Selected tags

Further tags

Επισκέπτομαι τη τουαλέτα για να κάνω το χοντρό μου.

Προσοχή, όμως, δε πρόκειται για απλή διεκπεραίωση της αφόδευσης, αλλά για ιεροτελεστία:

Περιλαμβάνει την ανάγνωση χεσύντροφων εντύπων, ή τη λύση σταυρολέξων (σε περίπτωση που δε διαθέτουμε κάτι από τα 2, μπορούμε να διαβάζουμε τις ετικέτες από σαμπουάν-απορρυπαντικά ή να μετράμε τα κουτάκια του μωσαϊκού).

Διαρκεί πάνω από 1 τέταρτο, υποχρεωτικά.

Δε σηκωνόμαστε από τη λεκάνη μόλις ικανοποιήσουμε την ανάγκη μας, αλλά καθόμαστε να απολαύσουμε το αίσθημα της ξαλάφρωσης για κανένα 5 λεπτο ή, αν μελετάμε κάποιο βιβλίο, μέχρι να τελειώσουμε το τρέχον κεφάλαιο.

Στο τέλος παίρνουμε τον απαραίτητο μπιντέ μας για το καθαρισμό της επίμαχης περιοχής. (Μη ξεχάσετε το baby oil και το ταλκ).

Πριν μπείτε στη τουαλέτα για να αποχωρητιστείτε απενεργοποιείστε τα κινητά σας τηλέφωνα, γιατί κανένας δε πρέπει να διακόψει την απόλαυσή σας.

Τέλος, μη ξεχάσετε να επισημάνετε στους συμβίους σας ότι πρόκειται να επισκεφτείτε τη τουαλέτα για αποχωρητισμό διότι, λόγω της μακράς διάρκειας της διαδικασίας, μπορεί να προκαλέσετε μεγάλη αναμονή και σοβαρό παρεμποδισμό της ούρησής τους.

-Μπαμπά, μπαμπά, τελειώνεις;;; Θέλω να κάνω πιπί μου.
-Δε με νοιάζει παιδάκι μου, τώρα αποχωρητίζομαι. Στο έλεγα πριν να μπεις, τώρα καν΄τα πάνω σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται στα λόγια κείμενα και ως μαρκαλάω-μαρκαλώ και σημαίνει σκάβω, ανακατώνω.

Στα slangικα μπορούν να δοθούν 2 ορισμοί:

  1. Σκαλίζω τη μύτη μου με μανία, σαν να ψάχνω να βρω πετρελαιοπηγή, και αυτά που βγάζω από μέσα τα κοιτάζω με λατρεία, τα κάνω μπαλάκι και τα πετάω επιδεικτικά κάτω με τη κλασική κίνηση του δείκτη που σέρνεται στον αντίχειρα.

  2. Ικανοποιώ τις δικές μου σεξουαλικές ορέξεις χώνοντας σε οπή του αποδέκτη το ανδρικό μόριο μου, κάνοντας κινήσεις άγαρμπες ωσάν να σκάβω και να ανακατώνω. Χρησιμοποιείται σε πρώτο πρόσωπο από μεθυσμένους, ζητιάνους και γενικά losers, σαν να γνωρίζουν, δηλαδή, και οι ίδιοι ότι δε μπορούν να προσφέρουν ένα αξιοπρεπές σεξ, αλλά μόνο μαρκάλευμα. Όποιος δέχεται το μαρκάλευμα είναι είτε θύμα βιασμού, είτε απελπισμένος-η, είτε και ο ίδιος μέθυσος και αποτυχημένος-η.

  1. Τον κοίταζα που μαρκάλευε τη μύτη του και ήθελα να ξεράσω

  2. Έλα να σε μαρκαλέψω μάνα μου , να σου φύγουν τα νεύρα (αποτυχημένο καμάκι στο δρόμο από ζητιάνο που δε του έδωσες λεφτά ή πρόταση μεθυσμένου στη γυναίκα του να κάνουν σεξ, ενώ αυτή τον περιμένει με τη παντόφλα στο χέρι).

  3. Ήταν τόσο αποτυχημένο το σεξ μαζί του, είχε πέσει πάνω μου και με μαρκάλευε σαν σκύλος ενώ εγώ κοιτούσα τηλεόραση για να περάσει η ώρα και να ξεχάσω το πόνο.

Ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης μαρκάλευε τον Αστερία στο 0:24! (από Cunning Linguist, 18/02/12)

Βλ. και μάρκαλο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανθρωποδιώκτης. Από το ομώνυμο ζώο, που καθώς βρωμάει, διώχνει τους πάντες.

Πηγή: Mes.

Βάγγελας: Τι διάολο; Ασβός κατάντησα και δεν μπορώ να σταυρώσω γκόμενο;

Come to me my little summer rose... (από Vrastaman, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό και ως πιο βρωμερό μέρος στο σώμα του άνδρα.

Πρόκειται για την περιοχή ανάμεσα στο πέος και τον πρωκτό και, ειδικά το καλοκαίρι, χρειάζεται ειδική περιποίηση με το σφουγγάρι στο μπάνιο.

Eντάξει ρε μλκ, δεν της είπα να με φιλήσει και στη συνδεσμολογία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γάργαρο ρέψιμο.

Νίνος: Με κόλα ρε μαλάκες, στάνταρ...
Λίνος: Παπαριές λές, σεβενάπ δαγκωτό.
Ντίνος: Καί οι δύο είστε λάθος –κοακόλες και γκαζόζες και σαχλαμάρες... Ά' δε πιείς τη σουρωτή σου να στανιάρεις, πώς θα βγεί η καθαρεύουσα ρε μάγκες; Καθάρια πράματα. Να φανταστείτε, πρίν, απο εκπομπή, ο Ζουράρεις –ή μήπως Ζουράρυς;... χμμ...– τελοσπάντων, πάντα κατεβάζει μία σόδα. Μή μιλήσω για τον παπά της ενορίας πρίν το κήρυγμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πηχτή», ή «ζαλατίνα», ή «σιλαδιά»: Έδεσμα από ζωμό χοιρινού (βλέπε ιστό για συνταγή).

Το κάτι άλλο που κάνει να ζούμε τη ζωή και όχι απλώς να υπάρχουμε (δυναμωτικό + αφροδισιακό).

Επίσης λέγεται και το εκσπερματιζόμενον υγρό, λόγω χρώματος και υφής, ιδίως εάν έχει να εξέλθει μία ολόκληρη εβδομάδα.

Εμ, πως ήθελες να βγει μωρό μου, μια εβδομάδα με τα ρούχα σου, τι περίμενες, με το μαχαίρι το κόβεις.

φετες (από ο αυτοκτονημενος, 16/03/09)φορμαρισμενη (από ο αυτοκτονημενος, 16/03/09)ξεκάρφομα (από ο αυτοκτονημενος, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκό για το ρέψιμο. Από την ομοιότητα με ήχους της αποχέτευσης.

Ο Πάκης είναι στ' αρχίδια του όλα ρε σύ, πολύ ζώον. Να φανταστείς, ήμασταν προχθές στο τσέχικο με κάτι γκόμενες που γνωρίσαμε 'πιτόπου και πίναμε μπίρες. Και τί κάνει ο ανεκδιήγητος; Κατεβάζει ένα κρίκερ απνευστί και πατάει έναν βόθρο που το ποτήρι ράγισε... 'Ντάξει ρε φίλε, είπαμε, χέζε και στο δάσος άμα λάχει να 'ούμε, κάνα πρόβλημα. Στην π ό λ η ομως τί ζητάς;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτονόητος ορισμός. Η «βρισιά» αυτή ακούστηκε σε ένα καυγά, μεταξύ δυο γριών, εν έτει 1975, έξω από το κτίριο της τότε Βιομηχανικής (για τους παλιούς).

Άντε μωρή σαμιαμιδογλειμμένη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι σε άθλια κατάσταση, μου έχουν πάει όλα στραβά στη ζωή, δεν υπάρχει τίποτα το ρόδινο, έχω μπλέξει πολύ άσχημα και είναι σα να κολυμπάω σε έναν λάκκο ή, ανάλογα με τον βαθμό δυσκολίας, σε μια λίμνη, θάλασσα, ωκεανό με Σκατά.

(κάτι τέτοιο πρέπει να ψέλλισε το ψάρι που βρέθηκε, αίφνης, από τα καθάρια νερά μέσα στο γκώλο του Καφάση)

Αντίθετο: «πλέω σε πελάγη ευτυχίας».

- Πήρα χθες τον Αντρέα τηλέφωνο και δεν απαντούσε...
- Καλά, ξέχασέ τον αυτόν για ένα διάστημα.
- Γιατί; Προβλήματα;
- Μόνο προβλήματα; Στα σκατά κολυμπάει, πιάσανε τον γιο του σε κάτι βέρια και άντε να ξεμπλέξει τώρα...

(από Vrastaman, 23/03/09)(από Vrastaman, 23/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δραστηριότητα της ταυτόχρονης διενέργειας δύο εκ των φυσικών αναγκών του ανθρώπου. Ενώ κάποιος προσπαθεί να αεριστεί κάνοντας την χαρακτηριστική γκριμάτσα με τα σφιγμένα χείλια ο οργανισμός αποφασίζει πως είναι μεγάλη μαλακία μια τέτοια οδός να εξυπηρετεί μόνο ένα ρεύμα και την ίδια στιγμή δίνει προτεραιότητα και σε κάποια υποτυπώδους μορφής κουράδα. Άμεση συνέπεια είναι η αλλαγή του βηματισμού του εν λόγω ατόμου σε πιο «μάγκικη» και η στάμπα στο παντελόνι που δικαιολογείται πολύ εύκολα με τον σιχτιρισμό του ανυποψίαστου βοηθού σερβιτόρου, επειδή και καλά σκούπισε την καρέκλα που κάθισε ο μάγκας πλέον με βρεγμένο πανί. Η μυρωδιά είναι βέβαια ένα θέμα, αλλά αν είστε στο κατάλληλο σημείο αυτό είναι το τελευταίο που σας απασχολεί, μιας και το περιβάλλον είναι σύμμαχος, πχ Ψυρρή.

Ο ήχος την στιγμή της πραγματοποίησης του φαινομένου, γιατί περί τέτοιου πρόκειται, είναι τόσο απολαυστικός και τόσο σκανδαλιστικά και τσαχπινογαργαλιάρικα υγρός, που θα θέλετε να τον ακούτε συνέχεια. Κι αν συνέβη σε μέρος με θόρυβο τότε είναι ακριβώς σαν να σας έρχεται μωρό έξω από την πόρτα χωρίς πριν να έχετε καν ζμπρώξει, εκμηδενίζοντας δηλαδή το κομμάτι «αμιγές καλού» της γνωστής ρήσης.

- Τί έγινε ρε Σάκη τελικά; Το έχωσες στην Κικίτσα;
- Άσε ρε, χτύπησε πάλι ο Μέρφυ. Ήταν αμόλυντη παρθένα η μικρή.
- Και δεν ήθελε ε;
- Όχι ρε, δεν έβλεπε την ώρα, αλλά τα είχα και αξύριστα.
- Και δε γούσταρε με τρίχες ε;
- Όχι ρε, τρελαινόταν με τις τρίχες, αλλά εχέκλασα.
- Και σιχάθηκε ε;
- Όχι ρε, ήταν κρυωμένη και δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά δεν είχα καπότες.
- Και φοβόταν ε;
- Όχι ρε, ήθελε την πρώτη της φορά να το νιώσει καλά.
- Ε τι σκατά έγινε τότε ρε;

και τα ιγκουάνα εχεκλάνουν! (από Jonas, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified