Selected tags

Further tags

Εναλλακτικός και ευγενικός - κωδικοποιημένος τρόπος, προκειμένου η γυναίκα να δηλώσει ότι έχει αρχίσει η περίοδός της. Η Ρωσία κάποτε ταυτιζόταν με το κόκκινο χρώμα, όπως και η έμμηνη ρύση.

- Γιατί μωρό μου δεν με αφήνεις να βάλω το χέρι μου εκεί που θέλω;
- Μη με παρεξηγείς, σήμερα ήρθαν οι Ρώσοι και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.

Avanti popolo! (από Vrastaman, 10/09/08)Ήρθαν οι ρώσοι, ήρθε η λύση. (από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το νερόβραστο φαγητό, με πολύ ζουμί και ελάχιστη γεύση. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τον ήχο που ακούγεται ρίχνοντας στερεά υλικά στο νερό που βράζει.

- Ψηλέ, τι έχουμε για φαΐ;
- Πατάτες μπλουμ.
- Πάλι ρε πούστη μου... Πατάτες μπλουμ, μακαρόνια μπλουμ, για το πούτσο είναι ο μάγειρας... Πότε θα πάω σπίτι μου να φάω σαν άνθρωπος...

O νερόβραστος δήμαρχος της Νέας Υόρκης Michael BLOOMberg. (από Vrastaman, 12/09/08)Πάλι μπλουμ ... (από poniroskylo, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση την οποία άκουσα στην Πελοπόννησο. Αναφέρεται σε γυναίκες κοντές, σε βαθμό τέτοιο που, μεταφορικά, όταν κλάνουν σηκώνουν σκόνη, σύμφωνα με την κλασσική και γνωστή έκφραση. Το κοντοκλάνι συνήθως το παίζει μαγκιώρα και σκληρή, προληπτική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται πανταχόθεν, λόγω του μικρού μεγέθους του.

- Ρε τι κοντοπούτανο είναι αυτό εκεί;
- Μη μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή;
- Την ξέρεις;
- Όχι μωρέ, πήγα να της μιλήσω τις προάλλες και μου το έπαιζε δύσκολη. Μου έγινε και γκόμενα, το κοντοκλάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθισμένο είδος υπάνθρωπου που εντοπίζεται συνήθως:
-Σε φωτιές παραλίας
-Σε σχολικές εκδρομές
-Κνίτικα παρεάκια
Ο τροβαδούρος λοιπόν κρατάει κιθάρα, ή ακόμα χειρότερα την ζητάει από κάποιον για «ένα τραγουδάκι», και θέλοντας να εντυπωσιάσει κάποιο θηλυκό καταπιάνεται μόνο με ελληνικό κλαψομούνικο ροκ της συνομοταξίας πυξ λαξ, κατσιμηχέσοι, μαχαιρίτσας, κότσιρας και άντε, αν θέλει να γίνει πιο ροκ, εεε, θα παίξει και λιγο βασίλη... Ο τροβαδούρος δυστυχώς αν δει οποιοδήποτε θηλυκό, όπως και αν είναι το καημένο, ενθαρρύνεται και συνεχίζει το κλαψομουνικο παραλήρημα σπάζοντας τ' αρχίδια σε οποιονδήποτε εντός ακτίνας 20 μέτρων... Πρόκειται για ένα ποταπό μίασμα που πρέπει είτε να τον σαπακιάζεις στο πρώτο ακόρντο η να του φοράς την κιθάρα κολάρο αν είναι δικιά του...

(Αρνούμαι να δώσω παράδειγμα γιατί αρνούμαι να γράψω λόγια από οτιδήποτε τραγουδάει αυτό το σκουλήκι!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία σημαίνει ότι για να πετύχει κάποιος κάτι, πρέπει να οργανωθεί και να προσπαθήσει σκληρά. Το καλό και επιθυμητό αποτέλεσμα δεν είναι κάτι που έρχεται ξαφνικά και εύκολα. Ουσιαστικά προσεγγίζει την έκφραση «τα αγαθά κόποις κτώνται». Για να βάψει κανείς αυγά, πρέπει να ακολουθήσει μία ορισμένη διαδικασία, η οποία δεν έχει τίποτα κοινό με το κλάσιμο.
Η έκφραση υπάρχει και στα Αλβανικά «Vezët, nuk ngjyhen me pordhë».

- Πατέρα, αποφάσισα να δώσω για ιατρική. Θα ξεκινήσω διάβασμα σε ένα μήνα, πιστεύω ότι θα τα καταφέρω.
- Χαίρομαι αγόρι μου, αλλά ο δρόμος θα είναι δύσκολος. Να θυμάσαι πάντα στη ζωή σου, ότι με πορδές δεν βάφονται αυγά!

(από Khan, 06/04/14)

Επίσης και mit porden nicht vafen avgen.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί περιγραφή χρώματος (!) και εντάσσεται σε μία ευρύτερη ομάδα λέξεων που προσπαθούν να προσδιορίζουν ακαθόριστα χρώματα και αποχρώσεις.

Όλα ξεκίνησαν πριν από πολλά χρόνια με τις γυναίκες κυρίως να χρησιμοποιούν κάτι περίεργες λέξεις για να περιγράψουν διάφορα χρώματα και αποχρώσεις, κυρίως ρούχων και υφασμάτων, ενίοτε και άλλων πραγμάτων όπως μαλλιών, ψιμυθίων, αξεσουάρ, κ.λπ. Οι λέξεις αυτές ήταν εντελώς ακατανόητες από την πλειονότητα των αρσενικών που στην καλύτερη περίπτωση ζητούσαν επεξηγήσεις, συνήθως όμως περιορίζονταν σε συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού. Το ελληνικό λεξιλόγιο εμπλουτίστηκε πάραυτα με λέξεις αμφίβολης προέλευσης που επιπλέον τις χαρακτήριζε η θολούρα ως προς την ουσία του χρώματος που σκόπευαν να περιγράψουν, όπως για παράδειγμα:

Εκρού - καθώς και εκρού του νεκρού (σε μια απέλπιδα προσπάθεια επεξήγησης) -, ιβουάρ, εκάι, πετρόλ, αρζάν, βεραμάν, καφέ-ο-λέ, παστέλ, οφ-μπλακ, λιλά, άσπρο του πάγου, αλλά και λουλακί, κροκί, κοραλί, ουρανί, κ.λπ. Καθώς το πράγμα ξεσάλωνε περαιτέρω, επιστρατεύτηκε το φυτικό βασίλειο (σαπιομηλί, λαχανί, φυστικί, ροδί, κανελί, λαδί, κυπαρισσί, καροτί, ροδακινί, κ.λπ) αλλά και το ζωϊκό (ποντικί, ελεφαντί, τιγρέ, λεο-παρδαλέ, καναρινί, κορακί, κ.λπ).

Μέχρι εδώ, οι λέξεις αυτές δεν συνιστούν αργκό παρά την εισβολή τους στην καθομιλουμένη. Το θέμα που μας αφορά όμως εδώ είναι η εξέλιξη αυτής της παλέτας που συν τω χρόνω πήρε τη μορφή καζούρας. Πολλοί ήταν αυτοί που, ορμώμενοι από αυτές τις περίεργες περιγραφές χρωμάτων, άρχισαν να τις περιπαίζουν και να αυτοσχεδιάζουν με αποτέλεσμα την επέκταση σε ακόμη πιο σουρεάλ αποχρώσεις.

Στην αρχή έκαναν αθώα την εμφάνισή τους πιο χειροπιαστά χρώματα όπως το σκατί, το κουραδί, το τσιρλί, το κατρουλί, το μυξί, για να προστεθούν σύντομα πιο αφηρημένα «χρώματα» όπως το κλανί, το πορδί, το καμπινεδί (το οποίο απαντάται ως προσδιορισμός, π.χ. ροζ καμπινεδί), το κομοδινί κ.ο.κ., καθώς και το κλασικό πλέον σιμπιζάκι (από το γνωστό ανέκδοτο).

Έτσι πλέον μιλάμε για μία γκάμα λέξεων που χρησιμοποιούμε πια στην καθομιλουμένη και μπορεί να χαρακτηριστεί αργκό, όταν θέλουμε να περιγελάσουμε πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από περίεργες έως ανέφικτες πλην όμως γελοίες «χρωματικές αποχρώσεις». Το «κλανί» αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εν λόγω συλλογής.

1
- Χρυσή μου, πού να στα λέω... εχτές έπεσα πάνω στην Σούλα που έβγαινε από το κομμωτήριο και κόντεψα να παραπατήσω! καλέ τι φανταχτερό κομοδινί έβαψε το μαλλί της!
- Α ναι, την είδα κι εγώ το πρωί στη στάση, καλέ αυτό δεν είναι κομοδινί, προς το πορδί φέρνει για την ακρίβεια!

2
- Κόψε σαραβαλάκι ο παππούς, πώς κυκλοφορεί ρε τούτο ακόμη!
- Κορόλα του '60 φίλε, η πρώτη που κυκλοφόρησε! και από χρώμα δεν μπορείς να πεις ε; σκίζει το τσιρλί!
- Τι τσιρλί ρε, κλανί δε λες καλύτερα;!

Οινοπνευματί Χριστουγεννιάτικη μπάλα. Η συγκεκριμένη απόχρωση απαντάται και στο μαλλί κυριών μιας κάποιας ηλικίας. (από allivegp, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τροφή που σπάει την δυσκοιλιότητα και φέρνει το καλό, το ωραίο, το πολυπόθητο χέσιμο.

- Τι έπαθε πάλι η μικρή;
- Τα ίδια. Πέντε μέρες έχει να πάει και έχει πρηστεί, δε βλέπεις;
- Δώσ' της σύκα να φάει, είναι χεστικά. Και κανα κολοκύθι...
- Της έδωσα λίγο ρύζι, δεν κάνει; Φυτό είναι κι αυτό.

(από nick, 16/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουράδα υπερβολικά μεγάλου μεγέθους σε μήκος και διάμετρο, απαιτεί μεγάλη προσπάθεια για να βγει (η πουτάνα) και προκαλεί πέταγμα των ματγιώνε όκσω από το υπερβολικό σφίξιμο, κοκκίνισμα προσώπου και τσούξιμο της κωλοτρυπίδας. Κατεβαίνει μονοκόμματη.

Κατά τη διάρκεια του μαγκουροχεσίματος, λόγω του υπερβολικού σφιξίματος, ακούγονται διάφορα ακατάληπτα και μακρόσυρτα φωνήεντα (αααααααα ουουουουου ιιιιιιιιι) ενίοτε ανακατεμένα με δυνατές κλανιές. Σε αυτή την περίπτωση αν υπάρχει παρέα σε κοντινό δωμάτιο συμμετέχει φωνάζοντας «Σκίσουουουουου».

Τη στιγμή που ακουμπάει η κάτω άκρη της στη λεκάνη στραβώνει λίγο και μοιάζει με μαγκούρα. Συνήθως δεν προκαλεί πιτσίλισμα της κωλοτρυπίδας με σταγόνες από το νερό της λεκάνης. Η αιτία της δημιουργίας της μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους;
α) δυσκοίλιοτητα
β) σε ακατάσχετο πορδισμό που προκαλεί αφύγρανση των σκατών (το σκατό μου παξιμάδι)
γ) σε αλλαγή περιβάλλοντος. Πολύς κόσμος λόγω παιδικών βιωμάτων δε μπορεί να χέσει σε ξένη λεκάνη. Αυτό λύνεται με ψυχαναλυτικές συνεδρίες, ίσως και αναδρομές.

Λόγω της σφιχτής της δομής δεν μπορεί ο σφιχτήρας της κωλοτρυπίδας να τη κόψει σε μερίδες (κουρκουμπίνια), με αποτέλεσμα να κατεβαίνει αγέρωχη και ολόϊσια μέχρι να κοπεί από μόνη της λόγω της βαρύτητας (gravity is a bitch που έλεγε και ο Σταλόνε στο «Βαρομετρικό χαμηλό»). Πολλές φορές είναι τόσο μεγάλη που δε χωράει να πάρει τη στροφή στη λεκάνη για να εξαφανιστεί και χρειάζεται σπρώξιμο με το πιγκάλ (πως το λένε το γαμημένο στα Ελληνικά;) και πολλά τραβήγματα του καζανακίου.

1) - Τι έκανες ρε μαλάκα τόση ώρα στον καμπινέ; Τον έπαιζες;
- Άσε με ρε μπατζανάκη. Έβγαλα ένα μπαστούνι νααααα (μετά συγχωρήσεως)... Πήρε φωτιά ο κώλος μου!
- Αααα, γιαυτό τράβαγες 10 φορές το καζανάκι;

2) - Σκίσουουουουουουου
- Τι φωνάζεις ρε μαλάκα
- Καλά δεν τον ακούς που σφίγγεται; Καμιά μαγκούρα θα βγάζει πάλι.

(από nick, 18/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ο υπάλληλος τσίρκου ο οποίος με ένα μακρύ κοντάρι που είχε δεμένο στην άκρη του ένα πανί τυλιγμένο σε μορφή μπάλας, έσπρωχνε τα σκατά που ήταν έτοιμα να βγουν από τους κώλους των δύστυχων ελεφάντων πριν βγουν στη σκηνή για το νούμερό τους. Ευτυχώς που τα τσίρκα με τα ζώα τείνουν προς εξαφάνιση, κάτι που οφείλεται σε κινητοποιήσεις εναντίον τους.

- Μαμά κοίτα, ο ελέφαντας κάνει κακά.
- Ναι, πρέπει να απολύσουνε τον σκατοσπρώχτη παιδί μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Προσθήκη που έγινε την 29η Μαρτίου του σωτηρίου έτους 2010: ξεσκατώστρα είναι και η ποπέρα).

Η γυναίκα που, προς κακήν της τύχη, εργάζεται σε σπίτια και προσέχει γριές, γέρους, κατοικίδια και μωρά, τώρα πια που η ένδοξη οικογένεια δεν υπάρχει κι έτσι τα είδη αυτά πρέπει κάποιος να τα φροντίζει. Βασικό θέμα της εργασίας αυτής είναι το ξεσκάτωμα και το πλύσιμο. Και καλά για τα μωρά. Τους γέρους όμως και τις γριές δεν είναι και ό,τι πιο ευχάριστο να τους ξεσκατώνεις. Ο όρος ξεσκατώστρα είναι λίαν υποτιμητικός και χρησιμοποιείται 1. όταν το αφεντικό είναι σκέτη σνομπίλα (οπότε με τον υποτιμητικό όρο δηλώνουμε την στάση του απέναντι στο άτομο αυτό) 2. στην περίπτωση που έχει πάρει κανείς χαμπάρι πως η γυναίκα αυτή εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις, κακοποιεί τον γέρο, τα βάζει με τη γριά, αδιαφορεί για το μούλικο, κλωτσάει το κατοικίδιο, κλέβει καν' ασημικό κλπ κλπ. Αλλιώς λέμε, ξέρω γω: «εσωτερική», «γυναίκα για το σπίτι», «οικιακή νοσοκόμος».

- Καλά, ο Τάκης πρέπει να τά 'χει παίξει. Έναν χρόνο τώρα έχει τη μάνα του φυτό μέσα στο σπίτι...
- Ε, καλά, πέρα από τη στεναχώρια τ' άλλα τα έχει βολέψει με κείνη την ξεσκατώστρα, δεν θυμάσαι;
- Ναι αλλά του βγήκε πολύ σκάρτη γιατί την έπιασε να ταΐζει τη μάνα γατοτροφές και να της μιλά άσχημα. Την έδιωξε και τώρα ψάχνει γι άλλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified