργικών ιδιοτήτων της.
- Είμαστε σε meeting κορυφής όταν κάποιος έριξε το κλάσιμο της ζωής του. Δεν σταματούσε με τίποτα.
- Κούφιες ή ξυπόλητες τις έριχνε;
- Άρχισε με ξυπόλητες, συνέχισε με κούφιες και ξανά ξυπόλητες και ξανά κούφιες. Στο τέλος ανοίξαμε τις πόρτες.
Got a better definition? Add it!
Συγκεκριμένη σύσπαση των μυών του προσώπου, η οποία συνίσταται στο σμίξιμο των φρυδιών, την εμφάνιση πρόσκαιρων ρυτίδων στο μέτωπο, το στένεμα των ματιών και την ένδειξη αναγούλας ή αηδίας στα χείλη. Φυσιολογικά εμφανίζεται όταν το υποκείμενο σιχαίνεται, όπως στην περίπτωση μίας ξαφνικής δυσάρεστης οσμής (μίας δολοφονικής κλανιάς πχ), εξ ου και η συνολική γκριμάτσα ονομάζεται σίχαμα. Πολλές φορές δε, συνοδεύεται από έναν απροσδιόριστο ήχο ο οποίος συνοδεύει την εκφορά μίας λέξης ή πρότασης, ή σε περίπτωση που το σιχαινόμενο υποκείμενο δεν μιλάει, απλά χρησιμεύει ως ηχητική υπόκρουση της προαναφερθείσας γκριμάτσας και ακούγεται σαν μια συριστική εισπνοή αέρα.
Περιέργως, η εν λόγω γκριμάτσα χρησιμοποιείται από πολλούς όταν την έχουν δει κάπως και αισθάνονται πολύ ανεβασμένοι για κάτι που τους συμβαίνει ή κάτι που αφηγούνται, τονίζοντας έτσι το πόσο χάι τύποι είναι. Το σίχαμα με την χρήση αυτή χρησιμοποιείται ευρύτατα στον ελλαδικό χώρο όπου το εθνικό σπορ είναι το να πουλάμε μούρη, αλλά είναι δύσκολο να το αντιληφθεί ο ανυποψίαστος παρατηρητής, αφ' ενός γιατί μπορεί εύλογα να θεωρήσει ότι το σιχαινόμενο υποκείμενο όντως ήταν απλά αποδέκτης μίας σιχαμερής κλανιάς για παράδειγμα και αφ' ετέρου γιατί το σίχαμα μπορεί (αν δεν το ξεφτιλίσει ο σιχαινόμενος) να είναι αδιόρατο και αντιληπτό μόνο από τους μυημένους.
Η σχετική κλίμακα μέτρησης της έντασης του σιχάματος είναι από το 2 μέχρι το 20 μόνο στα ζυγά νούμερα (άγνωστο γιατί) και ενώ το δυαράκι σίχαμα είναι σεμνό και πραγματικά αδιόρατο όπως προείπα, το εικοσαράκι είναι περίπου στα πρόθυρα του ξερατού.
Στο γνωστό βιντεάκι που ακολουθεί παρακαλώ να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο που ο εξ αριστερών συμμετέχων (και σιχαινόμενος) αναφέρεται (α) στο ότι ετοιμάζεται «να κατέβει για μπόντυ μπίλντερ» και (β) στο ότι την έχει 22 εκατοστά. Κατά την εκφορά και των δύο επιδεικνύει σίχαμα δυαράκι έως τεσσαράκι.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται όταν κάτι πάει κατά διαόλου.
- Πώς έπαιξε χθες η Πανάθα;
- Χέσε ψηλά κι αγνάντευε. Ο Λεοντίου ούτε την ακούμπησε την μπάλα.
Got a better definition? Add it!
Ρωμαίος αυτοκράτορας που έζησε στο διάστημα 14-37 μ.Χ. Εδώ βέβαια το λήμμα αναφέρεται στην προειδοποιητική ατάκα αναγγελίας κλανιοβομβαρδισμών, ατάκα που σχετίζεται με τον εν λόγω αυτοκράτορα. Λέγεται πως κάποτε ο Τιβέριος βρισκόταν σε ένα meeting κορυφής στην αίθουσα της συγκλήτου. Μιλούσαν για πάρα πολύ σοβαρά θέματα, όταν του ήρθε ανάγκη για κλάσιμο. Ο πλανητάρχης και ουχί κλανητάρχης Τιβέριος, προσπαθώντας να καταπνίξει την ανάγκη αυτή, πέθανε. Πέθανε και στη θέση του ανέβηκε, ο σχιζοφρενής και γελοιωδέστατος Καλιγούλας. Οπότε η προσπάθεια της αποφυγής κλανιών έφερε την κουράδα στην εξουσία, επηρεάζοντας πολύ αρνητικά τις παγκόσμιες εξελίξεις.
- Τι φάγατε το ΣΚ;
- Άσε σκιστήκαμε στα φασόλια.
- Έτσι ε;
- Τιβέριος (δυνατή φωνή)
Ακολουθεί κλάσιμο διαρκείας.
- Καλά ... Σε εμπιστεύομαι. Μεταξύ φίλων, τα αποδεικτικά στοιχεία περιττεύουν.
Got a better definition? Add it!
Καθαρό συνώνυμο της λέξης «κάρκαδο», «καρκάδι». Χρησιμοποιείται κυρίως για να δώσουμε έμφαση με υποτιμητικό τρόπο στην συνήθεια που έχει κάποιος να σκαλίζει τη μύτη του.
- Ρε συ Μήτσο, τη βλέπεις αυτήν εκεί στη γωνία που σκαλίζει τη μύτη της;
- Πω ρε φίλε, ναι! Κοίτα μια καρκαδομπαρμπαλίγκρα που έβγαλε η μπιχλιάρα!
Got a better definition? Add it!
Η βρωμίτσα που μαζεύεται στ' αυτιά ή ανάμεσα από τα δάχτυλα των ποδιών.
- Θα βγεις σήμερα;
- Τί;
- Λέω, θα βγεις σήμερα;
- Τί είπες;
- Θα βγεις ρεεεεεεε;
- Τί λες ρε, δεν ακούω;
- Πω ρε αδερφάκι μου, βγάλ' την κοθούμπρα απ' τ' αυτιά σου να ξεμπουκώσουν μπας κι ακούσεις τι σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Το άτομο που μονίμως επιτυγχάνει να έχει το εσώρουχό του χεσμένο!
Χ: - Πάλι έκλασες ρε βρωμύλο;
Ψ: - Μακάρι νά 'κλανε μόνο ο τσιλοβράκας! Κόβω την πούτσα μου ότι χέστηκε πάλι.
Got a better definition? Add it!
Παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτης με τάση προς στην κοπρολαγνία.
Εκ του Francis Ford Copprola.
- Γάμησε με από κώλο και μετά έλα να σου γλείψω την τσαπού.
- OMG ρε Κόπρολα!
Got a better definition? Add it!
Φοβήθηκα πάρα πολύ.
Σου λέω, φρέναρα τελευταία στιγμή. Με τύφλωνε ο ήλιος και δεν είδα την διάβαση. Μου πήγε το σκατό στην κάλτσα μέχρι να καταλάβω ότι δεν χτύπησα κανέναν.
Got a better definition? Add it!